Δεύτερη γενιά Έλληνας της μακρινής Αυστραλίας, ο Χρήστος Τσιόλκας, έχει κατορθώσει να διαβάζεται από εκατομμύρια αναγνώστες σ όλο το κόσμο, να τιμάται με διακρίσεις και βραβεία ανάμεσα στους αγγλόφωνους συγγραφείς, Τα βιβλία του να γίνονται ταινίες και τηλεοπτικές σειρές και κυρίως να αναμετριέται στα σοβαρά με την αθανασία της συγγραφής. Κι ενώ έρχεται συχνά στην πατρίδα των γονιών του, μέχρι τώρα οι εκδοτικοί του οίκοι δεν είχαν οργανώσει την επικοινωνία που οι εδώ αναγνωσόφιλοι επιθυμούσαν. Το κενό καλύπτουν οι εκδόσεις «Ωκεανίδα», που μετά το best seller «Το Χαστούκι», εκδίδουν το νέο του βιβλίο «Μπαρακούντα», το οποίο έγινε ανάρπαστο σε ελάχιστες μόλις ημέρες απ την έκδοση του Μεγάλη Βρετανία. Ο Χρήστος Τσιόλκας θα βρεθεί στην Αθήνα την Πέμπτη 26 Ιουνίου, όπου σε μια μεγάλη και ανοιχτή επικοινωνιακή βραδιά θα γνωρίσει το αθηναϊκό κοινό του. Θα ακολουθήσουν η Πάτρα το Σάββατο 28 Ιουνίου και η Θεσσαλονίκη την Δευτέρα 30 Ιουνίου.
Στο «Μπαρακούντα» ο Τσιόλκας, μιλά για τις ταξικές διαφορές, τον αθλητισμό, την πολιτική, τη μετανάστευση, την εκπαίδευση, τα συστατικά της ζωής και της αρμονίας του καθένα, όπως οικογένεια, φιλία, αγάπη, δουλειά, τους ρόλους και τις ταυτότητες που υιοθετούμε η αποκηρύσσουμε. Οι εκδόσεις Ωκεανίδα αναφέρονται στον Χρήστο Τσιόλκα ως «τον πιο ατρόμητο συγγραφέα της εποχής μας». Μπορεί. Σίγουρα πάντως είναι ο πιο πολυσυζητημένος και αυτός που μαζί του κάτι παίζει χοντρά στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Πέρσι το καλοκαίρι ήταν για άλλη μια φορά στην Αθήνα που πάντα τον συγκλονίζει και κάνοντας κατάχρηση της συγγενικής μας σχέσης του απέσπασα μια συνέντευξη για λογαριασμό του newpost. Μάλλον δεν ήθελε να χάσει χρόνο απ την πόλη και τις διακοπές του για συνεντεύξεις, τις οποίες δεν λατρεύει κιόλας, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Ο πατέρας του, από ένα ορεινό χωριό μεταξύ Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας, είδε για πρώτη φορά θάλασσα, τη φορά που χρειάστηκε να ταξιδέψει σ’ εκείνην για 40 ημερόνυχτα. Αυστραλία. Εργατική τάξη. Σκληρή δουλειά. Μια μεγάλη, καινούργια παράξενη πατρίδα να ατονεί τις μνήμες από την παλιά. Οι άλλες γενιές. Η αφομοίωση; Οι πολίτες του κόσμου όλου; Ή ο εαυτός είναι πάντα ο τόπος σου, όπου κι αν βρεθείς; Ο Χρήστος Τσιόλκας, με ένα «γιώτα» στο επώνυμο του προσθήκη γραμματικών του ορεινού χωριού, που λέγαμε, με ελλιπείς γνώσεις, είναι σήμερα, ο πιο διαβασμένος Αυστραλός, συγγραφέας, στον κόσμο. Ένα βράδυ στην Αθήνα, πριν λίγες μέρες, επαναλαμβάνεται η νύχτα, σαν να μη περνάει ο χρόνος ποτέ ή ένα κομμάτι μας να μένει πάντα πίσω. Γκάζι. Ποτό. Ρεμπέτικα. Συζητήσεις μέχρι το ξημέρωμα. Φοράει -πάντα- μαύρα, καπνίζει πολύ, κόντρα στην πολιτικώς ορθή και αντικαπνιστική φυσικά, αυστραλέζικη διαπαιδαγώγησή του. «Γιατί δε μου έδωσες ποτέ συνέντευξη;» τον ρωτάω. «Γιατί δε μου ζήτησες» μου απαντά. Προφανώς καλά είχα κάνει. Δυσκολεύομαι. Σα να γράφω ημερολόγιο! Αρχίζουμε εκείνη τη στιγμή και συνεχίζουμε σε τηλέφωνα και από άλλες χώρες.
