Έχω γνωρίσει πολλούς γάτους στη ζωή μου, αλλά γάτο σαν τον Φυντανίδη ποτέ. Μ’ αυτό το απατηλό ύφος του αιλουροειδούς, που σε κοιτάει γαλίφικο και μισονυσταγμένο και νομίζεις εσύ ότι το έχεις στο χέρι. Και ξαφνικά, εν ριπή οφθαλμού, χωρίς να καταλάβεις τι συνέβη, σε έχει σβερκώσει και ακουμπάει τα νύχια του στα μάγουλά σου. Για να μαθαίνεις και μερικά πράγματα έξω από τα βιβλία, μερικά πράγματα που δεν διδάσκονται στα αμφιθέατρα…
Δεν ξέρω είναι τυχαίο που έφυγαν από τη ζωή με διαφορά ολίγων μόνο εβδομάδων ο τελευταίος μεγάλος εφημεριδάς των ΗΠΑ, ο Ben Bradlee, και ο τελευταίος μεγάλος εφημεριδάς της Ελλάδας, ο Σεραφείμ Φυντανίδης. Ήταν σαν αποχαιρετούσαν εκτός από τα εγκόσμια και μια εποχή ολόκληρη, την εποχή των έντυπων media που καθόριζαν κάποτε τις τύχες του κόσμου. Τώρα πια, το παιχνίδι παίζεται στους διαύλους του ίντερνετ κι εκεί δεν είμαι σίγουρος ότι χωρούν τέτοιες ρωμαλέες προσωπικότητες.
Με βιογραφικά ας μην ασχοληθούμε καλύτερα, τα γράφουν παντού και είναι όλα τα ίδια. Αποστειρωμένες ιστορίες, χώρια τα κομματικά συλλυπητήρια. Εκείνο που θέλω να σημειώσω εγώ, είναι ότι ο Σεραφείμ Φυντανίδης και ο Κίτσος Τεγόπουλος έφτιαξαν μια εφημερίδα, έφτιαξαν έναν οργανισμό που δεν θα τον ξαναδεί η Ελλάδα όλη. Με πνεύμα αναρχικής ελευθερίας, με χαρά δημιουργική, με μούρλα και αυτοσχεδιασμό να διατρέχουν τις σελίδες. Όσοι περάσαμε από αυτό το μαγαζί δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ το σπίτι μας το δημοσιογραφικό.
Η προσωπική μου επαφή με τον Sir είχε να κάνει με τη στήλη των media στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», που την έλεγχε κάθε Παρασκευή απόγευμα. Ευαίσθητο γαρ το πεδίο κι όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο συντάκτης όσο καλός και να ‘ναι. Κάθε Παρασκευή είχαμε κουβέντα κι όλο και κάτι μάθαινα από το αφεντικό. Όχι πληροφορίες, ούτε κουτσομπολιά. Μάθαινα τη σπάνια τέχνη της διοίκησης, πως μπορείς να τους έχεις όλους ευχαριστημένους αλλά να κάνεις κι εσύ τη δουλειά σου. Σπάνια και δύσκολη πολύ. Έστω κι αν ο Φυντανίδης την έκανε να μοιάζει εύκολη.
Καλά τα πηγαίναμε, πολύ καλά, ώσπου μια μέρα με ισοπέδωσε. Είχε γίνει μια κόμπλα στην «Κυριακάτικη» με το βιβλίο του το ταξιδιωτικό, νόμισε ότι ήμουν εγώ υπεύθυνος κι έβαλε κάτι φωνές που απογείωσε όλο το κτίριο. Κι εκεί γνώρισα τον παλιό Φυντανίδη της Κολοκοτρώνη, όχι τον εκσυγχρονισμένο της Μίνωος. Τον άκουσα, δεν είπα τίποτα, δεν κάρφωσα κανέναν, αν και ήξερα ότι άλλοι την είχαν κάνει την ζημιά. Και δεν εμφανίσθηκα στο γραφείο του επί τρεις Παρασκευές. Μέχρι που με πήρε τηλέφωνο ένα πρωί στο σπίτι και μου είπε «ρε παιδί μου, έλα εδώ να τα λέμε, δεν ήθελα να σου φωνάξω». Είχε ρωτήσει κι είχε μάθει. Και είχε εκτιμήσει. Εκτίμησα κι εγώ λοιπόν και επέστρεψα, άνευ πικρίας και θυμού. Για να μαθαίνω πράγματα απ’ το λιοντάρι που σε κοίταζε γαλίφικα και μισονυσταγμένα.