Μια δεκαετία πίσω και μπορεί και ακόμα περισσότερο. Η πρώτη γνωριμία με έναν αιφνίδιο συγγραφέα, άνευ στερεότυπων, με βιβλία κόντρα σε κανόνες γραφής με κατάληξη στην αρμονία. Αύγουστος Κορτώ! Ο αυτοορισμός ξεκινά με το μυθιστορηματικό, λαγνολογοτεχνικό όνομα του! Πλατεία Εξαρχείων, με την γνωστή της μαυροκόκκινη αύρα, ανάμεσα σε τρία πανεπιστήμια και με τις κλούβες να της κλείνουν σύνορο, σα να περνάς στην παρανομία.
Ο Αύγουστος είναι ένα ψηλό πολύ, με μούσια και ανάκατα μαλλιά, αγόρι. Φορεί τζιν, έντονα χρωματιστό πόλο, αθλητικά παπούτσια και δίνει την αίσθηση πως αν τον ρωτήσεις ξαφνικά τι χρώματα έχει πάνω του, δεν θα τα έχει προσέξει ποτέ του. Θα νυχτώσει έξω νωρίς και θα πέσει σκοτάδι, με τον απόηχο των γκλοπς να κροταλίζουν σε ασπίδες, σε άλλη μια σύγκρουση, λίγο πιο πάνω νέων -όχι απαραίτητα στην ηλικία- και ένστολων. Μέσα φωτίζει ο άνθρωπος! Γιατί είναι ευτυχείς και σπανιότατες οι συναντήσεις με άτομα που έχουν πάνω τους πυρακτωμένη, αν και αόρατη, την σφραγίδα της δημιουργίας, της τόλμης για διαφορά και ανίχνευση νέων, έστω και μικρών μονοπατιών στην σκέψη, στην έκφραση, στην τέχνη! Και να που συμβαίνει και ο Αύγουστος ήρθε στην λογοτεχνική πραγματικότητα και στον δημόσιο λόγο!
Φυσικά, ήταν η περίοδος, που και εγώ -και όλοι μας τότε- βομβαρδιζόμουν με κοινοτυπίες και ανοησίες και ανουσιότητες από τηλεπερσόνες και ντίβες της πίστας. Έτσι, εκείνο το απόγευμα μαζί του ήταν σχεδόν μεταφυσική λύτρωση! Λέει -στο τότε είμαστε- για την Θεσσαλονίκη, τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα, το πραγματικό του όνομα, τα βιβλία του. Και λέει και ξαφνικά -δεν ήξερα!- για την αυτοκτονία της μητέρας του! Πόσο φυσικά, το συζητάει, πόσο δεδομένα, πόσο απαλά και τρυφερά, σχεδόν σαν ερωτόλογα, σε εκείνη που του έλειψε νωρίς! Σοκαρισμένη αφήνω παύσεις σαν SOS σε σήματα μορς! Σχεδόν δεν θα ρωτήσω ποτέ μου, τίποτα! Αυτό το καλοκαίρι δημοσιεύει ένα βιβλίο για εκείνη, «Το βιβλίο της Κατερίνας»! Μέσα στις λέξεις ένα ποτάμι από πόνο για όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ ή λέχθηκαν κατά λάθος και κατά πάθος.
Τώρα μιλάω εγώ για όλα όσα δεν ρώτησα. Εκείνο το απόγευμα, στην πλατεία Εξαρχείων, κάτω από ένα γελαστό και κατακόκκινο Μάο, που πίναμε καφέδες και μου το πες τόσο ξαφνικά στην αθώα, στην ανύποπτη εμένα, «όταν αυτοκτόνησε η μάνα μου.» Έγραψες «Το βιβλίο της Κατερίνας» και έκλεισες μέσα σου λογαριασμούς; Τελείωσες με μέρος από τα χρωστούμενα; Σύντομη η απάντηση του, αλλά δεν θα επιμείνω! «Πράγματι, ό,τι υπόλοιπο πένθους είχε απομείνει, κι ό,τι χρέος εξακολουθούσα να αισθάνομαι απέναντι στην Κατερίνα, ξοφλήθηκαν με αυτό το βιβλιαράκι».
