Στα λεωφορεία και στα υπόλοιπα μέσα μαζικής μεταφοράς υπάρχει παντού μια ανακοίνωση προς το επιβατικό κοινό. Σε αυτή αναγράφονται συνοπτικά μερικοί κανόνες που, αν δεν είμαστε αυτοί που είμαστε, δεν θα χρειάζονταν να θυροκολλούνται. Ένας από αυτούς είναι ότι οι επιβάτες που έχουν σακίδια πλάτης πρέπει να τα κρατούν στο χέρι.

Για τον κανόνα αυτό, που κανένας, φυσικά, δεν εφαρμόζει, υπάρχουν δύο λόγοι: Ο ένας –η επικινδυνότητα που λέγαμε- είναι για να αποφεύγονται οι κλοπές. Ο δεύτερος –και πιο σοβαρός κατά τη γνώμη μου- είναι για να αποφεύγονται τα ατυχήματα.

Όποιος μετακινείται εξ ανάγκης ή εκ πεποιθήσεως με μέσα μαζικής μεταφοράς  δέχεται τουλάχιστον μία «επίθεση»» εβδομαδιαίως από σακιδιοφορούντα. Εκεί που του πιάστηκε το δεξί χέρι ή που θυμήθηκε ότι θέλει να αποβιβαστεί, κάνει μια στροφή κι εσύ νιώθεις ότι κάποιος προσπαθεί να σου βγάλει το μαλλί τρίχα τρίχα ή ψάχνεις να βρεις τα γυαλιά σου κάτω από τα πόδια των άλλων. Φυσικά, δεν σου ζητάει συγνώμη.

Το σακίδιο αποδεικνύεται φονικό όπλο και σε πλειάδα άλλων περιπτώσεων: οι κυλιόμενες σκάλες του μετρό είναι μια τέτοια περίπτωση –έχετε δει γερόντιο να σκάει κάτω χτυπημένο από σακίδιο; Οι ουρές στις διάφορες υπηρεσίες, οι διάδρομοι στα αεροπλάνα και οι μπάρες στα μπαρ είναι τρία ακόμα.

Άργησα να αντιληφθώ την συμβολική αξία του σακιδίου ως εμβλήματος των Ελληναράδων νέας κοπής –πρέπει κανείς να έχει φάει τα χαστούκια του για να αντιληφθεί το εύρος του φαινόμενου.

 

Τι σημαίνει λοιπόν «το σακίδιο μου στην πλάτη», κατά τη γνώμη πάντα αυτών που το φοράνε;

Σημαίνει:

1. Είμαι πολίτης του κόσμου∙ με ζητούν και από άλλα κράτη. Όμως εγώ θα μείνω εδώ για να σας πιπιλάω το μυαλό με τα φανταστικά project μου μέχρι να αναχωρήσετε εσείς για άλλα κράτη (που είναι και το πιθανότερο).

2. Έχω λεφτά, κονέ –μπάρμπα στην Κορώνη παλαιότερα- και γκόμενο στην κατάλληλη θέση, ώστε δεν χρειάζεται να επιδεικνύω την στοιχειώδη ευγένεια / ευπρέπεια / σεβασμό απέναντι σε σένα, στους θεσμούς και πάει λέγοντας.

 3. Δεν έχω φράγκο στη τσέπη και ιδέα για το πώς οφείλει να φέρεται κανείς –ας όψονται οι γονείς και οι δάσκαλοί μου- αλλά προσπαθώ να σας πείσω ότι έχω και απλώς είμαι υπεράνω.

 

Το σακίδιο πάει ανά περίπτωση:

1. Με ποδήλατο.
2. Με ταμπλέτα.
3. Με light οικολογική συνείδηση –είμαστε υπέρ της πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου αλλά για τις Σκουριές, κουβέντα.
4. Με ρήξεις ερζάτς: ρήξη με το παρελθόν –έτσι, γενικόλογα-, ρήξη με το κομματικό κατεστημένο, εξίσου γενικόλογα, και
5. Με το δικαίωμα των ομοφυλόφιλων να παντρεύονται –συμφωνούμε κι εμείς ρε παιδιά, αλλά να έχουν κι κεραμίδι πάνω απ’ τα κεφάλια τους.

 


Το σακίδιο στην Ελλάδα απέκτησε για πρώτη φορά πολιτικό νόημα το 2010 –να ‘ναι καλά η τότε υπουργός Περιβάλλοντος Τίνα Μπιρμπίλη που εμφανίστηκε στο προεδρικό μέγαρο για την ορκωμοσία με το καταλληλότατο για την περίσταση αξεσουάρ το οποίο μάλιστα φόραγε στην πλάτη εισερχόμενη. Το τι εννοούσε με αυτή την αμφίεση, είναι ένα ερώτημα για το οποίο ο καθένας έχει τη δική του απάντηση.

Όμως η πραγματική «δικαίωση» για τους σακιδιούχους αυτού του κόσμου ήρθε με Το Ποτάμι. Ο Σταύρος Θεοδωράκης ζώστηκε το σακίδιό του και πήρε σβάρνα την Ελλάδα, θέλοντας –υποθέτουμε- να δώσει το μήνυμα ότι οι πολιτικές αποσκευές του δεν κρύβουν τίποτα βαρύ και επονείδιστο –ελαφριά αποσκευή, άρα ελαφριά συνείδηση.

Με τα σακίδια ισχύει το γνωστό «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». Το γνωμικό έχει αξία αισθητική και ιδεολογική. Υπάρχει διάχυτη μια τάση, ό,τι δεν βλέπουμε να το αγνοούμε και, κυρίως, να μην αναλαμβάνουμε την ευθύνη του. Σα να λέμε «δεν φταίω εγώ που το κεφάλι σας βρέθηκε στη τροχιά του σακιδίου μου». 

Όμως το σακίδιο (πλάτης, για να εξηγούμαστε) ενέχει τρεις, τουλάχιστον, κινδύνους: 1. Να το ανοίξεις και να το βρεις άδειο διότι κάποιος αετονύχης στο άδειασε,  2. Να φας κανά φούσκο και 3. Nα ανοίξεις τα μάτια σου ξαφνικά και να ανακαλύψεις ότι είσαι το πιο παρωχημένο απ’ όλα τα παρωχημένα που έχει να επιδείξει αυτή η χώρα -το λέμε και «δήθεν».