Τρίτη 18 Νοεμβρίου.
Ώρα 01:06. Μόλις που με έχει πάρει ο ύπνος και νιώθω πάλι το απαίσιο και (πάντα) παράδοξο αυτό κούνημα του κρεβατιού. Τρέχω πανικόβλητος (Προσοχή! Δεν στέκομαι να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Τρέχω. Με τη μία. Πανικόβλητος.) και σε κλάσματα δευτερολέπτου βρίσκομαι από το δωμάτιο μου στον δεύτερο όροφο, στην είσοδο της πολυκατοικίας. Σφυγμοί περίπου 1 δις το δευτερόλεπτο. Το κούνημα έχει πλέον σταματήσει. Παίρνω ανάσες και τη γενναία απόφαση να ανάβω πάλι επάνω.
Ώρα 01:09. Έχω ανέβει τις σκάλες. Ο θεός μου κάνει πλάκα -με παρακολουθεί από μόνιτορ, δεν εξηγείται αλλιώς. Με το που πατάω το δεξί μου πόδι στο διαμέρισμα, ξαναπατάει επίτηδες το κόκκινο κουμπάκι στο γραφείο του που γράφει πάνω «Σεισμούλης» και σκάει στα γέλια. Και ξανά-μανά κωλοτουμπίδια τις σκάλες μέχρι την είσοδο σε χρόνο ντε-τε. Εν τω μεταξύ έχουν ξυπνήσει ο θείος Μπάμπης και η Ναταλί από τον πρώτο και με προσκαλούν για ένα σύντομο μεταμεσονύχτιο άραγμα στο σαλόνι τους. Έτσι, μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Ώρα 01:15. Μήνυμα από τον κολλητό μου τον Κωστάκη. -«Όλα καλά;», -«Νεκρός», του απαντάω. -«Ψυχραιμία μαλάκα, είναι μακριά το επίκεντρο. Άιντε καληνύχτα.»
Ώρα 01:17. Μήνυμα από τον Λευτέρη. Έτερος κολλητός και μεγάλος χέστης σεισμοφοβικός. «Είσαι έξω στην πλατεία και έχεις ξαναρχίσει το τσιγάρο, ε;», μαντεύει. «Σπίτι είμαι ακόμα. Θα κατέβεις;», του γράφω. Μετά από ένα πεντάλεπτο βρισκόμαστε έξω από το σπίτι του. Εγώ κι αυτός. Στην Αθήνα των 5 εκατομμυρίων ψυχών, πρέπει να ήμαστε οι μοναδικοί που έχουμε βγει έξω μετά το ταρακούνημα. Όσο οι άλλοι ροχαλίζουν αναίσθητοι, εμείς καθόμαστε σε ένα παγκάκι κι εξιστορούμε –για μια ακόμη φορά- τις αντιδράσεις μας, κλαίγοντας από τα γέλια. Ουσιαστικά, προσπαθούμε να ξορκίσουμε τη φοβία μας.
Τόσο εγώ, όσο και ο Λευτέρης ανήκουμε στην ίδια καταραμένη γενιά. Στη γενιά που γνώρισε και στιγματίστηκε από τρεις μεγάλες καταστροφές: την ασέξουαλ εφηβεία, την οικονομική κρίση και το σεισμό του 1999. Για το γεγονός ότι όταν πηγαίναμε λύκειο, η πιο σέξι εκδοχή συμμαθήτριας μας αποτελούνταν από το τρίπτυχο “φόρμα-κότσος πάνω-χοντροκομμένα παπούτσια”, επιφυλάσσομαι να αφιερώσω ένα ολόκληρο άρθρο στο προσεχές μέλλον. Για τα του ΔΝΤ, δεν χρειάζεστε ενημέρωση από εμένα. Σας έχουν διαφωτίσει επαρκώς οι Πρετεντεροτσιμαίοι. Αλλά ρε διάολε, για το φαινόμενο του σεισμού αυτό το άρθρο επιβαλλόταν. Το χρωστούσα στον εαυτό μου και σε κάθε σεισμοφοβικό εκεί έξω. Για τις κραυγές που βγάλαμε, για τα σκαλιά που πηδήξαμε, για τον ιδρώτα που χύσαμε, για τον πατέρα που σπρώξαμε στο διάδρομο προκειμένου να βγούμε έξω πρώτοι…
Το ξέρω κι έχετε χίλια δίκια. Κάντε, όμως, λιγάκι υπομονή και δείξτε κατανόηση.