Και ο πατέρας; Αναφορές τον έχω ακούσει να κάνεις, αλλά έχει ανοιχτές οφειλές και νιτερέσα με το πρότυπο, ή τον άνθρωπο, ή τον γονιό; «Τον πατέρα μου, για λόγους καθαρά πρακτικούς-ο άνθρωπος δούλευε από το πρωί ως το βράδυ για να μας ζει – τον γνώρισα αργά, μεγάλος πια, και κατά κύριο λόγο μετά τον θάνατο της μάνας μου. Είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, αξιαγάπητος κι αγαπησιάρης. Ο πατέρας μου ήταν – και είναι ακόμα – ο βράχος μου».
7.000 είναι οι καταγεγραμμένες αυτοκτονίες στην χώρα. Γιατί να αυτοκτονούν οι άνθρωποι ανυπολόγιστα και ανεξέλεγκτα; Και; Ο ίδιος, με το άχθος μιας τέτοιας ηθελημένης απουσίας από την μητέρα, άραγε, να την έχει φοβηθεί; Να έχει σκεφτεί γύρω από την αυτοκτονία την κάθε λεπτομέρεια της; «Σαφώς τα ζόρια της καθημερινότητας μπορούν να σε οδηγήσουν στην απόγνωση, αλλά για να φτάσεις να ξεπεράσεις το πανίσχυρο ένστικτο της αυτοσυντήρησης πρέπει να συντρέχουν κι άλλοι λόγοι – όπως η απελπισία που γεννούν πολλές ψυχικές νόσοι στους πάσχοντες. Εγώ την έχω φοβηθεί, και μάλιστα πολύ, αλλά έπειτα από χρόνια ψυχοθεραπείας έχω διαπιστώσει πως δεν θα ήμουν ποτέ ικανός να δώσω τέλος στη ζωή μου, με την εξαίρεση, ίσως, κάποιου νοσήματος φθοράς που ήξερα ότι θα με σκοτώσει υπέρ το δέον επώδυνα».
Τον περασμένο βαρύ χειμώνα μια δημοσιότητα, όχι για τα πολλά του βιβλία για ενήλικες, για παιδιά, το σενάριο του, το θεατρικό του, τις πολλές του μεταφράσεις σε ξενόγλωσσους συγγραφείς, ήρθε και τον βρήκε σαν φυσικό φαινόμενο. Μια ραδιοφωνική εκπομπή πιάστηκε από μια φράση του που αναφερόταν στον «άνδρα του» και επί ώρες αναφέρονταν σε εκείνον, στην κόψη της χλεύης με το χιούμορ. Λέω «Πως σου φαινόταν εκείνες τις μέρες και πώς τώρα που πέρασε ο καιρός»; Θυμάμαι δε, τον ντόρο που ξέσπασε! Τις δημόσιες τοποθετήσεις! Τον σάλο στα social media! Ο ίδιος παραδέχεται πως «το διάστημα εκείνο ήταν εφιαλτικό – ιδίως εξαιτίας των αλλεπάλληλων εκκλήσεων για συνεντεύξεις από διάφορους δημοσιογράφους, οι οποίοι, καθώς δεν με γνωρίζουν -και γιατί να με γνωρίζουν, άλλωστε;- περίμεναν ενδεχομένως ότι θα ήθελα να απαντήσω στην επίθεση που δέχτηκα κάνοντας ένα τηλεοπτικό σόου. Και μόνο το γεγονός της χαμένης μου γαλήνης και της κούρασης, από την οποία μου πήρε καιρό να ανακάμψω, για να μην αναφερθώ τις επιπτώσεις στους αγαπημένους μου ανθρώπους, κάνουν τις μέρες εκείνες να μοιάζουν με κακό όνειρο».
