2 Ιουλίου 1939.
Η Αθηνά Κακαβούλη κι ο αξιωματικός στρατού ξηράς, Βασίλειος Παναγούλης γίνονται για δεύτερη φορά γονείς. Έφεραν στον κόσμο τον Αλέξανδρο Παναγούλη. Ένα πνεύμα ελεύθερο και δημοκρατικό. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στην Σχολή Ηλεκτρολόγων-Μηχανολόγων. Η πολιτική δράση των δύο αδελφών του, του Γεωργίου και του Ευσταθίου ήταν μεγάλη. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, βλέποντας τον αγώνα που έδιναν τα αδέλφια του, εντάχθηκε σε νεαρή ηλικία στις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις του τόπου, στην Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Συγκεκριμένα, εντάχθηκε στην οργάνωση της νεολαίας του κόμματος – Οργάνωση Νέων της Ένωσης Κέντρου (Ο.Ν.Ε.Κ.) που μετονομάζεται στη συνέχεια σε Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία (Ε.ΔΗ.Ν.) – για να αναλάβει μετά την μεταπολίτευση την προεδρία της στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης χαρακτηρίστηκε από πολλούς χαρισματικός πολιτικός. Αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις για την επαναφορά της δημοκρατίας και πολέμησε εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Ιδρυτής της οργάνωσης “Εθνική Αντίσταση”, αυτοεξορίστηκε στην Κύπρο για να καταστρώσει το σχέδιο δράσης. Ζητάει βοήθεια από τους πολιτικούς άνδρες του τόπου, και αφού επανήλθε στην Ελλάδα σχεδίασε την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα στις 13 Αυγούστου του 1968, κοντά στη Βάρκιζα.
Το σχέδιό του όμως δεν ολοκληρώθηκε έτσι όπως ήθελε, αποτυγχάνει και συλλαμβάνεται.
“Θυμάμαι σαν να είχα μισοκοιμηθεί ανάμεσα στους βράχους. Από τις κινήσεις των αστυνομικών καταλαβαίνω ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να περάσει. Νάτο. Φαίνεται στο βάθος του δρόμου. Μπροστά είναι οι μοτοσυκλετιστές, αμέσως κατόπιν ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, πίσω το αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Στη μέση το αυτοκίνητο που με ενδιαφέρει. Ενα αυτοκίνητο μαύρο. Χάθηκαν πάλι σε μία στροφή. Σηκώνομαι λίγο για να δω πότε θα περάσει τη στροφή. Χαίρομαι που το χέρι μου, που κρατάει το καλώδιο, δεν τρέμει καθόλου… Τα μάτια μου πάντα καρφωμένα στον δρόμο. Η συνοδεία ξαναφάνηκε. Πλησιάζει. Πλησιάζει πάντοτε πιο πολύ. Το μαύρο αυτοκίνητο μεγαλώνει. Το χέρι μου κάνει την επαφή. Πετιέται ένας μεγάλος σωρός από χώματα και πέτρες. Οι νάρκες έχουν εκραγεί. Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε να σκοτώσω τον τύραννο… Αραγε πέτυχα; Με βασανίζει αυτό το ερώτημα”.
* Η “κρίσιμη στιγμή”, όπως την αφηγήθηκε ο Αλέξανδρος Παναγούλης στον Κώστα Μαρδά.
Η Οριάνα Φαλάτσι, η Ιταλίδα δημοσιογράφος και σύντροφός του, σε συνέντευξή της με τον Παναγούλη μετά την απελευθέρωσή του, ανέφερε: “Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο”.
Ο εφιάλτης ξεκίνησε για εκείνον. Μετά από μερόνυχτα συνεχούς βασανισμού, οδηγείται ημιθανής στο νοσοκομείο και κατόπιν δικάζεται από το Στρατοδικείο στις 3 Νοεμβρίου 1968 και καταδικάζεται δις σε θάνατον, μαζί με άλλα μέλη της Εθνικής Αντίστασης, στις 17 Νοεμβρίου1968. Όλο αυτό το διάστημα έγραφε ποιήματα. Η αυτοκυριαρχία του, η αυτοπειθαρχία του, το πείσμα στο να υπερασπιστεί αυτό που πιστεύει και το χιούμορ που διέθετε λειτουργούν σαν ασπίδες χάρη στις οποίες κατορθώνει να επιβιώσει τον σωματικό και ψυχικό βιασμό. Κατά πολλούς, στις φυλακές του Μπογιατίου γράφει τα καλύτερα του ποιήματα στον τοίχο του κελιού του ή σε μικροσκοπικά παλιόχαρτα, με μελάνι συχνά το ίδιο του το αίμα. Πολλά από τα ποιήματα του δεν διασώθηκαν. Αρκετά όμως από αυτά είτε κατάφερε να τα βγάλει από την φυλακή με διάφορους τρόπους είτε να τα ξαναγράψει αργότερα χάρη στο ισχυρό μνημονικό του.
