Το ρολόι με κοιτάζει απειλητικά. Τικ τακ. Προσπαθώ να γράψω.Δεν τα καταφέρνω κι εκείνο ακάθεκτο συνεχίζει. Τικ τακ. Βγάζω το περίστροφο από την τσέπη το στρέφω προς τη συσκευή που ορίζει το πιο αόριστο πράγμα στη ζωή του ανθρώπου, το χρόνο και ρίχνω μέχρι να αδειάσει.

Και τώρα μπορούμε ανενόχλητοι να αρχίσουμε.

Έψαχνα απλώς ένα τρόπο να βρεθώ σε απόλυτη ηρεμία για να βγάλω για άλλη μια φορά τα εσώψυχά μου. Έγραψα για την αχρωματοψία μου, έγραψα για τις τρίχες μου, ήρθε η ώρα να εξιστορήσω και τη μεγαλύτερη φοβία μου: Ρολόγια. Και χρόνος γενικότερα.

Προσπαθώντας να με ψυχαναλύσω, θα ψάξω την αιτία στα παιδικά μου χρόνια.  Ίσως όλα να οφείλονται στο ότι για κάποιο λόγο που μόνο η ελληνίδα μάνα ξέρει, τα ρολόγια στο σπίτι μου βρίσκονταν πάντα 10 λεπτά μπροστά από την ώρα του έξω κόσμου, για να μην αργεί κανείς στις δουλειές του.

Σε κάποιες εξάρσεις παιδικής επαναστατικότητας άλλαζα στα κρυφά την ώρα και με το ακουστικό στο χέρι να έχει ήδη καλέσει το αθάνατο 141, τη ρύθμιζα επακριβώς για να συμφωνεί με τα λεγόμενα της κυρίας στο τηλέφωνο. Όταν κάποιος γυρνούσε από δουλειά, κοίταζε το ρολόι πάνω από το τζάκι και ξεστόμιζε: «Πάει λάθος». Τώρα που τα ξαναφέρνω στο μυαλό μου κάπως έτσι ένιωθε ο Ουίνστον Σμιθ στο “1984” του Όργουελ, ζώντας σε έναν επίπλαστο κόσμο.

Μεγαλώνοντας, τα ρολόγια μου έγιναν εμμονή. Περιττό να αναφέρω ότι δεν έχω φορέσει ποτέ τη συσκευή του διαβόλου στα χέρια μου. Και σίγουρα το “τικ τακ” είναι ο πιο αποκρουστικός ήχος που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος. Χίλιες φορές να ακούσω ντουέτο Παντελίδη και Αρβανιτάκη παρά αυτό. Ανατρίχιασα…

Πριν ένα χρόνο ακριβώς έκανα τη φοβία μου tattoo.

(Ένα μικρό δείγμα της τριχοφυίας που ανέλυσα σε προηγούμενο κείμενο φαίνεται στην φωτογραφία. Και για να τελειώνει αυτό το αστείο: οι κάλτσες είναι της αδερφής μου και δεν ήξερα ότι είναι κόκκινες γιατί δε βλέπω τα χρώματα. Τα είπαμε,έχω αχρωματοψία, μην επαναλαμβανόμαστε…)

Όσοι έχουν παρόμοια εμμονή (ξέρω άλλα 2 άτομα, δεν ξέρω υπάρχουν άλλοι στη γη) αντιμετωπίζουν πρακτικά προβλήματα στην καθημερινότητα τους.

  • Ραντεβού. Πάντα, μα πάντα, πηγαίνω νωρίτερα. Λίγο ή πολύ νωρίτερα, το ζήτημα είναι ότι πηγαίνω πρώτος. Κι επειδή οι άλλοι οι ψυχοπαθείς δεν έχουν την ίδια εμμονή με μένα, ίσως και να αργήσουν 4-5 λεπτά. Κατά τη διάρκεια αυτών των λεπτών, κοιτάζω την ώρα στο κινητό μου συνέχεια και κάπου στο έβδομο λεπτό καθυστέρησης θα σκεφτώ ότι αυτός που περιμένω έχει πέσει θύμα απαγωγής στην καλύτερη.
  • Κοιτάζω την ώρα, όλη την ώρα! (Χάρη Ρώμα σε έχω).
  • Ξυπνάω ΠΑΝΤΑ λίγα δευτερόλεπτα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Και πολλές φορές ξυπνάω κατά τη διάρκεια της νύχτας, κοιτάζω την ώρα και ξανακοιμάμαι.
  • Όταν αγόρασα καινούργιο κινητό τηλέφωνο κι έβαλα ξυπνητήρι μου εμφανίστηκε το μήνυμα «σας απομένουν 7 ώρες και 32 λεπτά». Ψύχραιμα, έβγαλα την κάρτα sim κλαίγοντας με λυγμούς κι επέστρεψα στο αγαπημένο ΝΟΚΙΑ 3310 που δε με απογοήτευσε ποτέ. Και νιώθω πολύ καλά γι’αυτό.
  • Η πρώην μού έκανε δώρο ένα τεράστιο ρολόι τοίχου που κοσμεί το τζάκι του σπιτιού εδώ και κάμποσα χρόνια. Μαντέψτε γιατί έγινε πρώην…
  • Φαντάζομαι ότι οι αϋπνίες που με ταλαιπωρούν εδώ και αρκετό χρόνο, οφείλονται εν πολλοίς σε αυτή την εμμονή. Ο γιατρός βέβαια δεν συμφώνησε και με συμβούλευσε «πιες κανά μαυράκι μωρέ μαλάκα». Αυτός ήταν ο πρώτος γιατρός που επισκέφτηκα. Μετά για κάποιον ανεξήγητο λόγο μπήκε φυλακή και απευθύνθηκα αλλού.
  • Όλοι εμείς να ξέρετε είμαστε και θανατοφοβικοί. Για να μπω σε νοσοκομείο πρέπει να είμαι ή ετοιμοθάνατος (χτύπα ξύλο-σταυρουδάκι-φτου κακά-φάε τη γλώσσα σου-ξεμάτιασέ με και τέτοια) ή αναίσθητος. Ευτυχώς δεν έχει χρειαστεί ακόμα. Όταν συγγενής μου ήταν πολύ σοβαρά, ήμουν όλη μέρα εκεί, απ’έξω, κάνοντας τσιγάρα σαν να έρχεται το τέλος του κόσμου. Και φυσικά σε κηδείες δεν πηγαίνω για κανέναν λόγο. Το θέμα αυτό προτιμώ να μην το σκέφτομαι. Κάθε φορά που έρχεται στο μυαλό μου το γεγονός πως όλοι (όλοι;) θα πεθάνουμε κάποια στιγμή ένας παράξενος κόμπος στέκεται στο λαιμό μου και συνήθως ακούω μια απόκοσμη φωνή που λέει: «Τικ τακ! Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε από τη στιγμή που γεννήθηκες...».

Όλα καλά.

Ε;

Όλα καλά;