Επιμένω! Των κυρίων Βερύκιου και Σταυρόπουλου, κατανοείς τα κίνητρα; Έχετε επικοινωνήσει; Στις συγγνώμες που δέχτηκες είπες «ναι, συγχωρώ»; Και τι ήταν αυτό από κάποια -όποια, πολλά- σχόλια σε τάραξε τόσο;
«Δεν θα ήθελα να πω περισσότερα για μια υπόθεση που έχει, ήδη, λάβει δικάσιμο», με κόβει.
Ρατσισμός: για αλλόφυλους, για αλλόθρησκους, για αλλοεθνείς σκέτο, για gay, για χοντρούς και χοντρές, για ηλικιωμένους, για μεσόκοπες, για «κάγκουρες», για μη μορφωμένους, για πολύ κοντούς ή σκέτο κοντούς, για φαλακρούς, για τσιγγάνους, για μαύρους, για Αλβανούς, για Ρουμάνους, για ξανθές, για γυναίκες γενικά, για γυναίκες με μούσια, για αγόρια που έχουν μούσια και τους αρέσουν να ντύνονται γυναίκες και να βαφούν τα μάτια, για τρανς, για γυναίκες με κοντά μαλλιά και για. για. για. Να έχει πιάσει τον εαυτό του, ποτέ, να σκέφτεται ρατσιστικά, έστω και λιγάκι, σε κάτι αιφνίδιο;
«Το ανοίκειο πάντα σε ξαφνιάζει. Θυμάμαι, στα πρώτα μου ταξίδια στο εξωτερικό, να συναντώ ανθρώπους – υπαλλήλους σε βιβλιοπωλεία, ταμίες σε σούπερ μάρκετ, καθηγητές πανεπιστημίου – που το ντύσιμο, η κόμμωση, το όλο στυλ τους με σάστιζε: γκοθάδες, κόσμο με τρελά για την εποχή τατουάζ και piercing. Η πρώτη αντίδραση ήταν να γουρλώσω τα μάτια. Ή να προσπαθήσω να μην τα γουρλώσω, από ντροπή. Έπειτα καταλάβαινα ότι σημασία είχε η ποιότητα του ανθρώπου, καθώς και η συνέπειά του απέναντι στη δουλειά του και στον ίδιο του τον εαυτό. Στο τέλος, έπαυα να κοιτάω. Το ίδιο μου έχει συμβεί και με διεμφυλικά άτομα, που πολλές φορές δεν έχω καταλάβει καν το φύλο με το οποίο γεννήθηκαν (σωματικά, διότι στο επίπεδο του ψυχισμού μπορεί από μικρά παιδιά να ένιωθαν εγκλωβισμένοι σε λάθος σώμα) – στην αρχή μονολογούσα: «Για φαντάσου». Και μετά συνειδητοποιούσα ότι δεν απαιτούσε φαντασία αλλά εντιμότητα και αποδοχή του διαφορετικού. Εγώ, ας πούμε, που είμαι μονίμως αχτένιστος, αξύριστος, και συνήθως φοράω ό,τι βρω μπροστά μου, είμαι ο πλατωνικός λέτσος, ο λέτσος-ιδέα. Ωστόσο δεν θα ήθελα οι άνθρωποι που με συναντούν το πρώτο που σκέφτονται να είναι «Τι λετσαριό Παναγία μου!», ούτε να με αντιμετωπίζουν αναλόγως. Το ίδιο ακριβώς πιστεύω για κάθε μορφή ετερότητας».