–Πέρυσι πέρασες για λίγο από την Ελλάδα. Φέτος την έζησες περισσότερο. Και; Σε σόκαρε;
«Με τρόμαξε! Έχω οικογένεια, φίλους, ανθρώπους, μικρά παιδιά τ’ ανιψιά μου, που μεγαλώνουν εδώ. Και για πρώτη φορά, ξαφνικά, ναι, τρόμαξα! Ο φόβος είναι εχθρός. Αλλά τον ένιωσα ξαφνικά και δεν είχα εύκολες άμυνες για να τον πολεμήσω. Τα πρόσωπα, γύρω, στο μετρό, στους σταθμούς, ήταν όλα, όπως όταν σε έχει χτυπήσει κάποιος δυνατά και χάνεσαι και προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις τι συνέβη. Ρωτάω. Σας ρωτάω όλους. «Τι λέτε; Τι νομίζετε; Τι θα γίνει»; Και δεν παίρνω καμία απάντηση, δεν ακούω λύση. Ξαναρωτάω, «λέτε πως θα συνεχιστεί πολύ καιρό αυτή η κατάσταση;». Η σιωπή, το σήκωμα των ώμων, η έλλειψη απαντήσεων, είναι που με τρομάζει. Αν έχεις χρήματα συνεχίζεις να ζεις, αλλιώς σφίγγει η αγχόνη και έχεις μικρή ανάσα, μόλις για να επιβιώνεις κάθε μέρα και λιγότερο! Μια αντίστοιχη κατάσταση, πολύ φοβάμαι σε μικρότερο βαθμό, έβλεπα στην Θατσερική Αγγλία, όπου η αναλγησία, η απληστία, η επιλεκτική δικαιοσύνη, δημιουργούσαν ένα απάνθρωπο περιβάλλον. Πίστευα πως στην Ελλάδα δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο! Ζεστοί άνθρωποι, βαθιά κουλτούρα, ισχυρή η οικογένεια. Οι Έλληνες θα αντισταθούν στην εξουσία αυτή την απάνθρωπη! Αλλά δεν το βλέπω. Και δυσκολεύομαι, πια να καταλάβω. Παλιά μπορούσα να αναλύσω, να κατανοήσω το τι συμβαίνει. Τώρα μου φαίνεται πως κοιτάω μέσα από ένα παράθυρο, κολλημένος στο τζάμι. Πριν λίγο είδα έναν οικονομικό μετανάστη στα φανάρια. Προσπαθούσε να μη κοιτάζει κανέναν στα μάτια. Ήθελα να τον ρωτήσω «γιατί; Γιατί δε με κοιτάς; Γιατί τόσος φόβος;». Είμαστε στο κέντρο της Αθήνας. Κάποτε είχα αντικρύσει ανθρώπους να μην κοιτάνε σε μάτια, στα βάθη της ερήμου της Αυστραλίας. Εκεί υπήρχε ο φόβος του λευκού».
-Δως μου μια εικόνα που δεν περίμενες ποτέ να δεις.
