Με τον Νίκο Καζαντζάκη γνωριστήκαμε ένα πρωινό πριν από μερικούς μήνες μέσα σε ένα βαγόνι του μετρό. Σε ένα από τα πρώτα μου ενδοαστικά ταξίδια για να πάω από το Αιγάλεω (όπου βρίσκεται το σπίτι μου) προς τον Παράδεισο Αμαρουσίου (όπου στεγάζεται το Provocateur). Ήρθε, που λέτε, κι έκατσε απέναντί μου. Μου χαμογέλασε, συστηθήκαμε και “δέσαμε” από την πρώτη στιγμή.
Οι μέρες περνούσαν, το ίδιο και οι εβδομάδες και οι μήνες. Κάθε πρωί, το ίδιο βιολί. Ο Νίκος δεν έβαζε γλώσσα μέσα του, αλλά μόνο πολυλογά δεν θα τον έλεγα. Μαέστρος της γλώσσας καθώς ήταν και λεξιπλάστης, μιλούσε ακατάπαυστα και εξιστορούσε γεγονότα που ακόμη και στην άλλη άκρη του κόσμου να πήγαινε ο συρμός, και πάλι δεν θα μου έφτανε ο χρόνος για να τον χορτάσω.
Στην παρέα μας, άρχισαν σιγά-σιγά να προστίθενται μερικές περίεργες μεν αξιοσέβαστες δε φιγούρες, που συντρόφευαν εμένα και τον Νίκο κάθε πρωί στο “ταξίδι” προς την Δουκίσσης Πλακεντίας. Αρχικά, λοιπόν, ήρθε κι έκατσε στη γωνιά μας στο βαγόνι ένας μεσήλικας μα αειθαλώς νέος, ένας ντόμπρος και γλεντζές που μας συστήθηκε περήφανα και φωναχτά: “Με λένε Αλέξη Ζορμπά!”. Ωραίος τύπος! Δεν βαριέται να εξιστορεί, δεν βαριέσαι να τον ακούς.
Μερικές εβδομάδες, αργότερα ήρθε και μπαστακώθηκε δίπλα μας, αμίλητος και στριφνός, ένας αυστηρός Κρητίκαρος, του οποίου να φανταστείτε τη φωνή ακόμη δεν έχουμε ακούσει. “Αυτός είναι ο καπετάν Μιχάλης”, μου ψιθύρισε στο αυτί ο Νίκος, βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο περιεργαζόμουν από την αντανάκλαση του παραθύρου (και πώς να τον κοιτάξω κατάματα;) τον Μεγαλοκαστριώτη αυτόν με το μαύρο του το σαρίκι και το στριφτό του το μουστάκι. Την ίδια στιγμή, ο μαυροφορεμένος κρητικός κοίταζε με περιφρόνηση τους νεοέλληνες που βιάζονταν να ανέβουν τις κυλιόμενες στο σταθμό του Συντάγματος. Αργότερα έμαθα ότι ο καπετάν Μιχάλης είναι ο πατέρας του ίδιου του Νίκου.
Μου το είπε ένας νέος, σεμνός και πολύ μαζεμένος ο οποίος εδώ και μερικές ημέρες είχε προστεθεί κι αυτός με τη σειρά του στο ετερόκλητο παρεάκι μας. Τον λέγανε Μανωλιό. Χρυσή καρδιά, παιδί μάλαμα, χρησιμοποιούσε το μετρό για να πάει, όπως μου έλεγε, στα Μεσόγεια. “Έχω τα πρόβατά μου εκεί”, με άφησε άφωνο ένα πρωί. “Είδες τη κάνει η κρίση;” σκέφτηκα. Λιγομίλητος καθώς ήταν ο Μανωλιός, διάβαζε κάθε μέρα το Ευαγγέλιο και το πρόσωπο του έλαμπε.
