O Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν γεννήθηκε το 1967 και βρέθηκε σπίτι του, μόνος, νεκρός, από ουσίες, πέρυσι στις 2 Φεβρουαρίου. Το κείμενο που ακολουθεί είχε δημοσιευτεί με την δημοσιοποίηση του θανάτου του, στο newpost.gr πριν έναν χρόνο. Ήταν ένας σπουδαίος ηθοποιός, ένα μεγάλο ταλέντο, ένας ανθρώπινο πλάσμα που πολέμησε τα θηρία μέσα του, ώσπου αυτά τον κατάπιαν…
Σινεμά: Ήταν ο Τρούμαν Καπότε και σα να ‘χε καταληφθεί από τον νεκρό συγγραφέα, όλο αποχρώσεις, εσωτερικούς δαίμονες, υπέρμετρη φιλοδοξία. Στο The Master και ερμηνεία από κείνες που θαυμάζεις, τόσο, όσο να σε τρομάζουν για το σε ποιες αβύσσους κοιτάει ο ηθοποιός και εκείνες, δε μπορεί, θα τους επιστρέψουν το βλέμμα. Τον θυμάμαι ακόμη σε μια ταινία, όπου στη φτωχοπολυκατοικία που ζει, ο Σέιμουρ Χόφμαν – ρόλος, ως μια τραβεστί όλο παστέλ για να μπογιαντίζει την καταφρόνια όλων των εξουσιών πάνω στο σώμα της, πάει και γειτονεύει ο Ντε Νίρο, ως μάτσο ομοφοβικός πληγωμένος άνδρας. Η συνάντησή τους, ήταν σαν δυο όργανα να επικοινωνούσαν τόσο, ώστε να έφτιαχναν ορχήστρα ολόκληρη και συμφωνία μεγαθήρια, ακούγοντας σε τελειότητα βασανισμένων ψιθύρων. Δεν ξέρω –και πως θα μπορούσα άλλωστε;- να καταλάβω πως γεννιέται το ταλέντο εκείνο που σ’ αφήνει μ’ ανοιχτό το στόμα, αν υπάρχει με τη γέννα, αν είναι ένθεη ευλογία και μπορεί κατάρα μαζί, ή αν αποκτιέται από υστέρημα, παρατήρηση, διαφυγή…
Ξέρω, πάντως, πως εκείνοι που έχουν ένα μοίρασμα παραπάνω, που ξεχωρίζουν, που κουβαλούν κάτι στον υπερθετικό βαθμό, στο πολύ του, δεν είναι σαν όλους εμάς, τον μέσο όρο, τους μετρίους –μη μας φοβίζει η παραδοχή- του κόσμου ετούτου. Όχι. Δεν ξέρω, ακόμα, αν εμείς είμαστε Άχθος Αρούρης ή ίσως το αλάτι αυτής της γης, από τον πολύ ιδρώτα που την ποτίζουμε για τον βιοπορισμό μας. Όμως, το να συνειδητοποιείς για άλλη μια φορά πως η μετριότητα, ο μέσος όρος, η μη διάφορα, η «υγεία» δεν πάνε με το ταλέντο είναι δεδομένο. Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν λοιπόν, δεν ανήκε σε μας. Ανήκε στις εκτελέσεις των ψιθυριστών συμφωνιών χαρακτήρων και ρόλων, στις σιωπές, στα βλέμματα, στις κοφτές ανάσες, στο να τον ξέρεις ως φυσιογνωμία για χρόνια και να μη θυμάσαι τ’ όνομά του, «μωρέ ο πως τον λένε αυτόν που είναι φοβερός ηθοποιός… ο πες τόνε…». Και μετά από δεκαετίες ένα Οσκαρ.
Το όλο μηχανισμούς Χόλυγουντ, η τεράστια βιομηχανία της εικόνας, της μεγίστης και καταδεκτικής ψευδαίσθησης, της ύπουλης χειραγώγησης της αισθητικής και της κουλτούρας μας, η Μέκκα των συναισθημάτων και των εξωγήινων ηρώων της, υπολογίζει τη δύναμη του ταλέντου του. Τώρα τον θυμόμαστε όλοι. Ένα μικρό διαμέρισμα λέει, ένας χωρισμός από την αγάπη και η αποπομπή του από ένα σπίτι – οικογένεια με τρία παιδιά. Ναρκωτικά, αλκοόλ, παραδοχή. Προσπάθειες για να βάλει το κεφάλι του έξω από τα μαύρα νερά της Στυγός των ουσιών και της αλκοόλης.
Δεν παίρνουν ανάσα οι άνθρωποι που σηκώνουν ταλέντο θεϊκό. Ύβρη σα να διαπράττουν είναι. Το θείο που χάρισε, το ίδιο ζηλεύει. Η μήπως εκείνη η υπερευαισθησία που είναι οδηγός στο να συλλάβεις και να αντιληφθείς τα ανεπαίσθητα, σε οδηγεί στην παρηγοριά της μεγάλης λήθης, στο να ανεχτείς όλο το κακό γύρω, μέσα από τη βύθιση στον αυτοχαλασμό; Η κακιά Ωκεανίδα, η Στύγα όμως, άμα σε βουτήξει στα νερά της δεν σ’ αφήνει να ξαναβγείς στην επιφάνεια. Το παλάτι της στα Τάρταρα το φυλάνε μέρα νύχτα δράκοι ακοίμητοι. Και χαλάει όλο ζήλεια τους ανθρώπους που με ένα χάρισμα μοιάζουν στην αθανασία της.
Κάπως έτσι πρέπει να την πάτησε ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, εκείνος που όσοι κάνουν αφιερώματα στα Όσκαρ, τον αναφέρουν ως μοναδικό που πήρε αγαλματα κι έχοντας ίδιο επώνυμο με άλλον το είχε πάρει πρώτος (εννοώντας τον Ντάστιν, βέβαια). Εκείνος που θα θυμόμαστε και εμείς τυπωμένο αιώνια στα φιλμ, ως αυτοκαιόμενο πρωταγωνιστή με καμένες φλέβες. Εκείνος που θα θυμίζει, πως τελικά, μακάριοι είμαστε στην μετριότητά μας… και ας μη μελαγχολήσει κανείς στον πλανήτη με το δικό μας τέλος, με ιδεατή ή μη σύριγγα στο χέρι, ανοχής… Kαι ας μη γραφεί ούτε σειρά… Kαι πάλι άδικο πολύ θα παραμένει αυτό το τέλος του. Η ταινία και πάλι δεν είχε happy end και ήταν ψυχογραφία, ρε γαμώτο…