Όταν ήμουνα πιτσιρίκι, φοιτητής, είχα μια κόμπλα με τις λαϊκές. Κάπως μου βγάζανε μια μπίχλα, μια βαβούρα, μια πολυκοσμία ξένη προς τα γούστα τα δικά μου τα ροκάδικα. Άμα είσαι κολλημένος με τους Smiths και τους Cure (για να μη ρίξω και Magazine στην εξίσωση και το χοντρύνω!), οι κραυγές τύπου «πάρε κυρία μου, πάρε», «όλα φρέσκα σου λέω», «δεν πουλάω σήμερα, χαρίζω» κάπως σε απωθούν. Χώρια το σπρωξίδι, το πατείς με πατώ σε και οι γριές που σου δίνουν αγκωνιές για να περάσουν με το καρότσι. Καμιά φορά σε πατάνε κιόλας κι εκεί εύχεσαι να είναι το καρότσι μισοάδειο κι όχι μισογεμάτο…

Μεγάλωσα όμως, δεν έμεινα για πάντα μπέμπης. Και ήρθε ένα κορίτσι να κοιμηθεί πλάϊ μου και το κορίτσι μαγείρευε. Και με πήρε απ’ το χεράκι να πάμε στη λαϊκή, να ψωνίζουμε φρέσκο πράγμα και όχι παγωμένο που μπήκε σε θερμοκρασία δωματίου μετά από είκοσι μέρες κοντά στο ζερό. Δεν ήθελα να πάω, αλλά πήγα. Και με την καθοδήγησή της, έβαλα σε μια σειρά τις εντυπώσεις μου. Και ξεθάρρεψα και πήρα μπρος κι άρχισα να βάζω χέρι στα φρούτα και στα λαχανικά και να διασκεδάζω με τους πωλητές και τις πωλήτριες και να κάνω χάζι το ντιλερίκι με τους αγοραστές και να υπερηφανεύομαι ότι ξέρω να διαλέξω την καλή ντομάτα. Άσε που γνώρισα και τον Νίκο!

Τον ζεν πρεμιέ της λαϊκής, για να το πω έτσι κινηματογραφικά. Εγώ τον έμαθα απ’ τους Αμπελοκήπους κάθε Σάββατο, αλλά θα τον βρείτε επίσης τις Παρασκευές στο Κολωνάκι, τις Πέμπτες στη Γλυφάδα, τις Τετάρτες στη Νέα Σμύρνη. Ο Νίκος Μάρκου πάει παντού και πάει πάντοτε με το χαμόγελο στα χείλη. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που προσέχεις, έτσι όπως ξεχωρίζει ξανθός και εύχαρις πίσω από τον πάγκο του με τα βαρβάτα ζαρζαβατικά. Το χαμόγελο και την καλή διάθεση, την ευγένειά του προς τους πελάτες, τα δωράκια που προσφέρει («και μια ρόκα από εμένα») κλείνοντας το μάτι. Το καλό παιδί της λαϊκής, που έχει μόνο φίλους. Ανθρώπους που τον εμπιστεύονται και του δίνουν το χέρι. Γιατί τον ξέρουν και τους ξέρει. Και δεν τους κοροϊδεύει ποτέ.

 

Αυτό πρόσεξα κι εγώ, ακριβώς αυτό. Είχα πάει τυχαία στον πάγκο του στη θηριώδη λαϊκή των Αμπελοκήπων να ψωνίσω κι όπως μου έδινε τα μαρούλια μου είπε τη σωστή την κουβέντα: «Άμα δεις να έχουν τρυπούλες, είναι γιατί δεν ραντιστήκανε. Μην τρομάξεις!» Ό,τι θέλει να ακούσει ο καταναλωτής, δηλαδή. Ειλικρινείς παρόλες, όχι σου, μου, του και μπλα μπλα και πράσινα άλογα. Είμαι αυτός, αυτά πουλάω, ξηγημένα πράγματα. Σου αρέσουν, έλα εδώ. Δεν σου αρέσουν, πήγαινε κάπου αλλού και πάλι φίλοι είμαστε. Αλλά δούλεμα και κοροϊδία, δεν έχει. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.

Και κάπως έτσι τα βρήκαμε εμπρός και πίσω από τον πάγκο και αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε ιστορίες από τη δουλειά του ο καθένας και μικρά μυστικά από τον κόσμο της μουσικής και τις συναυλίες. Ο Νίκος, βλέπετε, είναι ορκισμένος ροκάς («με ολίγα παλιά λαϊκά», συμπληρώνει προς αποφυγή παρεξηγήσεων) κι εκεί υπήρχε πεδίο επαφής άφθονο. Είπαμε και τα πολιτικά μας, είπαμε και τα αντρικά μας, ανακαλύψαμε κοινούς γνωστούς (γειά σου Ντέμη!) και ήρθε κι έδεσε το γλυκό. Έμαθα και την ενδιαφέρουσα ιστορία τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του.

Με δικά του λόγια: «Ο παππούς μου ο Νίκος ήταν ο παραγωγός που πήρε την πρώτη άδεια στη λαϊκή της Α’ Αθηνών. Κι ο πατέρας μου, μπορεί να σπούδασε στου Δοξιάδη, αλλά κι αυτός στη λαϊκή κατέληξε. Τα ίδια και μ’ εμένα. Όταν ήμουνα μικρός, ήμουνα πολύ άτακτο παιδί. Πέρασα ΤΕΙ στα 18 μου, δεν ήθελα να πάω. Ήθελα να την κάνω για Αγγλία, να σπουδάσω φυσικός. Τελικά, πήγε η αδερφή μου στο, με παρέσυρε κι εμένα. Πήγα και σε τέσσερα χρόνια τέλειωσα Human Resources».

Τον διακόπτω. «Και τώρα, κάπως με τους humans ανακατεύεσαι», του λέω. Γελάει και συνεχίζει: «Από μικρός ήμουνα στον πάγκο. Για να βγαίνει το χαρτζιλίκι και να μαθαίνω τη δουλειά. Δεν είναι κάτι που το παρατάς εύκολα, είναι ζωή ολόκληρη. Ιδίως εμείς που είμαστε παραγωγοί κανονικοί, έχουμε γη στην Παιανία. Όχι σαν κάτι μαϊμούδες που τώρα τελευταία έχει γεμίσει ο τόπος. Αλλά δεν με νοιάζει ούτε γι’ αυτούς, ούτε για τις αλυσίδες καταστημάτων που σκοτώνουν τις τιμές. Εγώ είμαι χαρντ ροκ, ό,τι και να γίνει θα πουλήσω!»

Αυτός θα είναι εκεί και θα πουλήσει. Οι λαϊκές, όμως; Όλο και περισσότερα ακούγονται ότι είναι μετρημένες οι μέρες τους. Ο Νίκος καταλήγει: «Στο στόχαστρο είμαστε, είναι αλήθεια. Είναι θέμα συμφέροντος και εύκολου κέρδους και όλοι ξέρουμε από πού ξεκινάει αυτός ο πόλεμος. Αλλά ο κόσμος καταλαβαίνει. Άσε που εδώ δεν θα έρθει μόνο για να ψωνίσει. Θα έρθει για να πει μια καλημέρα, να πει ένα παράπονο, να πει μια κουβέντα ρε αδερφέ. Η λαϊκή αγορά σήμερα, είναι αυτό που ήταν η αρχαία αγορά πριν από χιλιάδες χρόνια. Κι αυτό το πράγμα δεν σβήνει εύκολα με υπουργικές αποφάσεις…».