Αν θες να πάρεις μια ρεαλιστική γεύση του τι σημαίνει η φράση «παράσταση που διχάζει» στην πράξη, όταν δεν αποτελεί απλώς σάλτσα για κάποιον φιλόδοξο τίτλο, μπορείς να κλείσεις ένα εισιτήριο για το «Έγκλημα και Τιμωρία». Στο πρώτο μισάωρο, από ψιθύρους, νευρικές κινήσεις με τα πόδια και σκουντήγματα, ψιλιάζεσαι πως ένα ποσοστό των θεατών δεν είναι καθόλου χαρούμενο. Κάθε άλλο. Στο διάλειμμα επιβεβαιώνεσαι, όταν βλέπεις πολλούς από αυτούς να φεύγουν. Όχι να το σκάνε. Δεν το σκας ποτέ αναπολογητικά. Κάποιοι από αυτούς θέλουν να κάνει θόρυβο η παραίτησή τους έστω από την υποκριτική ευγένεια και την υπομονή στην οποία εξαναγκάζει. Το promo της παράστασης του Βασίλη Μπισμπίκη ως «ελεύθερη μεταγραφή του εμβληματικού μυθιστορήματος του Ρώσου συγγραφέα, μεταφέροντάς το στην Αθήνα του 2023» ομολογουμένως δεν ήταν αρκετό για να προετοιμάσει τους θεατές. Στα καλά νέα, όσοι δεν έφυγαν στο διάλειμμα το βρήκαν αριστουργηματικό, όπως το ζευγάρι 60άρηδων με το οποίο έτυχε να περπατάμε δίπλα δίπλα από την έξοδο της Στέγης ως και το σημείο που έτυχε να έχουμε συμπτωματικά παρκάρει. 

Είναι ρισκαδόρικο το εγχείρημα να μεταφέρεις ένα κλασικό έργο στην Ομόνοια του 2023; Υπάρχει μια φοβία σε ό,τι αφορά κλασικά έργα σαν το «Έγκλημα και Τιμωρία», με όποιο ρίσκο επιχειρείται να εφαρμοστεί σε αυτά, να αναγκάζει τον δημιουργό να μετανιώνει για καιρό; Γιατί αρνούμαστε να δούμε το λούμπεν ως κομμάτι της κοινωνίας που ζούμε, ως εξάρτημα της ίδια πόλης στην οποία εμείς κορνάρουμε ανενόχλητοι, παριστάνοντας πως αποτελούν οικονομιδικά ευρήματα ή προβολές από κάποιο σύμπαν; Αυτά, αλλά και ζητήματα όπως η αντιεξουσιαστική ταυτότητα, τον φόβο της νέας ζωής και τα «λογοτεχνικά» παιδικά του χρόνια συζητήσαμε με τον Ρασκόλνικοβ της παράστασης, Θοδωρή Σκυφτούλη, ο οποίος από το χειρότερο είδος μπάτσου στον Τυχαίο Θάνατο ενός Αναρχικού, μεταμορφώθηκε σε μαφιόζο της αθηναϊκής βαθιάς νύχτας στο Τάο πριν γίνει αιώνιος φοιτητής, Εξαρχειώτης YouTuber με “ιδιαίτερες” απόψεις περί τιμωρίας και αξίας της ανθρώπινης ζωής στο Έγκλημα και Τιμωρία. 

Ζούμε σε ένα σημείο που χωρίζουμε τη ζωή πριν και μετά τα Τέμπη. Νιώθεις ότι συλλογικά βιώνουμε ένα παρατεταμένο άγχος; Σαν να περιμένουμε το επόμενο στραβό που θα μας βρει;

Σίγουρα το άγχος έχει να κάνει με την ανάθεση των αισθημάτων του φόβου και της ανασφάλειας από το κράτος στην κοινωνία. Οπότε είναι μοιραίο να σκέφτεσαι τι άλλο θα συμβεί. Από τη μεριά κυρίως του κράτους απέναντι στον κόσμο. Σίγουρα είναι ένα σημείο που βαράει κόκκινο αυτό που έγινε στα Τέμπη για το τι θα κάνουμε με τις ζωές μας και αν θα πρέπει να αρχίσουμε να μη φοβόμαστε και αν θα πρέπει να αναλάβουμε και εμείς την καθημερινότητά μας και τη δούμε με έναν διαφορετικό τρόπο. 

