«Άντε βρε χιπστεροπόντιε!». Αυτό μου είπε ο φίλτατος ο ΤΑΖ (aka Τάσος Θεοδωρόπουλος) τις προάλλες που με πήρε τηλέφωνο και τον ενημέρωσα ότι μόλις είχα γυρίσει από τα μαθήματα ποντιακών χορών που κάνω τους τελευταίους μήνες. Το Πόντιος να το δεχτώ. Η μητέρα Πόντια, η γιαγιά που με μεγάλωσε στα γόνατά της Πόντια, το περιβάλλον της γειτονιάς μου άκρως ποντιακό. Αλλά το συνθετικό του χιπστερά, από πού κι ως πού ρε συ ΤΑΖ;
Με έβαλε σε σκέψεις η προσφώνησή του είναι η αλήθεια. Ίσως να φταίνε τα θέματα με τα οποία καταπιάνομαι συνήθως και τα οποία έχουν να κάνουν με τις αθηναϊκές συλλογικότητες και εν γένει με την περιρρέουσα urban culture. Ίσως… Δεν ήθελε και πολύ ο ΤΑΖ, άρπα την τη ταμπέλα Ντίνε. Όταν τον ρώτησα, πάντως, γιατί με θεωρεί χίπστερ, δεν ήξερε να μου απαντήσει. Του φαινόταν οικεία η έκφραση, την ακούει εδώ και κάμποσα χρόνια δεξιά κι αριστερά. Όταν όμως του ζήτησα να μου το αποσαφηνίσει, δεν ήξερε τι να μου πει. Και δεν είναι μόνο ο Τάσος που ελάχιστα πράγματα γνωρίζει για τον όρο. Το αυτό συμβαίνει και με την συντριπτική πλειοψηφία όλων εκείνων που αρέσκεται να τον χρησιμοποιεί.
Ένας όρος που εισέβαλλε στη ζωή μας πριν από 2-3 περίπου χρόνια. Ταυτιζόταν με την περιγραφή μιας υποκουλτούρας αντρών και γυναικών στα 20 και τα 30 τους, η οποία υποτίθεται πως υποστήριζε την ανεξάρτητη σκέψη, την αντικουλτούρα και την προοδευτική πολιτική τοποθέτηση. Τυπάκια με κολλητά τζινς, ριγέ πουκάμισα και σταμπάτα t-shirts. Με τα γυαλιά με το χοντρό σκελετό και βεβαίως-βεβαίως με τη χωρίστρα και το παπαδόφερτο μούσι. Με το σπαστό τους ποδήλατο, τους έβλεπες να ανηφορίζουν την Ερμού και να χάνονται στο στενό της Αβραμιώτου, στην πολυπληθή πλατεία της Αγίας Ειρήνης και στα hot spots της Κολοκοτρώνη και της Καρύτση.
Μια υποομάδα πόλης, με διαφορετικό φαίνεσθαι που ποτέ, ωστόσο, δεν έπεισε και για τη διαφορετικότητα του είναι της. Τουλάχιστον στο αθηναϊκό μικροσύμπαν. Και δεν έπεισε, επειδή ακριβώς δεν διέθετε κάποια ουσιαστική διαφορά στον πυρήνα της. Οι γκοθάδες και οι emo ήταν αυτοί που ήταν, τα πανκιά παλαιότερα μια από τα ίδια. Ακόμα και αυτοί οι κάγκουρες είχαν και έχουν κάποια διακριτά χαρακτηριστικά, έναν κάποιον χαρακτήρα. Ενώ οι χίπσπερ; Όπως ήρθαν, έτσι φεύγουν.
Το λέει και ο Guardian σε πρόσφατο του άρθρο. Εκεί όπου διακρίνει τους σύγχρονους χίπστερ από τους πρωτο-χίπστερ. Οι δεύτεροι ήταν οι γνήσιοι, οι συνειδητοί χίπστερ που εμφανίστηκαν σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία και ως αστική υποομάδα επεδίωξαν να διαχωριστούν από τη νόρμα και το νορμάλ. Όπως οι γονείς τους και οι παππούδες τους οι χίπις. Μέχρι που είδαν εαυτούς να πολλαπλασιάζονται σαν τα γκρέμλινς και έπεσαν και οι ίδιοι θύμα αυτής της νόρμας.
Με τα γκατζετόειδή τους και τα φωσφορίζοντα μήλα τους, έγιναν οι πρωταγωνιστές μιας mainstream διαφημιστικής φαρσοκωμωδίας. Οι μασκότ της πόλης μάλλον παρά οι φέροντες τον αέρα της δημιουργίας που ευαγγελίζονταν πριν από μερικά χρόνια οι πρωτο-χίπστερ στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Τα ίδια συνέβησαν και με τους δικούς μας τους χιπστεράδες, με τη διαφορά ότι πρωτο-χίπστερ στην Αθήνα δεν υπήρξαν ποτέ. Περάσαμε με τη μία στη mainstream κατηγορία.
Και έχω για βασικό παράδειγμα αυτής της θολούρας που επικρατεί γύρω από τους χίπστερ, το φιλαράκι μου τον Νίκο (βλέπε φωτό παρακάτω). Από την καγκουρομάνα -και λεβεντογέννα όπως και να το κάνουμε- δυτική Αττική. 25 χρονών παλικαράκι, με τα μούσια του, τη χωρίστρα του και τα όλα του, πρώην σερβιτόρος σε μαγαζί-ναό της χιπστεριάς στην Αγίας Ειρήνης. 9 στους 10 που θα τον πετύχουν, σίγουρα θα τον χαρακτηρίσουν χιπστερά.
«Νικόλα», του λέω, «γράφω για τους χίπστερ και μου ήρθες πρώτος στο μυαλό». Αφού γέλασε και μου είπε πώς την ταμπέλα αυτή του την έχουν φέρει τελάρο, διαχώρισε τη θέση του: «Τι σταδιάλα είναι αυτό το χίπστερ; Επειδή ξέχασα 2, 3, 4 μήνες ρε αδελφέ να ξυριστώ; Ή μήπως επειδή άφησα λίγο ανέμελο το μαλλί; Μπορεί ναι, να έχω τα χαρακτηριστικά ενός χίπστερ για τον κόσμο που συναναστρέφομαι και για εκείνους που με βλέπουν στο δρόμο, αλλά δεν μου αρέσει να μου βάζουν ταμπέλες. Ντύνομαι απλά όπως νιώθω, χαμογελώ συνέχεια γιατί το νιώθω και είμαι γενικά αυτό που νιώθω. Γιατί η μόδα αφορά αυτό που αγοράζεις, ενώ το στυλ το πως το διαχειρίζεσαι».
Αυτό είναι ο Νίκος, αυτοί και όσοι μέχρι σήμερα θεωρούσες χιπστεράδες με άποψη. Καμιά διαφορά από τους περισσότερους συνομηλίκους τους στην ψυχοσύνθεσή και την ιδιοσυγκρασία, παρά μονάχα στον τρόπο που επιλέγουν να καμουφλάρονται. Δεν θέλει και πολύ σκέψη λοιπόν η απάντηση στο ερώτημα αν έχουν πεθάνει οι χιπστεράδες: Μας τέλεψαν και τους κάναμε και τα 40…