Ημέρα γενεθλίων σήμερα για τον Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ Τζούνιορ, γνωστότερος ως Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ηθοποιός, σκηνοθέτης αλλά και ακτιβιστής. Κάτοχος δύο βραβείων Όσκαρ, ένα για τη σκηνοθεσία της ταινίας “Συνηθισμένοι Άνθρωποι”, το 1980 και το δεύτερο, το 2002, για τη συνολική του προσφορά στο χώρο του κινηματογράφου.
Γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, το 1936, γιος ενός γαλατά και στη συνέχεια, λογιστή και μιας γυναίκας απλής, που εξασκούσε το επάγγελμα της νοικοκυράς. Η καταγωγή των προγόνων του είναι βρετανική και ιρλανδική, κάτι που εξηγεί, τα πυρόξανθα μαλλιά του, τα οποία είναι και το σήμα κατατεθέν στην εμφάνισή του σε συνδυασμό με την αξεπέραστη γοητεία που εκπέμπει.
Ανέκαθεν συνεπαρμένος από την τέχνη της υποκριτικής, έδειξε από την παιδική του ηλικία την αγάπη του για τον κινηματογράφο σταματώντας-όπως αναφέρουν πληροφορίες του περιβάλλοντός του-έξω από τα στούντιο της “Fox”, κάθε μέρα που επέστρεφε από το σχολείο του, στο σπίτι.
Ατίθασος και επιρρεπής σε πράξεις που δήλωναν την επαναστατική ορμή που διακρίνει τους εφήβους, συνήθιζε να κάνει μικροκλοπές, ενώ κατανάλωνε και μεγάλες ποσότητες αλκοόλ με αποτέλεσμα να μην κατορθώσει να εξασφαλίσει κάποια υποτροφία έτσι ώστε να μπορέσει να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο.
Παρ’όλα αυτά, όμως, μόλις αποφοίτησε από το σχολείο, κέρδισε, τελικά, υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, χάρις στην ικανότητά του στον αθλητισμό και κυρίως στο μπέιζμπωλ, όπου σημείωνε εξαιρετικές επιδόσεις. Παράλληλα εργαζόταν ως σερβιτόρος και μετέπειτα ξεκίνησε να δουλεύει στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνια, ώστε να μαζέψει χρήματα, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει το όνειρό του για ένα ταξίδι στην Ευρώπη.
Κάποια χρόνια αργότερα, μετά από παρότρυνση ενός φίλου του, πήγε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης, όπου στην ακρόασή του, κατάφερε να εκπλήξει τους κριτές, οι οποίοι ανέφεραν χαρακτηριστικά πως: “διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα”.
Η επαφή του αυτή με την υποκριτική τον κέρδισε κάνοντάς τον να ασχοληθεί σοβαρά με το αντικείμενο διαγράφοντας κατόπιν τη λαμπερή πορεία με την ξεχωριστή του υπογραφή στο χώρο που λάτρεψε από μικρό παιδί.
Διαβάστε παρακάτω μερικές από τις κατά καιρούς δηλώσεις του, που σκιαγραφούν τις σημαντικότερες πτυχές του χαρακτήρα του:
- “Σαν σκηνοθέτης δεν θα με συμπαθούσα ως ηθοποιό και σαν ηθοποιός δεν θα με συμπαθούσα ως σκηνοθέτη”.
- “Δεν μου αρέσει να δουλεύω πολύ και γενικά δεν σέβομαι αυτό το επάγγελμα”.
- “Είναι σκληρό, πολύ σκληρό να ξέρω ότι ο κόσμος βλέπει μια ταινία για να δει εμένα σε έναν ρόλο και όχι έναν ρόλο σε μένα”.
- “Εχω ιρλανδικό και σκωτσέζικο αίμα και έμαθα από μικρός να μη ζητάω τη βοήθεια κανενός, να μην παραπονούμαι ποτέ, να είμαι δυνατός μπροστά σε οποιαδήποτε δυσκολία. Αυτό ακριβώς ήταν που μου ενστάλλαξαν από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Η λέξη “αξιοπρέπεια” ήταν πολύ σημαντική στην οικογένειά μου, την χρησιμοποιούσαν συνέχεια όταν ήμουν παιδί. “Κράτησες την αξιοπρέπειά σου;”, ήταν η μόνιμη ερώτηση. Όταν με έδερνε κάποιος δάσκαλος στο σχολείο, οι γονείς μου δεν με ρωτούσαν “πόνεσες;”, αλλά “ήσουν αξιοπρεπής;”. Αυτή η λέξη σήμαινε να κρατάς την ψυχραιμία σου όταν βρισκόσουν υπό πίεση. Έπρεπε πάνω από όλα να διατηρείς ένα είδος αυτοσυγκράτησης όταν όλα διαλύονταν γύρω σου. Και νομίζω πως μου έκανε καλό. Αξιοπρέπεια: πάνω σε αυτήν τη λέξη βασίστηκε η ανατροφή μου και σήμερα δεν υπάρχει στον κόσμο. Και είναι λυπηρό…”
- “Θυμάμαι που τσακωνόμουν με τον Τζακ Κλέυτον (τον σκηνοθέτη του “Μεγάλου Γκάτσμπι”) για τα μαλλιά μου. Ήθελε να τα βάψω. Έλεγε: “Ο Γκάτσμπι πρέπει να είναι μελαχρινός” και εγώ του εξηγούσα: “Αυτή η ταινία δεν έχει να κάνει με το χρώμα των μαλλιών μου, έχει να κάνει με την ανασφάλεια αυτού του ανθρώπου, με τον τρόπο που μιλάει και κινείται, που χαιρετάει τους άλλους, με τον τρόπο που λέει “παλιόγερε!” και οι λέξεις αυτές δεν βγαίνουν με φυσικότητα από το στόμα του”. Και το στούντιο επέμενε: “Πρέπει να τα βάψεις μαύρα”. Τους ρώτησα: “Έχετε διαβάσει το βιβλίο; Βρείτε μου σε ποιό σημείο του γράφει τι χρώμα μαλλιά είχε ο Γκάτσμπι. Πουθενά δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο”. Ποτέ δεν είπε ο Φιτζέραλντ ότι ο Γκάτσμπι δεν ήταν ωραίος. Βέβαια ούτε οι αρμόδιοι του στούντιο, ούτε οι κριτικοί κάθισαν ποτέ να διαβάσουν το βιβλίο”.
- “Σιχαίνομαι να υπακούω σε έναν σκηνοθέτη. Γενικά ποτέ δεν μου άρεσε να μου λένε τι να κάνω, δεν ήμουν καλός σε αυτό”.