«Περπατάω προς τα Εξάρχεια, για να συναντήσω κάποιους φίλους και προσπερνάω μια ομάδα νέων παιδιών. Ήταν 11 η ώρα το πρωί και χτύπαγαν ένεση. Μια γυναίκα, μεγάλη σαν τη μάνα μου, σα τη μάνα σου, πέρασε με τις τσάντες της από το σούπερ μάρκετ, δίπλα τους, σχεδόν τους άγγιξε. Δεν γύρισε καν να τους κοιτάξει. Δεν τους έβλεπε. Ήταν σαν αόρατοι. Εκεί με έπιασε πανικός! Πανικός, γιατί η γυναίκα αυτή, έχει συνηθίσει! Κάτι γίνεται και αυτή η γυναίκα, εκπαιδεύτηκε πια να μην το βλέπει. Κοίταξα γύρω. Γνώριμοι οι δρόμοι, οι ταμπέλες στα μαγαζιά, οι ήχοι. Και; Ποια Ελλάδα είναι αυτή, εδώ γύρω;.»
Περπατάμε, μαζί προς την Ομόνοια. Δε μιλάμε. Από τότε, το 1995, που στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, το «Head On», ή «Κατά μέτωπον», ελληνικά και που είχε αν όχι σοκάρει, τουλάχιστον ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα και έγινε ταινία από την Άννα Κόκκινος με τον τίτλο Loaded, έκανε τους κριτικούς να συγκρούονται για την προκλητική γραφή του. Το παιδί των μεταναστών από την Αιτωλοακαρνανία, στέκονταν στα γράμματα παγκοσμίως, ως ανοιχτά ομοφυλόφιλος και αριστερός, με μια μαχητική, τακτική και ενεργή παρουσία στην λογοτεχνική και πολιτική ζωή της Αυστραλίας. Με το τελευταίο του ευπώλητο βιβλίο, «Το Χαστούκι», καταπιάστηκε για άλλη μια φορά με την ανατομία της αυστραλιανής κοινωνίας. Και πιο πριν; Μιλούσε για την παλιά πατρίδα, μέσα απ το Dead Europe, τη Νεκρή Ευρώπη. Ρωτάω αλλά τον βλέπω πως βαριέται -ευγενικά- να απαντήσει. Φαίνεται εκατοντάδες φορές τα ίδια θα του λένε.
-Είχαν βιαστεί να σε χαρακτηρίσουν «συγγραφέα του ενός βιβλίου» όταν άργησες μετά το «Κατά μέτωπον» να κάνεις επιτυχία, παρά το βιβλίο «Jesus Man». Ακλούθησε το «Νεκρή Ευρώπη», που σε ανέδειξε σε «επόμενο αυστραλό κλασσικό» και το «Χαστούκι» που βρήκε σπουδαία θέση σε όλο τον κόσμο. Αργείς να γράψεις βιβλία. Γιατί; Και ακόμα σε νοιάζει η κριτική;
«Η κριτική είναι επιβεβλημένη και φυσικά πρέπει να γίνεται. Από τη στιγμή, όμως, που βγαίνει το βιβλίο, δεν με αφορά ούτε η κακή, ούτε η καλή, αλλά μόνο ο χρόνος, που θα το πάρει ή θα το αφήσει πίσω του ακόμα και ως ίχνος. Τις κριτικές από γνώστες, με επιχειρήματα και ανάλυση που να στηρίζεται θεωρητικά, από ανθρώπους που έχουν οι ίδιοι επίγνωση του γραπτού λόγου, τις μετρώ πολύ. Όμως, θέλω να περάσουν χρόνια για να τις διαβάσω. Έχω κάνει έναν αγώνα για να φτιάξω το βιβλίο και δεν είμαι έτοιμος, ή τόσο γενναίος, για να ακούσω τα κακά του, με το που βγαίνει! Τώρα, με ρωτάς γιατί αργώ; Γιατί το μελετάω, το σκέφτομαι, επιστρέφω στην αρχή του που δεν είναι συνήθως καλή, πηγαίνω συνεχώς, μπροστά και μετά γυρνάω πίσω.