Όμως, όταν δέχεται, ο ίδιος αυτόν τον ρατσισμό, σε όποια του μορφή, ποιον τρόπο άμυνας επιλέγει; «Αδιαφορία. Δεν έχω ούτε την πρόθεση ούτε την ικανότητα να διαφωτίσω τους πάντες ως προς τον τρόπο σκέψης τους. Η προσβολή του ανθρώπου που δεν με ξέρει, και με μισεί εθιμικά, γλιστρά από πάνω μου όπως το νερό στο τεφλόν». Μια φράση, ήδη, αυτοαναιρούμενη από την ίδια της την κοινοτυπία, το «δε με νοιάζει τι κάνουν οι gay στο κρεβάτι τους, αλλά με νοιάζει να μη με προκαλούν», θα ήθελε ο Αύγουστος Κορτώ να απαγορευτεί δια νομού; «Είμαι κατά της όποιας απαγόρευσης. Ως έκφραση μου φαίνεται υποκριτική και βλακώδης, και μ’ εξοργίζει, αλλά τι να κάνουμε; Πολλά μας εξοργίζουν. Απλώς επιλέγουμε να μην συναναστρεφόμαστε ανθρώπους με νοοτροπία που μας απωθεί». Τον ρωτάω διακινδυνεύοντας να τον θυμώσω:
–Γιατί λες «ο άνδρας μου» για τον άνθρωπο που έχεις πολλά χρόνια σχέση; Δεν είναι πολύ μικροαστικό; Δεν είναι και λίγο «άσε με εσύ να φταις και εγώ συγγνώμη να ζητώ», καψουρολυγωμένο;
«Όταν θα έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε κι εμείς έναν σούπερ γάμο και γλέντι μέχρι πρωίας με τούρτες στο στόμα, open bar και νησιώτικα, τότε να μου πεις ότι είναι μικροαστικό. Μέχρι τότε αγωνιζόμαστε και θα αγωνιζόμαστε για τα αυτονόητα δικαιώματα που το κράτος αρνείται να μας αναγνωρίσει».
Αλλάζω έδαφος! Τι ακουμπάς, τι ρόλο, τι εικόνες έχει μέσα σου η Θεσσαλονίκη των παιδιών χρόνων και τι τα Εξάρχεια που είναι σπίτι σου πια;
«Για μένα», λέει, «ο τόπος μιας αφήγησης είναι πρωταρχικό της στοιχείο. Αλλιώς είναι τα «σαλονικιώτικα» κι αλλιώς τα «εξαρχειώτικα» βιβλία μου. Και ιδίως τα Εξάρχεια έχουν υπάρξει απίστευτα γόνιμα σε ό,τι αφορά τη γραφή μου». Το γράψιμο είναι μοναξιά, είναι υστέρημα μεγάλο, είναι μαζοχισμός, είναι και ένα ναρκωτικό να χαθείς δημιουργός εσύ σε ένα σύμπαν δίνεις ζωή, τιμωρίες, θάνατο και λύσεις. Γιατί το κάνει; Τι ευχαρίστηση βρίσκει; «Πλάκα μου κάνεις; Μιλάμε για ένα παιχνίδι αποκλειστικά δικό σου, όπου τους κανόνες τους ορίζεις εσύ και κανένας άλλος. Μια πραγματικότητα -ένας ολόκληρος κόσμος- που πλάθεται κι ανθίζει κατά το θέλημά σου. Τι πιο ηδονικό»; Αυτήν την εποχή λατρεύει «τα διηγήματα της Flannery O’Connor που ανακάλυψα πρόσφατα, και πλέον θεωρώ ίσως και την κορυφαία αμερικανίδα διηγηματογράφο του 20ου αιώνα- και αυτές τις μέρες καταβροχθίζω την ‘Καρδερίνα’ της Ντόνα Ταρτ».
