Ο Φρέντυ Γερµανός ήταν δηµοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός για τις τηλεοπτικές παραγωγές του και τα ευθυµογραφήµατά του. Όταν βάλεις στο Google το όνοµά του, την παραπάνω φράση θα πάρεις ως απάντηση. Και όµως ο Φρέντυ Γερµανός δεν ήταν δηµοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός για τις τηλεοπτικές παραγωγές του και τα ευθυµογραφήµατά του. Ή, για την ακρίβεια, δεν ήταν µόνο αυτό. Ήταν κάτι σαν κολλητός, φίλος, η ψυχή της παρέας για όσους τον γνώρισαν. Και δεν εννοώ µόνο από κοντά – άλλωστε τα βιβλία του σε έβαζαν στον κόσµο και το µυαλό του. 

Και όταν στις 21 Μαΐου 1999 «έφευγε» από τη ζωή, τότε η έκφραση «ο κόσµος µας έµεινε φτωχότερος» απέκτησε νόηµα. 

Ο κόσµος, η λογοτεχνία, η δηµοσιογραφία, η τηλεόραση έχασαν έναν άνθρωπο που µας µεγάλωσε. Και ευτυχώς για εµάς συνεχίζει να µας «µεγαλώνει» µε το έργο που άφησε πίσω του. 

«Ξεκίνησα για να γίνω συγγραφέας, αλλά στο δρόµο έκανα δύο λάθη: έγινα δημοσιογράφος κι έκανα τηλεόραση» του άρεσε να λέει και συµπλήρωνε: «Τώρα που το ξανασκέφτοµαι ήταν σαν να ξεκίνησα για να χορέψω µπλουζ κι όταν έφτασα στην πίστα η ορχήστρα το γύρισε σε ροκ! Τι κάνεις στην περίπτωση αυτή; Χορεύεις ροκ όσο καλύτερα µπορείς! Η ζωή όµως ήταν καλή µαζί µου. Εδώ και κάµποσα χρόνια η ορχήστρα παίζει και πάλι µπλουζ…». Και κάθε φορά που ανοίγεις ένα από τα βιβλία του είναι σαν να παίζει αυτήν τη γλυκιά µελωδία στα αυτιά σου. 

 

Μια εξοµολόγηση

Ίσως η εισαγωγή να ακούστηκε αρκετά προσωπική και να δίνει λανθασµένες εντυπώσεις. Όχι, τον Φρέντυ Γερµανό δεν τον γνώρισα ποτέ, δεν ήµουν τόσο τυχερός. Όµως τον «γνώρισα» κάπου το 1990. Ήµουν δεν ήµουν 13 ετών, όταν στα χέρια µου έπεσε το νέο του ευθυµογράφηµα. «Ελλάς υπό το µηδέν» ο τίτλος του και σατίριζε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας εκείνη την περίοδο. 

Με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, µε το φαινοµενικά αθώο χιούµορ του, που όµως έσπαζε κόκαλα, µε αυτή την πένα που «σκότωνε» πιο αποτελεσµατικά και από σπαθί. Και τότε ερωτεύτηκα. 

Ερωτεύτηκα το γράψιµό του, το µυαλό του και µέσα στα επόµενα ένα-δύο χρόνια αγόρασα και διάβασα µε πάθος όλη τη βιβλιογραφία του (ναι, πλήρωσε πολλά η µητέρα µου εκείνη την περίοδο). 

Και αυτό που µε τρέλαινε στον Φρέντυ Γερµανό ήταν ότι δεν τον βαριόσουν ποτέ. Μπορούσες µετά από ένα χρόνο να επιστρέψεις και να διαβάσεις τα ευθυµογραφήµατά του -«Τζίµµυ, πάρε ένα φυστίκι» του 1978, «Φαπ» του 1975, «Τρελαθήκαµε εντελώς» του 1984- και να έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις για το σήµερα. Γιατί πέρα από την εξαιρετική πένα και το µοναδικό του χιούµορ του, ο Φρέντυ είχε ένα µοναδικό χάρισµα: τα γραπτά του ήταν πάντα επίκαιρα.

Διαφωνείς; Τότε δεν έχεις παράνα διαβάσεις το «Ελλάς υπό το µηδέν» και θα καταλάβεις. Είκοσι τέσσερα χρόνια µετά, αλλά τόσο γνωστά όλα. 

 

Ο… άλλος Φρέντυ Γερµανός

Και µπορεί ο Γερµανός να ήταν για εµάς, τους αναγνώστες, ένας δηµοσιογράφος, όµως παράλληλα ήταν «δάσκαλος», φίλος, σύζυγος και πατέρας. Και αυτή του την εικόνα είχε παρουσιάσει µε τον καλύτερο τρόπο η Ναταλία Γερµανού σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Life». 

«Τον θυµάµαι χαµογελαστό, µε πολλές απαιτήσεις από µένα στα επαγγελµατικά. Επίσης, τον θυµάµαι πάντα να προσπαθεί να µε κάνει έναν πολύ σωστό άνθρωπο» δήλωσε, ενώ θυµήθηκε και µια ιστορία µε τον πατέρα της. «Μια φορά, όταν ήµουν µικρή, είχαµε στο σπίτι µας µία γλυκύτατη κυρία που µας καθάριζε, µας µαγείρευε και γενικότερα µας βοηθούσε. Ξαφνικά, στο τραπέζι όπως τρώγαµε, γύρισα και είπα: “Κυρία Κατίνα, φέρε µου νερό!”. Τότε ο Φρέντυ άφησε το πιρούνι του κάτω, σηκώνεται από το τραπέζι, µε βουτάει από το σβέρκο σαν γατί και µε έσυρε ως την κουζίνα. Στην κυριολεξία µε έσυρε λες κι ήµουν γατί! Στην κουζίνα, µπροστά στην κυρία Κατίνα, µου είπε: “Πάρε το νερό µόνη σου, ζήτα συγγνώµη από την κυρία Κατίνα για τον τρόπο που της µίλησες και, από εδώ και πέρα, θα λες “σας παρακαλώ πολύ, θα µπορούσατε να µου φέρετε λίγο νερό;”. Έτσι θα µιλάς!”. Παρά το γεγονός ότι ήµουν µόλις 3,5 χρόνων, µου έµεινε για πάντα, καταγράφηκε στο “σκληρό δίσκο”. 

Από τότε, µέχρι και τα 15 µου, στις ατέλειωτες συζητήσεις µας, µου έλεγε: “Άκουσε να δεις, κοριτσάκι µου, στους διευθυντές και στα αφεντικά σου πούλα όσο τσαµπουκά θες και διεκδίκησε όσα µπορείς. Σε εκείνους που θα εργάζονται για εσένα, θα µιλάς στον πληθυντικό και µε σεβασµό”. Αυτό δεν το ξέχασα ποτέ και το διατηρώ ως αρχή µου για πάντα».

 

Φράσεις – Σταθμός

* Το πρόβληµα της Ενωµένης Αριστεράς σήµερα είναι πώς να µείνει ενωµένη και πώς να µείνει αριστερά. 

* Όλοι οι Έλληνες πάσχουν από το σύνδροµο του αυτοκινήτου. Όλοι, εκτός από µένα που είµαι Γερµανός. 

* Φαίνεται πως κάποια µαγικά πλάσµατα δίνουν ραντεβού όταν έρχονται σε αυτό τον κόσµο. (µιλώντας για τον Έλλη Λαµπέτη και τον Δηµήτρη Χορν)

* Η διασηµότητα δεν έχει σηµασία, γιατί είναι κάτι πολύ προσωρινό. ∆εν έχει σηµασία το κασέ σου, ή αν γίνεσαι εξώφυλλο. Σηµασία έχει αυτή η γλυκιά και ζεστή επαφή. 

* Η Ελλάδα είναι η χώρα που γέννησε τον πολιτισµό. Έκτοτε αναζητά το παιδί της σε βουνά και σε λαγκάδια, χωρίς να το βρίσκει. ∆εν θα το βρει ποτέ. Το παιδί µας τελείωσε. (από το βιβλίο «Τρελαθήκαµε εντελώς»)

* Κάθε φορά που τελειώνω ένα βιβλίο δεν ξέρω αν έχω γράψει παραµύθι ή εφιάλτη. 

* O πολιτισµός στην Ελλάδα, αφότου έγινε υπουργείο, ακολουθεί το παράδειγµα των δηµοσίων υπαλλήλων. Απεργεί. 

* Όλοι οι Έλληνες είναι λίγο συγγραφείς, εκτός από µερικούς συγγραφείς.

* H Eλλάδα είναι µια σχετικά µικρή χώρα. Παρ’ όλα αυτά, οι µισοί Έλληνες µισούν τους άλλους µισούς. Tο µίσος είναι το εθνικό χόµπυ της φυλής. Xωρίς µίσος ο Έλληνας είναι µισό. 

* Ξεκίνησα για να γίνω συγγραφέας, αλλά στο δρόµο έκανα δύο λάθη: έγινα δηµοσιογράφος κι έκανα τηλεόραση. Τώρα που το ξανασκέφτοµαι ήταν σαν να ξεκίνησα για να χορέψω µπλουζ κι όταν έφτασα στην πίστα η ορχήστρα το γύρισε σε ροκ! Τι κάνεις στην περίπτωση αυτή; Χορεύεις ροκ όσο καλύτερα µπορείς! Η ζωή όµως ήταν καλή µαζί µου. Εδώ και κάµποσα χρόνια η ορχήστρα παίζει και πάλι µπλουζ…

 

Δέκα πράγματα που πρέπει να ξέρεις

* Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5/9/1934

* Σε ηλικία 8 ετών έβγαλε τη πρώτη του εφηµερίδα µε τίτλο «Όλα για όλους»

* Αποφοίτησε από το Βαρβάκειο ως ο χειρότερος µαθητής στα θετικά µαθήµατα των τελευταίων 50 ετών

* Το 1953 πήρε µέρος στον Πανελλήνιο ∆ιαγωνισµό ∆ιηγήµατος Νέων µε το µυθιστόρηµα «Για µιαν εκδίκηση», κερδίζοντας το 2ο βραβείο και έπαθλο 500 δραχµών. 

* Από το 1953 εργάστηκε ως ελεύθερος ρεπόρτερ και έκανε πολλές αποστολές σε όλο τον κόσµο. 

* Ήταν ο µοναδικός Έλληνας δηµοσιογράφος που βρέθηκε το 1969 στο ακρωτήριο Κανάβεραλ και είδε τον Neil Armstrong να πατάει στο φεγγάρι. 

* Κυκλοφόρησε περισσότερα από 25 βιβλία, ενώ από το 1966 ασχολήθηκε και µε την τηλεόραση, µε τις εκποµπές του «Αλάτι και Πιπέρι» και «Πορτραίτο της Πέµπτης» να σηµειώνουν µεγάλη επιτυχία. 

* Έγραψε 3 θεατρικές παραστάσεις, «Για µια χούντα δολάρια» (1976), «Ένα γελαστό απόγευµα» (1978) και «Σορπράιζ Πάρτι» (1980). 

* Πέθανε στις 21/5/1999 σε ηλικία 65 ετών.