Το «Κατά Μέτωπο» ήταν ταχύτατο. Έπρεπε να βγει από μέσα και δεν ήξερα καν τότε αν θα ξαναγράψω ποτέ. Το «Jesus man», θα ‘θελα να μπορούσα να το γράψω ξανά. Τα θέματα του ρατσισμού, του θρησκευτικού φανατισμού, της ανάγκης να εφευρίσκουμε διαφορές, δεν μπόρεσα να τ’ αγγίξω όπως ήθελα. Τρεις φόρες το παράτησα. Και τρεις φόρες το ξανάπιασα. Ναι, άργησα να τελειώσω και να συνεχίσω. Με το «Νεκρή Ευρώπη» στην ουσία αναμετρήθηκα με το γράψιμο. Και με το «Χαστούκι» νομίζω πως άφησα ελεύθερο τον εαυτό μου, αλλά καταβαίνω τι λες. Θα μπορούσα να μην έχω τόσο χρόνο και ευκαιρίες.»
–Δε φοβάσαι πως το κοινό, σε Αυστραλία, Αμερική, Αφρική, Ευρώπη, θα σε ξεχάσει;
«Ποτέ δεν είσαι καλός! Πάντα θα σε ξεχνούνε! Ένας διάβολος, γαντζωμένος στον ώμο σου ουρλιάζει στα αφτί σου, «ποιος νομίζεις πως είσαι; Ποιον αφορούν αυτά τα τιποτένια ορνιθοσκαλίσματα σου»; Απ’ τον άλλον ώμο, ένας άγγελος ψιθυρίζει συνεχώς και σου τάζει και σου χαϊδεύει τ’ αφτί. Κακοί σύμβουλοι, απαίσιοι σύντροφοι και οι δυο τους! Γιατί δεν είναι καριέρα το γράψιμο. Είπα κάποτε, θα το κάνω, για να δείξω σε μένα πως μπορώ, στο κάτω κάτω κι ας μην έχω να ζήσω. Αν καταλάβαινα πως δεν το ‘χω τότε θα σκεφτόμουν τι θα κάνα, αφού ξεπερνούσα την απογοήτευση μου. Γράφω για να υπογράφω τη ζωή μου. Μπορεί να ξεχάσει το κοινό, ναι. Μπορεί να μη θυμάται κανείς, ούτε μια αράδα. Όμως, εγώ θα γράφω! Θα παλέψω τα χάλια μου! Θα είναι θλιβερό γιατί όλοι θέλουν να διαβαστούν. Αλλά θα γράφω ακόμη και γι’ αυτή τη θλίψη».
–Χρήστο; Είσαι τυχερός λες;
«Είμαι τυχερός! Όμως γράφω 25 χρόνια και η διάκριση η μεγάλη με «Το χαστούκι» συνέβη μόλις τα τελευταία πέντε».
–Διάκριση μόνο ήταν «Το χαστούκι»; Δεν ήταν επιτυχία;
«Επιτυχία! Επιτυχία; Με ποιά μέτρα και με ποιό σημείο αναφοράς; Ότι «Το χαστούκι» μου απέφερε οικονομικά, ενώ δεν περίμενα, θα μπορούσα να πω πως είναι μια ελευθερία. Μια ελευθερία, για μη χρειάζεται να κάνω πια άλλες δουλειές και να είμαι 100% συγγραφέας. Αυτό λοιπόν είναι και πολυτέλεια και -ναι- και καλή τύχη!».