Νομίζω πως καταλάβαμε πως είμαστε ξεκάθαρα μόνοι μας. 

Είμαστε μόνοι μας, ναι. Αυτό είναι πραγματικά σημαντικό να το κατανοήσουμε, γιατί μπορούμε να δημιουργήσουμε δικές μας ρωγμές στην καθημερινότητά μας, γιατί φαίνεται, ξεκάθαρα πια, ότι δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα από το κράτος. Και λίγο πριν τα Τέμπη εμείς φυσικά αυτό το βιώσαμε εξ ολοκλήρου οι καλλιτέχνες, με το κομμάτι της απαξίωσης του Πολιτισμού από το κράτος, για άλλη μια φορά. 

Ναι, φυσικά, οι «απόφοιτοι λυκείου».

Ναι, είμαστε όλοι απόφοιτοι λυκείου. Και καταλαβαίνεις πως όλη αυτή η απαξίωση είναι διαχρονική. Από την πανδημία, όπου στο διάγγελμά του ο Μητσοτάκης δεν ανέφερε καν τους καλλιτέχνες. Είμαστε σε μια κατάσταση εξαίρεσης, ο χώρος τον καλλιτεχνών, οπότε εμάς μας έχει γίνει βίωμα το να κάνουμε παραστάσεις μόνοι μας και να μην περιμένουμε μια κρατική βοήθεια. Και για αυτό γίνονται και τόσες πολλές παραστάσεις. Που ΟΚ, μπορεί να μη γίνονται με τρόπο οικονομικά ομαλό και όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά τουλάχιστον υπάρχει η ανάγκη να κάνεις πράγματα στο Θέατρο κυρίως. Οπότε ένας τρόπος είναι να φτιάχνεις ομάδες και να δημιουργείς μια πρόταση καλλιτεχνική. 

Έχω την αίσθηση ότι το κοινό σας ακολουθεί σε αυτό. Διαπιστώνω ότι οι άνθρωποι πηγαίνουν όλο και περισσότερο στο Θέατρο πλέον. 

Πηγαίνουν. Υπάρχει αυτή η απομάγευση των μεγάλων θεαμάτων και ο άνθρωπος έχει βρει τον σπόρο της αλήθειας των πραγμάτων στο θέατρο. Πραγματικά θεωρώ ότι υπάρχει μια αλλαγή στον κόσμο σε σχέση με το θέατρο. Τα μεγάλα θεάματα υπάρχουν σίγουρα, αλλά έχουν αρχίσει να σκεπάζονται από ένα κύμα νέας αισθητικής που έρχεται και μιας νέας καλλιτεχνικής πρότασης στο θέατρο. 

Μαζικά, το κοινό, αν δεν κάνω λάθος, σε γνώρισε στον Τυχαίο Θάνατο Ενός Αναρχικού. Δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω πώς είναι για έναν άνθρωπο της δικής σου πολιτικής φιλοσοφίας και στάσης να παίζει έναν μπάτσο. 

Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Μου αρέσει εμένα αυτή η αντίθεση, γιατί σου ανοίγεται ένα τεράστιο πεδίο να μιλήσεις για την κρατική βία, για παράδειγμα, με έναν τρόπο αντίθετο, με το μπρεχτικό στοιχείο της αποστασιοποίησης, ενός χιούμορ, που όμως θέλει κάτι να πει. Δεν είναι χιούμορ για να περάσει η ώρα. Γελάς με το άθλιο. Με τη βία που μπορεί να προκαλεί ένας μπάτσος, ας πούμε. 

Περιγράφεις αυτό που νιώσαμε σε πολλά σημεία παρακολουθώντας την παράσταση. Αυτό ξεσπάς σε γέλια, αλλά στο τέλος το γέλιο μπορεί και να καταλήξει σε κλάμα απελπισίας. 

