“Όταν με καλεί η Ελλάδα, εγώ είμαι πάντα εκεί!”, ακούγεται από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής η φωνή ενός ανθρώπου που εδώ και τριάντα χρόνια αγωνίζεται να διατηρήσει άσβεστη τη φλόγα της ελληνικής γλώσσας στην άλλη άκρη της γης. Στην αμερικανική ήπειρο κι ακόμη παραπέρα.

Ο Σαμ Τσέκουας με καταγωγή από τη Νιγηρία, ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980, αποφασισμένος να μάθει ελληνικά και ολοκληρώνοντας τις σπουδές Οδοντιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πήρε πάλι το δρόμο της επιστροφής για την Αμερική. Εκεί από όπου ξεκίνησε το ταξίδι του στη χώρα που τον μέθυσε με τον πολιτισμό και την ιστορία της, όταν έπεσε στα χέρια του μια αγγλική έκδοση της “Αντιγόνης” του Σοφοκλή και από τότε όλα πήραν το δρόμο τους.

“Όσο αναπνέω θα προβάλλω την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα”, δηλώνει κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας και μου γεννιέται η απορία τι ήταν αυτό που τον έκανε να αγαπήσει τόσο πολύ την Ελλάδα.

Μου απαντάει χωρίς δεύτερη σκέψη. Άμεσα και αποφασιστικά αντιστρέφοντας την ερώτησή μου.

Η ερώτηση θα έπρεπε να είναι, τι είναι εκείνο που δεν κάνει όλους να αγαπάνε την Ελλάδα;

Η Ελλάδα είναι το φως για εμένα και είναι αναγνωρισμένη διεθνώς ως το φως μπροστά στο οποίο κανείς δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος. Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα πλανάται σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου και σε όλα τα αντικείμενα της επιστήμης. Ωστόσο, με στενοχωρεί το ότι η Ελλάδα κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της και δεν προσπαθεί αρκετά να μεταδώσει παντού την αξία του πολιτισμού της.

Επιτρέπεται η Ελλάδα να μην έχει το καλύτερο πανεπιστήμιο της Φιλοσοφικής; Πού αλλού θα συναντήσεις τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, το Σωκράτη και τον Αριστοτέλη; Γιατί να μην έχει η Ελλάδα το καλύτερο πανεπιστήμιο στον κόσμο, όπου διδάσκεται το Θέατρο; Πού αλλού θα συναντήσεις την Επίδαυρο;

…διερωτάται και περιμένει απάντηση από εμένα που ως Ελληνίδα, όπως χαρακτηριστικά λέει, “στάθηκα τυχερή να κληρονομήσω αυτή τη σπουδαία προίκα σε αντίθεση με εκείνον που χρειάστηκε να ξεκινήσει από την αρχή και να μοχθήσει διπλά για να μάθει ελληνικά και να γνωρίσει αυτόν τον σπουδαίο πολιτισμό”.

Και έχει δίκιο. Αλήθεια, κατά πόσο είμαστε συνειδητοποιημένοι σχετικά με την αξία της βαρυσήμαντης αυτής κληρονομιάς μας; Την εκτιμούμε αρκετά ή μέσα στον καταιγισμό των γεγονότων της καθημερινότητας έχουμε την τάση να την ξεχνάμε ή πολλές φορές να μην της δίνουμε καν σημασία;

“Ως ένα σημείο, ναι, αλλά γενικότερα, κάθε φορά που έχω την τύχη να επισκέπτομαι την Ελλάδα, δεν βλέπω ο Έλληνας να αισθάνεται τη βαθύτερη έννοια του τι σημαίνει πραγματικά να είναι κανείς κληρονόμος ενός τεράστιου πολιτισμού που πρέπει να αγωνίζεται καθημερινά για να τον διατηρήσει. Δεν αρκεί μόνο να κληρονομείς και να δημιουργείς, αλλά πρέπει να επιμένεις και να διαδίδεις παντού αυτή την αξία.

Λέω και στους μαθητές μου στο Πανεπιστήμιο, ότι “το χρυσάφι και το διαμάντι που φορά κανείς, αν δεν χτυπήσει κανείς τη γη και αν δεν κουραστεί, δεν το βγάζει”. Δεν αρκεί να είσαι όμορφος αλλά πρέπει να επιμένεις στην ομορφιά για να την αναγνωρίσουν κάποια στιγμή όλοι. Ισχύει δηλαδή αυτό που είπε ο Μέγας Αλέξανδρος: “Ό,τι δεν γιορτάζεται, αποξενώνεται και πεθαίνει”.