Το στερεότυπο θέλει τους συγγραφείς αλκοολικούς, κολασμένους, περιθωριακούς και εκκεντρικούς και να αναγνωρίζονται μετά θάνατον. Στην περίπτωση Αύγουστου Κορτώ, τα στερεότυπα έχουν αποχρώσεις πραγματικότητας;
«Πρόκειται για ένα στερεότυπο απαράμιλλης αφέλειας. Η δυστυχία δεν είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία. Όσο για μένα, έχω περάσει από πολλά στάδια κάργα στερεοτυπικά, από λειτουργικό αλκοολισμό, εξάρτηση από κάνναβη, ανεξέλεγκτη κυκλοθυμία ως συνέπεια αποφυγής της απαραίτητης ψυχοθεραπείας, αλλά εδώ και πέντε χρόνια ζω μιαν ευλογημένη ισορροπία». Και το να ‘σαι συγγραφέας στην Ελλάδα σου δίνει εισοδήματα αξιοπρεπή η πρέπει να κάνεις άλλες δουλειές; «Σε ορισμένους συγγραφείς αρκεί για να βιοπορίζονται απ’ αυτό. Εγώ παράλληλα μεταφράζω, γράφω κάποια ‘εξωσχολικά’ κείμενα προς δημοσίευση, και παραδίδω ιδιαίτερα μαθήματα δημιουργικής γραφής. Και δεν παραπονιέμαι καθόλου -ό,τι άλλο βγάζω από δικαιώματα, μαζί με αυτά, μου φτάνει ώστε να ζω αξιοπρεπώς».
Με την υποψία πως ξέρω ήδη την μισή απάντηση του ρωτάω ποιο είναι το πιο σκληρό πράγμα που του ‘χει συμβεί, η μεγαλύτερη δυστυχία και ποιο το πιο ανέλπιστα χαρούμενο;
«Η απώλεια της μητέρας μου και με τον τρόπο που την έχασα, είναι σαφώς η μεγαλύτερη τραγωδία που έχω ζήσει. Όσο για την πιο ανέλπιστη ευτυχία, αυτή τη βιώνω καθημερινά ζώντας πλάι στο Κουτάβι». Λοιπόν; Το καλό, λέει, θα νικήσει ή πάντα θα του βγάζει γλώσσα το κακό; «Νομίζω ότι καλό και κακό συνεργάζονται άριστα εδώ και χρόνια και μας δουλεύουν όλους»! Χαχαχα! Θα μπορούσε να είναι έτσι. «Γιατί το ζητούμενο είναι η ευτυχία -κι αυτό για όλους μας είναι κάτι κοινό, κι αποδεκτό και ιερό». Είχε γράψει πρόσφατα. Και; Είναι ευτυχισμένος; «Αδιαλείπτως πανευτυχής για να είσαι πρέπει να παίρνεις κάτι -και αν ξέρεις τι, πες το και σε μένα.». Όμως, στο μέλλον, η ευτυχία, η επιτυχία, τι αίσθηση θα ‘χουν και ποια εικόνα τους φαντασιώνεται; «Ο πασάς μου να είναι γερός, τα βιβλιαράκια μου να γράφω και είμαι ευχαριστημένος. Τώρα, αν τα δύο αυτά μπορούν να υπάρξουν σε μια πιο δίκαιη κοινωνία, που να μη σπαράσσεται από φωνές και έργα εγκληματιών και παραφρόνων όπως τώρα, θα ήταν ευχής έργον».
-Είσαι λες γενναίος άνθρωπος Αύγουστε Κορτώ;
«Γενναία είναι τα παιδιά στην πλατεία Ταξίμ, οι επιζώντες της Συρίας, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα -οι άνθρωποι που ρισκάρουν τη ζωή τους για το καλό του συνανθρώπου τους. Εγώ έχω απλώς το θάρρος της γνώμης μου». Του ζητώ μια φράση που άκουσε, έναν στίχο, ή μια συνήθεια που θέλει να τη ζει χωρίς να αλλάξει ποτέ. «Ο Ντοστογιέφσκι μας τη χάρισε: η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Αμήν!
Η συνέντευξη με τον Αύγουστο Κορτώ δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ»