Παθιασμένος, ανυπότακτος, υπέροχος προβοκάτορας με την σκέψη και τη ζωή του, προκλητικός, μια μορφή πολύπλοκη όσο και το έργο του ως μυθιστοριογράφου, ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και κριτικού. Ο Ιρλανδός Όσκαρ Ουάιλντ, που έζησε στην Αγγλία, πάντα με ένα πάθος και μια επαναστατικότητα μέσα του, είναι η πλέον αναγνωρίσιμη λογοτεχνική περσόνα της βικτοριανής εποχής, γέννημα της και αρνητής της. Εξαίσια ιδιοφυής, έζησε έρωτες, πάθη, δόξα, επιτυχία, τεράστια φήμη, αλλά και συκοφάντηση, προδοσία, περιθωριοποίηση, φυλακή, εξορία, περιφρόνια. Δεν έχει σημασία μια χρονολογική απαρίθμηση μεγάλων σταθμών, γεγονότων, επιτευγμάτων στην ύπαρξη του, όσο η φευγαλέα έστω μνήμη στο φωτεινό όλο αστραπές και αιμορραγία έργο του.

Πίσω στο χρόνο. 1895. Το χαϊδεμένο παιδί του κοσμικού Λονδίνου, ο συγγραφέας και ευγενής, ο εστετιστής, ο ιδιοφυής Όσκαρ Ουάιλντ καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα με την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας. Βαθύτατα πληγωμένος απ’ την προδοσία ενός εραστή, τσακισμένος σωματικά και ψυχικά, μακριά πια απ’ τα σαλόνια που τον αποθέωναν, παρασυρμένος από παραφορά και πάθος και πεταμένος στην μοναξιά και στην περιφρόνηση, έγραψε δύο αριστουργήματα, τα «Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντιγκ» και το «De Profundis». Θα πεθάνει πάμφτωχος, απαξιωμένος και ταπεινωμένος στο Παρίσι, σε ηλικία 46 ετών, εκλιπαρώντας πάντα για λίγο ακόμα από κείνη την αγάπη του διεφθαρμένου, δειλού και τόσο λατρεμένου εραστή…

Εκείνο τον Νοεμβρή, λίγο πριν πεθάνει, ζήτησε να φωνάξουν έναν ιερέα και να βαφτιστεί Ρωμαιοκαθολικός, μιας και η Ιρλανδία και η πίστη της ζητούσαν μερίδιο από την ύπαρξη του στις βαθύτατα ριζωμένες φοβίες και βεβαιότητες του. Ο Ιρλανδός αιδεσιμότατος Κούθμπερτ Νταν, μέλος του Τάγματος των Πασιονιστών έγραψε για το τελευταίο βράδυ του σπουδαίου Όσκαρ:

«… Καθώς η άμαξα διέσχιζε τους σκοτεινούς παριζιάνικους δρόμους εκείνη την κρύα νύχτα του χειμώνα, η θλιβερή ιστορία του Όσκαρ Ουάιλντ μου φανερώθηκε ξανά εν μέρει… Ο Ρόμπερτ Ρος στεκόταν γονατιστός δίπλα στο κρεβάτι, βοηθώντας με όσο καλύτερα μπορούσε, καθώς εγώ τελούσα την βάπτιση και εν συνεχεία απαγγέλλοντας την δοξολογία του μυστηρίου όσο ο Ουάιλντ, ξαπλωμένος μπρούμυτα, λάμβανε το Χρίσμα των αρρώστων (Anointing of the Sick) και εγώ έψελνα την επιθανάτια δέηση. Καθώς ο άνθρωπος ήταν σε ημι-κωματώδη κατάσταση, δεν επιχείρησα να του προσφέρω την Θεία Ευχαριστία· εδώ πρέπει να επισημάνω ξανά ότι μπορούσε να συνέλθει από αυτή την κατάσταση και συνήλθε κατά την παρουσία μου. Όταν ήταν ξύπνιος, έδειχνε σημάδια ενδόμυχης συνείδησης… Είμαι πλήρως πεπεισμένος ότι με κατάλαβε όταν του είπα ότι θα γινόταν δεκτός στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και του διάβασα το έσχατο μυστήριο επί επιθανάτιας κλίνης… Κι όταν έγειρα στο αυτί του και ψιθύρισα τα Άγια Ονόματα, την Μετάνοια, την Ελπίδα και την Ελεημοσύνη, προσπάθησε να ψελλίσει τα λόγια μετά από μένα, δείχνοντας ταπεινά υποταγμένος στο Θέλημα του Θεού…»…

Ο Ουάιλντ πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1900. Τα τελευταία του λόγια, καθώς κοιτούσε γύρω του ήταν: «Είτε η ταπετσαρία ξεθωριάζει, είτε εγώ»… Αιτία θανάτου; Η μηνιγγίτιδα! Δε γύρισε ποτέ στο Λονδίνο που τον αποθέωσε, τον είχε είδωλο του και τον γκρέμισε με μανία ηδονική, αλλά ούτε και στην πατρίδα του, την Ιρλανδία. Έμεινε για πάντα στο Παρίσι. Στον τάφο του έχουν γραφεί στίχοι από τη θλιμμένη και πικραμένη «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ»: «Γι’ αυτόν, η τσακισμένη λήκυθος του οίκτου θα γεμίζει με ξένα δάκρια. Γιατί θα τονε θρηνούν οι απόκληροι της ζωής κι οι απόκληροι πάντα κλαίνε».

Τον θυμόμαστε σήμερα, όχι με τα υπέροχα, σοφά, σαρκαστικά αποφθέγματα του, που σ’ όλο τον κόσμο χρησιμοποιούνται ή τα κορυφαία έργα του, την εποχή της αποθέωσης του, αλλά μ’ αυτό το ποίημα, τη «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ», το φτιαγμένο από περιθώριο και σακάτεμα. Άλλο ένα απόσπασμα:
 

«Μα κι ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,

και πρέπει αυτό απ’ όλους ακουστεί.

Άλλοι με κολακεία σε σκοτώνουν

Κι άλλοι με ματιά φαρμακερή

Μ’ ένα φιλί σκοτώνουν οι δειλοί,

Κι οι γενναίοι άνδρες με σπαθί.

Νέοι σκοτώνουν άλλοι την αγάπη τους

Κι άλλοι σαν γενούνε γέροι.

Με χέρι Λαγνείας άλλοι τήνε πνίγουνε

Κι άλλοι με Πλούτου χέρι

Κι επειδή πιο γρήγορα παγώνει έτσι το κορμί,

Οι πονόψυχοι σκοτώνουν με μαχαίρι.

Άλλοι για λίγο ερωτεύονται κι άλλοι για πολύ.

Άλλοι τον Έρωτα πουλάνε κι άλλοι τον αγοράζουν.

Άλλοι με βουρκωμένα μάτια τον σκοτώνουνε

Κι άλλοι βουβοί τον αφανίζουν

Κι ενώ ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,

Όλοι ωστόσο δεν πεθαίνουν…»…