Μεταφέρεται στην Αίγινα για την εκτέλεση η οποία όμως ματαιώθηκε χάρη στις πιέσεις της διεθνούς κοινότητας και αφού προσπάθησαν να πείσουν τον Παναγούλη να υπογράψει για να του δοθεί χάρη. Στις 25 Νοεμβρίου 1968, ο Παναγούλης μεταφέρθηκε από την Αίγινα στις Στρατιωτικές Φυλακές του Μπογιατίου (Σ.Φ.Μ.), όπου και του επιβλήθηκε η “ποινή του εντοιχισμού” όπως λέει ο ίδιος. Από εκεί δραπετεύει στις 5 Ιουνίου 1969, συλλαμβάνεται όμως εκ νέου και οδηγείται προσωρινά στο στρατόπεδο στου Γουδή, για να μεταφερθεί μετά από έναν μήνα και πάλι στις φυλακές Μπογιατίου. Εκεί, τον περιμένει η απομόνωση σε κελί που το έφτιαξαν ειδικά για τον Παναγούλη και ήταν σαν αντίγραφο τάφου. Επιχειρεί να δραπετεύσει αρκετές φορές ανεπιτυχώς. Γράφει ποιήματα ως διέξοδο. Συνεχίζει να γράφει ακόμα και όταν του κατάσχουν κάθε γραφική ύλη χρησιμοποιώντας για μελάνι το αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού-τάφου του.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης σύμφωνα με ορισμένους αρνείται την πρόταση απονομής χάριτος που του προσέφερε η χούντα. Τον Αύγουστο του 1973 – μετά από τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια φυλάκισης – απελευθερώθηκε βάση της γενικής αμνηστίας που απένειμε το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατούμενους, κατόπιν της αποτυχημένης προσπάθειας του Γεωργίου Παπαδόπουλου να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς του. Αυτοεξορίζεται εκ νέου, αυτήν τη φορά στην Φλωρεντία της Ιταλίας, για να επαναδραστηριοποιηθεί στην αντίσταση, ουσιαστικά όμως συνεχίζει την αντίσταση στην Ελλάδα ερχόμενος κρυφά όπου και οργανώνει ομάδες αντίστασης.
Στη μεταπολίτευση, ο Αλέξανδρος Παναγούλης, εκλέγεται βουλευτής της Β΄ Αθηνών με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (Ε.Κ.-Ν.Δ., σήμερα Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου), στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974.
Σκοτώνεται την Πρωτομαγιά του 1976 σε ηλικία 36 ετών κατόπιν τροχαίου ατυχήματος στην λεωφόρο Βουλιαγμένης (το αυτοκίνητό του πήγε και έπεσε σε υπόγειο κατάστημα επί της λεωφόρου κάθετα στην πορεία), λίγες μέρες πριν την αποκάλυψη των φακέλων σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της Χούντας (Φάκελος ΕΣΑ). Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με τη χούντα. Κατά πολλούς, το τροχαίο ατύχημα είχε στηθεί για να θέσει τον Αλέξανδρο Παναγούλη εκτός μάχης και να εξαφανίσει τις αποδείξεις που είχε υπό την κατοχή του. Δεν έχει παρουσιαστεί ωστόσο μέχρι σήμερα κανένα τεκμήριο για όλες αυτές τις εικασίες.
Η ζωή και το έργο του Αλέξανδρου Παναγούλη, τροφοδότησε τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Συγκεκριμένα, ο Μίκης Θεοδωράκης, μελοποίησε ποιήματα του. Ακόμη, η ποίηση και η ζωή του Α. Παναγούλη έγινε αντικείμενο μελέτης για πολλούς ερευνητές. Σε αυτή την ομάδα εντάσσεται και το έργο Un Uomo (Ένας Άντρας), που εκπονήθηκε από την Ιταλίδα δημοσιογράφο και σύντροφό του Οριάνα Φαλάτσι.