Kυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, αγαπητά κορίτσια κι αγόρια, δηλώνω ένοχος. Μάλιστα, όντως, ναι, εγώ είμαι που πετάω χύμα τα περιοδικά, που κρεμάω τα παντελόνια στο καλοριφέρ, που κάνουν βόλτες οι κάλτσες μου στο παρκέ, που τα παλιά μου τα φανελάκια δεν μπορώ να τα αποχωριστώ και τα κάνω εικόνισμα να τα προσκυνάω. Αλλά ζητώ την επιείκεια σας και τον οίκτο σας, γιατί δεν είμαι ο μοναδικός ένοχος σε αυτό το σπίτι. Υπάρχουν κι άλλοι εγκληματίες εντός των τεσσάρων τοίχων και δεν εννοώ τους γάτους

Ας δούμε το στόρι ολοκληρωμένο και τα αμαρτήματα ένα προς ένα. Καλά εγώ με τα φανελάκια, φταίω και παραφταίω. Εκείνη όμως με τα παπουτσάκια; Που ακόμη διατηρεί στα συρτάρια της σανδάλι εικοσαετίας από τον Λεμήσιο “γιατί μωρέ το έφτιαξα κατά παραγγελία με χρώματα που είχα διαλέξει εγώ”. Που εχει κλεισμένες στα κουτιά τους ένα σωρό γόβες, από εκείνες που τις κοιτάει κρυφά μόνη της και θωπεύει τα τακούνια. Που εδωσε κάποτε ένα μισθό για ένα και μοναδικό ζευγάρι λουστρίνια κι αυτό το ζευγάρι δεν έχει φορεθεί ακόμη!

Και οι τσάντες; Πού τις πας τις τσάντες; Τσάντες εδώ, τσάντες εκεί, τσάντες και παραπέρα,, handbags everywhere που θα έλεγε και το ποίημα. τα φανελάκια τα δόλια καταλαμβάνουν δυο συρτάρια, τι να τραγουδήσουν μπροστά στις τσάντες που καταλαμβάνουν δυο ολόκληρα ράφια και ένα ντουλάπι κρυφό πάνω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας; Στα κουτιά τους αλφαδιασμένες, σαν στρατιωτάκια κοιμώμενα που αναμένουν τη σειρά τους για να πάνε στον πόλεμο. Στις μάχες του καλού γούστου, αναμφιβόλως.

Και μια αναφερθήκαμε στα φανελάκια, να δούμε και το ζήτημα πιο σφαιρικά. Μου λέει προ ημερών “τι θα γίνει με τις μπλούζες σου τις μάλλινες, έχουν γεμίσει τη ντουλάπα και ξεχείλισε”. Και της απαντώ, διότι φέτος τα αέρισα όλα τα μάλλινα και τα μέτρησα ένα προς ένα: “Οι δικές σου είναι διπλάσιες σε αριθμό. Απλά δεν πιάνουν τόσο χώρο, γιατί είναι small ενώ οι δικές μου είναι large. Πάμε να τις τσεκάρουμε μία προς μία, αγαπημένη;”. Η απάντηση; Σιγή και σιωπή και σιλάνς, όλα αντάμα και καλώς καμωμένα.

Όσο για τα μισολειωμένα σαπούνια στη ντουζιέρα, δεν είναι μόνο δική μου η ευθύνη. Η μισή ντροπή δική της, συγγνώμη. Τα βλέπεις καλή μου και δεν σ’ αρέσουν; Σούταρέ τα, ποτέ μου δεν σου ζήτησα να τα κρατάς και να τα καμαρώνεις. Και τα αφεψήματα στην κουζίνα, σου φαίνονται κι εσένα χρήσιμα καμιά φορά όταν έχεις το λαιμό και δεν μπορείς να πιεις καφεδούμπα black και μου λες “φτιάξε μου ένα ζεστό, χάνομαι”.

Και ξαναγυρνώντας στις κάλτσες για να το κλείσω το θέμα. Είναι γεμάτο το συρτάρι τους γιατί μια φορά κι έναν καιρό είχα αγοράσει μπόλικες σκωτσέζικες μάλλινες φουντωτές από τον κύριο “Αλεξανδράκη” στο γνωστό κατάστημα της Ερμού. Και τι έκανα εκεί πέρα, θα μου πείτε; Μα συνόδευα εκείνη που κοιμάται πλάι μου, που επέδραμε στα καλούδια του οίκου. Κι όπως φούντωνε και ξεφούντωνε από ενθουσιασμό και μάδαγε την οικογενειακή περιουσία, έβρισκα κι εγώ την ευκαιρία να κάνω καμιά αγορά. Διότι ο “Αλεξανδράκης” είχε μόνο γυναικεία ενδύματα και αξεσουάρ, εκτός από αυτές τις μυστήριες τις ανδρικές κάλτσες. Και κάθε φορά που τις ψώνιζα, μου έλεγε: “Είναι για μια ζωή κι εγώ αυτές φοράω”. Αν υπολογίσουμε ότι ο κύριος Αλεξανδράκης έχει αφήσει πίσω του προ πολλού τα ενενήντα, οι συγκεκριμένες κάλτσες φέρουν πάνω τους τα καλύτερα vibes του κόσμου. Και μου λέτε εμένα μετά να μην τις στοκάρω;