Αν εξαιρέσουμε τους απανταχού νεοναζί, τους βουδιστές μοναχούς, τον Τέλι Σαβάλας και τον Γκουσκούνη, το κούρεμα με την ψιλή δεν υπήρξε ποτέ στα φόρτε της παγκόσμιας μόδας. Εκτός από την αισθητική πλευρά του όλου ζητήματος, το εν λόγω κούρεμα ανέκαθεν παρέπεμπε σε μια ένδειξη υποταγής και ψυχικού καταναγκασμού, η οποία αποσκοπούσε στην δίχως όρους ένταξη και συμμετοχή ενός ατόμου στο πλαίσιο μια ευρύτερης ομάδας ή σε ένα τόπο με συγκεκριμένη σημειολογία (βλέπε στρατός, φυλακή). Αντίθετα, τα πλέον ανήσυχα μυαλά και πνεύματα, ανέκαθεν προτιμούσαν την άναρχη, μακριά κόμη.
Μαζί τους κι εγώ. Μαλλούρα μέχρι τη μέση από το λύκειο μέχρι το 4ο έτος στο πανεπιστήμιο. Μέχρι που μια μέρα παρατήρησα στο καθρέφτη του μπάνιου τους κροτάφους μου που ξεγυμνώνονται. Αφού άφησα μερικά δάκρυα να κυλήσουν στο μάγουλό μου προς τιμήν της νιότης που χάνεται, αποφάσισα να «σώσω» το μαλλί μου ξυρίζοντάς το με την ψιλή. «Με αυτόν τον τρόπο δυναμώνουν», είχα ακούσει να λέει κάποιος, κάπου, κάποτε… Έμπαινα και φαντάρος τότε, ταμάμ, παρ’ τον γλόμπος ο Ντινάκος!
Και όχι, δεν ήταν κάτι που συνηθίζονταν στο στρατό εν έτει 2007. Αλλά στις ειδικές δυνάμεις που υπηρέτησα και στις οποίες κυριαρχεί το δίπτυχο «αντρίλα-βαρβατίλα», το γουλί μαλλί ήταν ευρέως διαδεδομένο. Αλλού ήταν κομμένα αυτά. Όχι τα μαλλιά. Τα μυαλά… Από το 1982 κιόλας, που έπαψε το συγκεκριμένο κούρεμα να θεωρείται υποχρεωτικό.
Μέχρι τότε, οι νεοσύλλεκτοι στον ελληνικό στρατό κουρεύονταν με την ψιλή, μια ονομασία που προέρχεται από το ξύρισμα του κεφαλιού με τη νούμερο 1 σκάλα ή ακόμη και χωρίς τις λεγόμενες προστατευτικές σκάλες οι οποίες χρησιμοποιούνται για να κανονίσουν το μήκος της κοπής. Η επίσημη δικαιολογία που χρησιμοποιούσαν οι στρατοκράτες ήταν πως ο συγκεκριμένος τρόπος κουρέματος ήταν αναπόφευκτος για λόγους υγιεινής και συγκεκριμένα για να μην κολλάνε ψείρες οι φαντάροι. Ωστόσο, κάτι τέτοιο απείχε από την πραγματικότητα (αν τρως κανά σάντουιτς, άστο λίγο στην άκρη…). Ναι μεν το κούρεμα με την ψιλή απομακρύνει τις ψείρες και τις κόνιδες, όχι όμως και τα αυγά, τα οποία είναι προσκολλημένα στις τρίχες κοντά στο δέρμα.
Μπορεί, λοιπόν, το υποχρεωτικό αυτό μέτρο να έλαβε τέλος σαν σήμερα το 1982, χρονιά από την οποία οι οπλίτες μπορούσαν να διατηρούν μαλλί μήκους μέχρι και 4 πόντους, ωστόσο τα χρόνια που ακολούθησαν δεν ήταν λίγες οι φορές που πολλοί νεοσύλλεκτοι ξυρίζονταν γουλί από ανωτέρους ή από παλαιότερες «σειρές» ως μέσο ταπείνωσης και καψωνιού. Επίσης, οι οπλίτες κουρεύονταν αναγκαστικά σύρριζα στις περιπτώσεις που τιμωρούνταν με αυστηρά φυλάκιση ή και εγκλεισμό σε πειθαρχείο.
Και να ‘ταν μόνο ο στρατός…
Το μέτρο, πάντως, του κουρέματος σύρριζα δεν εφαρμόζονταν αποκλειστικά και μόνο μέσα στις κατά τόπους μονάδες. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ακόμα, χρησιμοποιούνταν ως μέσο διαπόμπευσης και εξευτελισμού ενάντια στους μάγκες και τους κουτσαβάκηδες, έπειτα από εντολή του διευθυντή της αστυνομίας Μπαϊρακτάρη (1893). Το αυτό συνέβη και με τους δωσίλογους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις γυναίκες που είχαν συνάψει ερωτικές σχέσεις με τους Γερμανούς, τους πολιτικούς κρατούμενους στη Μακρόνησο, αλλά και αργότερα. Είναι χαρακτηριστικό, πως το 1958 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε τον περιβόητο Νόμο 4000, μέσω του οποίου η αστυνομία χρησιμοποίησε το «γλομπάρισμα» ως μέσο καταστολής για τους νεαρούς ταραχοποιούς της εποχής εκείνης, τους λεγόμενους «τεντιμπόηδες», ενώ το ίδιο μέσο χρησιμοποιήθηκε και επί στρατιωτικής δικτατορίας ενάντια στους λεγόμενους χίπηδες.
Με την ψιλή και με τη δικαιολογία πάντα της ατομικής υγιεινής, κουρεύονταν και οι μαθητές δημοτικού και γυμνασίου, από τις αρχές του προηγούμενο αιώνα και μέχρι το 1958. Χρονιά που ο τότε Υπουργός Παιδείας Γεώργιος Βογιατζής υπέγραψε εγκύκλιο, βάσει της οποίας «η εν χρω κουρά των μαθητών στα σχολεία καθίστατο μη υποχρεωτική».