Και τι συμβαίνει με την ελληνική γλώσσα;

Μια γλώσσα πλούσια, όπως η ελληνική δεν πρέπει να διαστρεβλώνεται. Όταν την απλοποιείς, χάνει την αξία της και όλα όσα τη συνδέουν με την έννοια που κάθε λέξη φέρει εντός της. Αυτός είναι ένας αγώνας που πρέπει να κάνουνε οι εκπαιδευτικοί και οι διανοούμενοι στην Ελλάδα. Αξίζει να το κάνουνε!, λέει και η ζέση του είναι τόσο έντονη που διαπερνάει την τηλεφωνική γραμμή εκμηδενίζοντας τη χιλιομετρική απόσταση που μας χωρίζει από τη Νέα Υόρκη έως την Αθήνα και συνεχίζει λέγοντας:

Κάθε Ελληνόπουλο είναι ένας πρεσβευτής της γλώσσας του. Αν πάψεις να είσαι πρεσβευτής του Ελληνισμού, παύεις για εμένα να είσαι Έλληνας.

Λίγο καιρό αφότου εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αμερική, άνοιξε το μοναδικό ελληνικό βιβλιοπωλείο στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Υόρκης και συγκεκριμένα εκεί όπου “ο αέρας μυρίζει Ελλάδα”, στην Αστόρια, στον αριθμό 33-18 της οδού Μπρόντγουεϊ ενώ λίγο αργότερα, το 1992, ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο “Seaburn”, που ως σήμερα έχει εκδώσει 120 περίπου ελληνικούς τίτλους.

Άνοιξα το βιβλιοπωλείο έχοντας στο μυαλό μου την εικόνα από το βιβλιοπωλείο του Μπαρμπουνάκη στη Θεσσαλονίκη, όπου έβρισκα πολλές φορές καταφύγιο κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων. Ήταν ένα μικρό βιβλιοπωλείο και ήταν τόσα πολλά τα βιβλία, που μπαίνοντας μέσα, σε τύλιγε αμέσως η αύρα τους μεταφέροντάς σε στην περίοδο δράσης όλων εκείνων των ανθρώπων των γραμμάτων για τους οποίους έτρεφα μεγάλο σεβασμό από μικρό παιδί. Θέλοντας λοιπόν να μεταφέρω την εικόνα αυτή σε οποιαδήποτε γειτονιά, όπου θα ζούσα, προέκυψε το άνοιγμα του βιβλιοπωλείου μου που το έχουν αγκαλιάσει πολλοί και με συγκινεί ιδιαίτερα”.

 

 

Ακούγοντάς τον να αφηγείται την πορεία του βιβλιοπωλείου που αποτελεί προέκταση της μεγάλης αγάπης του για την Ελλάδα, τον ρωτάω ποια είναι τα αγαπημένα του ελληνικά βιβλία.

“Ένα από τα αγαπημένα μου είναι το “Χορεύοντας στη σιωπή”, του Γιώργου Πολυράκη. Φανταστικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2008 και μέχρι σήμερα με μεγάλη πικρία ανακοινώνω ότι δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα αγγλικά. Ενώ ο Έλληνας εκδότης με το που κυκλοφορεί το “Da Vinci Code”, μέσα σε 2-3 μήνες το έχει μεταφρασμένο στα ελληνικά, δυστυχώς δεν γίνεται με τον ίδιο ζήλο και το αντίστροφο. Στο μέλλον θέλω να ιδρύσω έναν οργανισμό για χρηματοδότηση μεταφράσεων όπου θα γίνεται αμέσως η μετάφραση ελληνικών βιβλίων χωρίς να περιμένουμε μόνο από το κράτος να δράσει.

Θα πρέπει και εμείς ως λαοί να κάνουμε την προσπάθειά μας. Οι θεοί έδωσαν στους Έλληνες αυτά τα πολύτιμα δώρα που τους έδωσαν και για να τα διατηρήσουν, πρέπει να βοηθήσουμε όλοι μας. Και έτσι μπορούμε να φέρουμε και συνάλλαγμα πίσω στην Ελλάδα μέσα από μεμονωμένες δράσεις και μέσα από την Παιδεία, με την προϋπόθεση ότι θα την αγκαλιάσουμε, θα επενδύσουμε σε αυτήν και θα αλλάξουμε σταδιακά το σύστημα της εκπαίδευσης.

Ένας άνθρωπος απόλυτα αφοσιωμένος στο σκοπό του: το να μεταφερθεί παντού το ερέθισμα για την τεράστια σημασία της ελληνικής γλώσσας. Να μάθουν όλοι για τον πλούτο που υπάρχει εντός της, για την αξία του να κρατάμε ζωντανό το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Και να την αγαπήσουν. Όλος ο κόσμος και κυρίως οι Έλληνες που χρειάζεται να μάθουν να την εκτιμούν.

Ο χρόνος του Σαμ Τσέκουας μοιράζεται μεταξύ των μαθημάτων δωρεάν εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας μέσα από ένα πρόγραμμα στο διαδίκτυο που πρόκειται να εφαρμοστεί άμεσα (“Μάνατζμεντ-ένα συν ένα: Η Ελλάδα απέναντι από τον κόσμο”), σεμινάρια, διαλέξεις, ομιλίες σε όλο τον κόσμο, συγγραφή βιβλίων για την Ελλάδα ανάμεσα στα οποία και εκείνο με τον τίτλο: “Το θαύμα να νιώθεις Έλληνας” και παράλληλα το σχολείο που έχει ιδρύσει στην πατρίδα του, τη Νιγηρία, όπου διδάσκεται ήδη η ελληνική γλώσσα από το Σεπτέμβριο.

Θέλω να δώσω σε κάθε παιδί στη γη το ερέθισμα να αγαπήσει την ελληνική γλώσσα γιατί είναι η γλώσσα του μέλλοντος και η γλώσσα του πολιτισμού.

Έτσι, λοιπόν ξεκίνησε σιγά-σιγά η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας μία ώρα κάθε εβδομάδα από την εκμάθηση του αλφαβηταρίου με τον στόχο να μάθουν τουλάχιστον εκατό λέξεις για αρχή σαν μια πρώτη επαφή μαζί της. Αν δείτε τι γίνεται με τα παιδιά εκεί και το πόση όρεξη έχουν να μάθουν τα ελληνικά, θα τρελαθείτε! Όχι μόνο τα παιδιά, αλλά και οι γονείς τους είναι ενθουσιασμένοι που τα παιδιά τους μαθαίνουν ελληνικά και το λένε παντού. Στο μυαλό τους θεωρούν τα ελληνικά κάτι πολύ υψηλό και ότι είναι κάτι το οποίο τους καθιστά αυτομάτως μορφωμένους. Αυτό το διάστημα μάλιστα κάνω μια προσπάθεια με ένα παγκόσμιο κίνημα, όπου ο σκοπός μου είναι μέχρι το 2020 να έχουν μπει τα ελληνικά και να διδάσκονται και επίσημα σε 10.000 αίθουσες σε παγκόσμιο επίπεδο”.

Και ποια είναι η άποψή του για τους νέους που αναγκάζονται να φύγουν από την Ελλάδα για να εργαστούν στο εξωτερικό;

Ραγίζει η καρδιά μου να βλέπω τόσους νέους να κάθονται και να σπαταλιούνται στην Ελλάδα. Με πονάει ειλικρινά αυτό το πράγμα. Αν θες να ξεκινήσεις κάτι καινούριο στην Αμερική, σου λένε: “Γιατί όχι;”, ενώ στην Ελλάδα σε ρωτάνε: “Γιατί θες να το κάνεις;”. Και έτσι οι νέοι σήμερα φεύγουν από την Ελλάδα. Δεν έχω συναντήσει έναν νέο στην Ελλάδα που να μη θέλει να φύγει. Ενώ εγώ έρχομαι για να μείνω στην Ελλάδα και να αναπτυχθώ, ο νέος θέλει να φύγει για να δημιουργήσει. Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ολόκληρο πανεπιστήμιο για όλο τον κόσμο. Όλοι να παίρνουμε ένα εισιτήριο για να πάμε να σπουδάσουμε στην Ελλάδα. Για την Ελλάδα αξίζει να προσπαθεί κανείς! Αξίζει, ειλικρινά αξίζει και θα το πιστεύω μέχρι την τελευταία μου πνοή”, υπογραμμίζει τα όσα βγαίνουν από την ψυχή του και χωρίς να τον κοιτάζω στα μάτια, γνωρίζω ότι λέει αλήθεια και ότι τα πιστεύει πραγματικά.

Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω ανανεώνοντας τη συνάντησή μας και από κοντά πλέον, όταν επισκεφθεί ξανά την Ελλάδα, στις αρχές Νοεμβρίου για να παραστεί στα πλαίσια εκδηλώσεων όπου θα μιλήσει για τη μεγάλη του αγάπη -την Ελλάδα- του κάνω μια τελευταία ερώτηση.

Με όλα όσα επικρατούν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, σε όλους τους τομείς, είναι τελικά όντως “θαύμα να είναι κανείς Έλληνας”;

Και η απάντηση που μου δίνει, θα με ακολουθεί όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Εκείνο που έχει δημιουργήσει η Ελλάδα δεν πρόκειται ούτε σε 10.000 χρόνια να αφαιρεθεί από αυτήν. Άρα ο Έλληνας πρέπει πάντοτε να νιώθει υπερήφανος για την κληρονομιά του. Η Ελλάδα αξίζει την αγάπη και το σεβασμό μας! Είναι η χώρα που ανοίγει την αγκαλιά της και σου λέει “έλα να δημιουργήσουμε όλοι μαζί”! Με λίγα λόγια, είναι η μόνη λύση που έχει πλέον η ανθρωπότητα!”