Η αρχή του κακού…
17 χρόνια πριν, 7 του Σεπτέμβρη, 5.9 ρίχτερ αλλάζουν τη ζωή μου. Μεσημέρι καθώς είναι, όπως κάθε νέος που σέβεται τον εαυτό του, τρώω γαλακτομπούρεκο και βλέπω «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς». Κι εκεί που η Κέλι διαβάζει το ημερολόγιό και δίπλα της σκάνε τα κύματα μιας κάποιας καλιφορνέζικης παραλίας, κάποια άλλα κύματα, αυτά ενός πρωτοφανούς μανιασμένου σεισμού, σαρώνουν την Αθήνα και το Αιγάλεω και βιάζουν την ψυχή μου.
Τα σιρόπια από το γαλακτομπούρεκο στους τοίχους. Πετάγομαι τρομοκρατημένος στο δρόμο μαζί με μάνα, πατέρα κι αδερφό. Ζημιές πολλές στο σπίτι, διαμονή σε αντίσκηνο για κάνα δίμηνο… Το ζήσαμε καλά το σκηνικό με λίγα λόγια.
Δυο τρεις βδομάδες μετά, που λέτε, ανοίγουν τα σχολεία κι ένα καταραμένο μεσημέρι νιώθω μετασεισμό μεγέθους 0,1 της κλίμακας ρίχτερ (το πολύ). Κρύος ιδρώτας τρέχει ακαριαία στο μέτωπο κι αρχίζω να τρέχω πανικοχτυπημένος προς την έξοδο, στην οποία έχουν λοκάρει ενστικτωδώς τα μάτια μου ως τη μοναδική σανίδα σωτηρίας. Αφού πηδάω πάνω από καρέκλες, θρανία και συμμαθητές (καμία υπερβολή…), πετάγομαι έξω στο προαύλιο περιχαρής που έχω καταφέρει να σώσω το τομάρι μου από το φονικό χτύπημα του Εγκέλαδου. Σιγά-σιγά ξεθολώνω κι αντιλαμβάνομαι τριγύρω μια γενικότερη και παράδοξη ηρεμία. Η σιγή με προετοιμάζει για το κάζο που έρχεται: Στρέφω το βλέμμα προς την τάξη και βλέπω 48 μάτια να με κοιτάνε επίμονα σε φάση «αδερφέ, δεν έχεις κανένα μέλλον». Σκύβω κεφάλι, περπατώ, μπαίνω μέσα, ψελίζω “συγνώμη”, κάθομαι στη θέση μου. Το ξεφτιλίκι μου λαμβάνει τέλος. Έτσι νόμιζα. Τα νέα διαδόθηκαν στο τσακ μπαμ, δεν σταύρωσα γκομενάκι σε ολόκληρη την Α’ Λυκείου.
5.5 χιλιάδες περίπου ημέρες αργότερα (αν θέλετε το πιστεύετε) δεν έχει περάσει βράδυ που πριν να κλείσω τα μάτια μου, να μην σκεφτώ το ενδεχόμενο του σεισμού. Ένα ενδεχόμενο που στέκεται νταβατζιλίδικα στην κορυφή του τρίπτυχου των μεγάλων και ανυπέρβλητων φοβιών της ζωής μου (ακολουθούν οι κατσαρίδες και η φέτα. Ναι, για το τυρί μιλάω. Και προτού με σιχτιρίσεις, διάβασε το μανιφέστο μου).
Έχοντας “χάσει το παιχνίδι” με την οικογένεια και την παρέα μου οι οποίοι με αντιμετωπίζουν ως παρία, προσπαθώ τουλάχιστον να κρατήσω τα προσχήματα με τη σχέση. Και σχεδόν το έχω καταφέρει. Πριν από μερικούς μήνες, μάλιστα, κι ενώ ήμαστε ξαπλωμένοι, κάνει έναν αρκετά αισθητό σεισμό κι ωστόσο καταφέρνω να διατηρήσω μια κυνική και πρωτοφανή ψυχραιμία (αυτήν την εντύπωση, τουλάχιστον, είχε σχηματίσει η Λώρα. Η πραγματικότητα είναι πως είχα λιποθυμήσει).
Το φεισμπουκ δινει 5.4 #seismos
— Dr Evil Knievel (@GVeltsi) November 17, 2014