–Μεγάλη αίσθηση έκανε όμως και το προηγούμενο βιβλίο σου, «Νεκρή Ευρώπη», την οποία την παρατηρείς ως άνθρωπος του νέου κόσμου. Λοιπόν; Πόσο Νεκρή είναι, η Ευρώπη, τελικά;
«Ευρώπη είναι ο κόσμος της, οι λαοί της και είναι γεμάτοι ζωή. Η θεσμική Ευρώπη όμως, κακοφορμίζει σα πληγή, ζέχνει αποσύνθεση. Η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Κύπρος, η Ιταλία, η Ελλάδα δεν είναι, αλλά αφήνονται έρμαια! Αυστηρό ακούγεται; Κοίτα, αγαπώ όσα έχει δώσει η Ευρώπη, την σκέψη, τον πολιτικό λόγο, την καταγωγή μου. Χρόνια, όμως, τώρα αυτή η θεσμική Ευρώπη, αναλώνεται υποκριτικά στην επανάληψη του εαυτού της κατορθώνοντας μόνο την αυτοακύρώση της. Ναι, έχει δώσει πολιτισμό στον κόσμο αλλά να βλέπεις τον Νότο, ή την Ανατολή της και τις μεγάλες πόλεις της, να αφήνονται στον όλεθρο, στη βία, στην φτώχεια, είναι υποκρισία και εθελοτυφλούμε. Το κακό μοιάζει να σκορπίζεται παντού. Ο πατέρας μου και η μάνα μου ήταν παιδιά, όταν έπρεπε να ταξιδέψουν στην άλλη άκρη της γης, να φύγουν γιατί η Ευρώπη δεν τους ήθελε. Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας έλεγε ιστορίες από την Ελλάδα. Ιστορίες με φτώχεια, πόλεμους, εμφυλίους, ανάμεσα σ’ άλλα. Κατέληγε πάντα, με πίκρα στην ίδια φράση: «Η Ελλάδα τρώει τους νέους, τρώει τα ίδια της τα παιδιά». Είχα δει τότε, μια εικόνα του Γκόγια, όπου ένας δαίμονας τρώει παιδιά. Σ’ αυτές τις αποχρώσεις έκανα εικόνες απ’ όσα έλεγε. Ο πατέρας μου μίλαγε σωστά, λοιπόν. Όλη η Ευρώπη τρώει τα παιδιά της. Αυτή τη στιγμή κατασπαράζει τον Νότο».
– Δεν την αγαπάς καθόλου της Ευρώπη;
«Α! Τώρα μιλάμε για αγάπη; Αν αγαπώ την Ευρώπη; Πιο πολύ αγαπώ την Ελλάδα. Είναι αληθινή η αγάπη μου για τη χώρα αυτή και βαθιά μέσα μου. Τι γίνεται σ’ αυτήν; Τι συμβαίνει; Γιατί μας έδιωξε -και μοιάζει να μας διώχνει πάντα- σε ξένες χώρες να κάνουμε αρχή; Πάει! Συνέβη! Το βλέμμα μου είναι αλλού πια. Παλιά για μένα, ήταν ένας προσωπικός μου μύθος, αν θες ένα ρομαντικό παραμύθι. Τότε που ήμουν μικρός. Εμείς οι Αυστραλοί, λοιπόν, πρέπει να πούμε πως ναι, ερχόμαστε από εκεί, αλλά είναι αλλού, πια, το βλέμμα μας.»
–Μάλιστα! Ξανά όμως, ρωτάω μέσα σου; Τι είσαι μέσα σου; Έλληνας; Αυστραλός; Τίποτα; Και τα δυο;
«Στην Αυστραλία είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα, Αυστραλός! Έχω κοινά και από τις δυο χώρες και μια σκέψη, για όνομα του Θεού, όχι παγκοσμιοποιημένη -μακριά από μένα!- αλλά ολόκληρου του κόσμου».
Τηλέφωνο αργά τα ξημερώματα. Συζήτηση με ζητούμενο μία σκέψη, σε δυο γλώσσες. Σκέφτομαι πως το «Χαστούκι» κέρδισε πολλά λογοτεχνικά βραβεία και ανάμεσα στα άλλα, τα κατάφερε να ‘ναι στις υποψηφιότητες του διάσημου βραβείου Booker. Η επιτροπή του βραβείου άρχισε να συζητά και να αντιπαρατίθεται για το αν το βιβλίο διέπεται από μισογυνισμό, άκρατο κυνισμό και φυσικά αν εκφράζεται σε χυδαία γλώσσα. Με τον «μισογυνισμό», γελάω και με ρωτάει γιατί. Του λέω πως πολλοί προβλέπουν πως θα είναι μετά από τον Πάτρικ Γουάιτ ο επόμενος νομπελίστας της Αυστραλίας. Τώρα, γελάει αυτός και εγώ ρωτάω γιατί.