Το ίδιο έλαμπε και το πρόσωπο ενός άλλου, αλλόκοσμου νέου που καθόταν πάντα -μα πάντα- δίπλα από τον Μανωλιό. Δεν μας είχε συστηθεί ποτέ, μιλούσε όμως συνεχώς με σκυμμένο το κεφάλι και ψέλλιζε όμορφα πράγματα (και πάντοτε με αλληγορικό τρόπο) για την Αγάπη και την Αλληλεγγύη. Περίεργος ο νέος αυτός…
Όχι, όμως περισσότερο περίεργος από τον Φραγκίσκο. Ρακένδυτος και καταματωμένος, ερχόταν λέει από την Ασίζη της Ιταλίας για να γνωρίσει τα μέρη μας και να κηρύξει την πίστη του στην Αγία Φτώχεια. Αιρετικός ή όχι, μέχρι σήμερα δεν έχω καταφέρει να τον ψυχολογήσω τον συγκεκριμένο τύπο…
Την τετράδα των καθισμάτων την οποία καταλάμβαναν κάθε πρωί ο Μανολιός, ο Φραγκίσκος και ο νέος με το ευγενές βλέμμα και το καθησυχαστικό χαμόγελο, συμπλήρωνε ένας σεβάσμιος και κοτσωνάτος ιερέας, ο παπα-Γιάνναρος. Ένας πραγματικός λεβέντης! Την “αγία τετράδα”, όπως περιπαιχτικά καμιά φορά τους αποκαλούσε ο Νίκος, την κοιτούσα και την καμάρωνα κάθε μα κάθε πρωί. Χαμογελαστοί, γαλήνιοι κι ευτυχισμένοι, συζητούσαν χωρίς σταματημό και χωρίς να παίρνουν ανάσα. Λες κι ο δικός τους ο θεός, τους είχε απαλλάξει από τα μικρά και τα μεγάλα βάσανα που βάραιναν όλους εμάς τους υπόλοιπους επιβάτες με το σκυφτό κεφάλι και το άδειο μας βλέμμα.
Τον Νίκο Καζαντζάκη και τους ήρωες των έργων του, τους γνώρισα (και συνεχίζω να τους γνωρίζω) στα 31 μου. Σε μια ηλικία, δηλαδή, που αποφάσισα να γεμίσω το χρόνο μου στη διαδρομή προς και από τη δουλειά, διαβάζοντας το έργο του. Τον γνώρισα στα 31, το λέω και ντρέπομαι. Ντρέπομαι για μένα που δεν του έδωσα την σημασία που του έπρεπε νωρίτερα (κι ας μην ενδείκνυνται ως εύπεπτα τα καζαντζακικά νοήματα στην ηλικία των πανωκεφαλιασμένων 15 και των άγουρων 20). Ντρέπομαι για τα σχολειά μου, που εκτός από μισαναφορές, καμία βαρύτητα δεν έδωσαν στο έργο του πλέον πολυδιαβασμένου και πολυμεταφρασμένου Έλληνα συγγραφέα των νεότερων χρόνων. Και κυρίως ντρέπομαι για το θεσμό εκείνον που υποτίθεται ότι πλημμυρίζει τις ψυχές των ανθρώπων με τα απλά, γεμάτα αγάπη και πανανθρώπινα δόγματα. Για το θεσμό της εκκλησίας που με τόση λύσσα ρίχτηκε κάποτε επάνω σε έναν άνθρωπο που πιο θρήσκο και πιο Άνθρωπο δεν έχω γνωρίσει (όσο καλά μπορεί να γνωρίσει κανείς έναν συντοπίτη του μέσα σε ένα βαγόνι τρένου).
Αφού ξοδεύτηκε στο να σηκώσει τον κόσμο μας μερικά χιλιοστά ψηλότερα, μερικά χιλιοστά πιο κοντά στο θείο, ο Νίκος ο Καζαντζάκης από το Μεγάλο Κάστρο έφυγε μια μέρα σαν σήμερα το 1957.