18 Αυγούστου του 1936. Ημέρα, κατά την οποία εκτελέστηκε από τους εθνικιστές του Φράνκο ο σπουδαίος Ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ήταν 38 ετών και η χώρα του βίωνε τις πρώτες μέρες του Εμφυλίου Πολέμου, που διήρκεσε έως το 1939.

Γεννημένος στο Φουέντε Βακέρος, το 1898, γιος ενός αγρότη και μιας δασκάλα πιάνου, φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών στη Γρανάδα και μετά από πιέσεις του πατέρα του, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γρανάδα, την οποία όμως εγκατέλειψε σύντομα, για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη ζωγραφική.

Το 1919, εγκαταστάθηκε στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, που τότε λειτουργούσε ως ανοιχτό πανεπιστήμιο και ευρύτερο πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί συνάντησε τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφόρησαν το 1921, με τίτλο “Βιβλίο Ποιημάτων”. Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο “Εντυπώσεις & Τοπία περιδιαβαίνοντας την Καστίλη”.

Το 1922, συνεργάστηκε με τον συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευε πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων.

Δημιούργημα του, εκείνη την εποχή, ήταν το “Ποίημα Του Κάντε Χόντο”, λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας, που τραγουδιέται από τσιγγάνους με συνοδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκίνησε να γράφει το “Ρομανθέρο Χιτάνο”, έργο που ολοκλήρωσε τελικά το 1927, σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας από τις αρχαιότερες μορφές ισπανικής ποίησης.

Την ίδια περίοδο συνέθεσε και την “Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί”, ενώ παράλληλα έγραψε το θεατρικό έργο “Μαριάνα Πινέδα”, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί, σημειώνοντας αρκετά σημαντική επιτυχία.

Τα έτη 1929-1930, αναζήτησε νέες πηγές έμπνευσης και ταξίδεψε στις ΗΠΑ και στην Κούβα. Οι εμπειρίες του στις Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποιήθηκαν στο ποίημα “Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη”. Επέστρεψε στην Ισπανία το 1931 και συνέθεσε το “Ντιβάνι Της Ταμαρίτ”, ενώ παράλληλα δούλεψε και πάνω σε έργα για το κουκλοθέατρο.

Εκεί έδειξε ξεκάθαρα πως επέλεγε ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε τις κορυφαίες του δημιουργίες: “Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα”, “Ματωμένος Γάμος”, “Γέρμα”, και “Θρήνος Για Τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας”.

Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, οργάνωσε μία θεατρική ομάδα υπό την ονομασία “La Barroca”, η οποία με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε παραστάσεις κλασικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Συνέταξε μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού και ξεκίνησε να γράφει μια σειρά θεατρικών σκηνών με μορφή επιθεώρησης, ωστόσο τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος.

Ο τάφος του Λόρκα δεν βρέθηκε ποτέ και αποτελεί ένα μυστήριο μέχρι σήμερα. Πολλοί ερευνητές υποθέτουν ότι πρέπει να είναι θαμμένος στον τόπο της εκτέλεσής του στα περίχωρα της Γρανάδας. Στα τέλη του 2008 ο γνωστός Ισπανός δικαστής, Μπαλτάθαρ Γκαρθόν, άνοιξε το φάκελο Λόρκα και προχώρησε στις αναγκαίες ανακριτικές πράξεις για τη διαλεύκανση της δολοφονίας του.

Kατά καιρούς έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες για τα κίνητρα που όπλισαν το χέρι των εκτελεστών του. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο Λόρκα δολοφονήθηκε από φαλαγγίτες του Φράνκο, που δεν του συγχώρησαν τη συμπόρευσή του με το κυβερνόν Λαϊκό Μέτωπο.

Στον αντίποδα, έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι τα κίνητρα της εκτέλεσής του μπορεί να μην ήταν αμιγώς πολιτικά λαμβάνοντας υπόψη ότι η δεδηλωμένη ομοφυλοφιλία του είχε ενοχλήσει πολλούς στη συντηρητική Ανδαλουσία και περισσότερο κάποιους συγγενείς του, που επιζητούσαν έναν τρόπο να ξεπλύνουν το οικογενειακό όνειδος.

“Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν ειμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσεικαι στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο”

*Απόσπασμα από το ποίημα “Σονέτο του γλυκού παραπόνου”