Και πως μεταφράζονται, λοιπόν, οι βραβεύσεις και οι διακρίσεις μέσα σου;
«Κολακεύομαι ναι. Άλλοτε είμαι πεπεισμένος πως τα καταφέρνω. Κάποτε πως δεν αξίζω και όλοι κάνουν λάθος τραγικό. Και από τα δυο, από εκείνον τον διάβολο και τον άγγελο που σου λεγα, ξέρω πως πρέπει να ξεφύγω. Βρίσκω ησυχία μέσα στη δουλειά. Κρύβομαι. Δυο δεκαετίες φοβόταν οι γονείς μου, αγωνιούσαν για το πως θα ζήσω, τι θα γίνει, τι θα κάνω, τι θα μου συμβεί. Τουλάχιστον ο πατέρας μου, που πέθανε πριν λίγο και η μάνα μου, έπαψαν να ανησυχούν. Δεν φοβούνται πια για τον Χρήστο. Μόνο αυτό είναι το βραβείο, λοιπόν».
–Στη λογοτεχνία που πατάς εκτός από την αγγλική γλώσσα; Συνεχίζεις να έχει αναφορές σε Καζαντζάκη, Ταχτσή και ίσως σε ποιους άλλους;
«Στον Καβάφη. Τα τελευταία χρόνια κι άργησα να το συνειδητοποιήσω στους αρχαίους έλληνες συγγραφείς και στους λυρικούς ποιητές. Έχω πάρει πολλά από τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τις λέξεις των ποιητών και των στιχουργών στα τραγούδια. Είναι μια η λογική μου, η ιστορία, το κοινό μου μ’ όλα αυτά. Και ακόμα οι ταινίες. Ο Αγγελόπουλος, ο Βούλγαρης. Και είπαμε πολίτης του κόσμου -κι ας μη σου πολυάρεσε και ας επέμενες ξανά και ξανά- αλλά είχα πάει να δω τον «Κυνόδοντα» και ναι μεν ήταν ελληνικό έργο αλλά ταυτόχρονα και παγκόσμιο. Είχα πάει επίσης με έναν φίλο Έλληνα, σκηνοθέτη και τελείωσε η ταινία, φύγαμε, πήγαμε αλλού και για ώρες δε μιλάγαμε!».
– Πιστεύεις πως αν ο πατέρας σου δεν είχε φύγει από εκείνο το ορεινό χωριό θα ‘χες πετύχει αντίστοιχα πράματα; Αν ζούσε στην Ελλάδα και είχες αυτήν την γλώσσα μόνο, τι λες να ‘χες καταφέρει;
«Δεν μπορώ να ξέρω τι θα ‘μουν τότε. Ξέρω όμως τι είμαι τώρα. Είμαι ο γιος μεταναστών εργατών σε μια άλλη χώρα. Καταλαβαίνω πως είναι τύχη που γράφω στα αγγλικά, αλλά πιστεύω πως εδώ θα ανοιχτούν τεράστιοι δρόμοι για τους νέους σε όλες τις τέχνες. Κολυμπάνε οι νέοι σας κόντρα στο ρεύμα, σιωπηλά, όλο δεύτερες, βουβές σκέψεις. Αυτά όλα θα εκφραστούν, θα υπάρξουν και θα έχουν αιτία, λόγο, ουσία, επαναστατικότητα».
Έχει φύγει. Πάλι η Αγγλία και οι εκδότες. Μια στάση στην Αμερική. Και πάλι πίσω “down under» και από κάτω, δηλαδή στην υδρόγειο. Εκδόσεις, υπογεγραμμένα αντίτυπα, χιλιάδες αναγνώστες. Πράγματα μαγικά! Και εμείς; Εδώ στη χώρα της σκιάς. «Να αφήσεις τον Ισμαήλ Κανταρέ, ήσυχο, για άλλων πατρίδα μίλαγε» μου λέει από το Λονδίνο στο τηλέφωνο λίγες μέρες αργότερα, γελώντας. Λέει για το νέο του βιβλίο. Την ιστορία ενός πρωταθλητή στην κολύμβηση. Τα όρια, τις αντοχές, τις ανοχές και την ουσία, την αλήθεια της επιτυχίας. Είναι έτοιμο. Καλοτάξιδο το βιβλίο του, λοιπόν. Και ο ίδιος ακόμη πιο πολύ .