Αυτό ακριβώς. Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον αυτό το στοιχείο. Να καταφέρεις να περάσεις στον θεατή όλη τη συναισθηματική γκάμα σε μια παράσταση. Χωρίς να είσαι δεικτικός και καταγγελτικός. Δηλαδή εμένα με αφορά πάρα πολύ αυτό θέατρο της επιθεώρησης, της πολιτικής επιθεώρησης, όχι όπως όλοι ξέρουμε φυσικά την επιθεώρηση, έτσι; Είναι ένα κομμάτι που έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί είσαι ελεύθερος να πεις πράγματα με έναν τρόπο καλλιτεχνικό, χωρίς να κουνάς το δάχτυλο. Είναι πολύ σημαντικό αυτό και πολύ δύσκολο. Αλλά αξίζει τον κόπο κανείς να το κάνει. 

Πριν ήσουν στο “Τάο” και τώρα σε βλέπουμε στο “Έγκλημα και Τιμωρία”. Θέλω να μου πεις, ειλικρινά, ποιες ήταν οι πρώτες σκέψεις σου όταν διάβασες το έργο, γιατί νομίζω είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεσαι με τον Βασίλη Μπισμπίκη. 

Ναι, είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι μαζί του και έπεται και συνέχεια, γιατί δέσαμε πολύ με τον Βασίλη. Είναι ένας άνθρωπος πολύ ανοιχτός, έχει τεράστια έμπνευση και έχει ζήσει πράγματα που έχω ζήσει και εγώ από μια άλλη μεριά, οπότε έχουμε κάπως δεθεί σε σχέση με τις ζωές μας. Όταν διάβασα το έργο που μου έδωσε ο Βασίλης και όχι το Έγκλημα και Τιμωρία το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον, το να μεταφέρει το έργο στην Αθήνα του σήμερα, στην Ομόνοια. Σε έναν κόσμο που είναι σε εξαίρεση, που για το κράτος και για την κοινωνία δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι. Το λούμπεν στοιχείο, που από τη μια είναι ζοφερό, αλλά από την άλλη έχει και πολύ χρώμα, γιατί η αλήθεια είναι πως πήγα και γύρισα τα στενά της Ομόνοιας επί τούτου και πραγματικά έχει τρομερή αντίθεση επικινδυνότητας, αλλά και πολυχρωμίας και ζωής. Είδα, δηλαδή, ξανά τρίκυκλο, το οποίο το θυμάμαι σαν στοιχείο παλιών ταινιών και ξαναείδα τρίκυκλα, όχι ένα, πολλά, με τα οποία μεταφέρουν οι Κινέζοι διάφορες κούτες. Υπάρχει, δηλαδή, μια ζωή από τα κάτω, η οποία έχει πολύ ενδιαφέρον και φυσικά πολλοί που έρχονται να δουν την παράσταση τη θεωρούν υπερβολική. Είναι σαν να κλείνουν τα μάτια στην πραγματικότητα. Είναι σαν να επιμένουν στο «είμαστε καλά, είμαστε καλά». Σαν να υπάρχει ακόμα αυτή η αίσθηση και η ανάγκη σε ένα κομμάτι του κόσμου και των κριτικών να κλείνει τα μάτια σε έναν τέτοιο κόσμο. Και εμείς το αναδεικνύουμε με έναν τρόπο, ότι υπάρχει και αυτός ο κόσμος. 

Αυτός ο κόσμος, όπως τον έχετε μεταφέρει πάνω στη σκηνή, υπάρχει εκεί έξω. Δεν είναι οικονομιδικό δημιούργημα. Γιατί αρνούμαστε τόσο πολύ να συνειδητοποιήσουμε πως δεν είναι από άλλο σύμπαν, αλλά εδώ δίπλα μας, στη δίπλα γειτονιά;

Είναι ο Ζακ Κωστόπουλος, είναι ο Γρηγορόπουλος. Ο Ζακ Κωστόπουλος δολοφονήθηκε στα στενά της Ομόνοιας. Δολοφονήθηκε βάναυσα, με ξύλο. Τον βαράγανε είκοσι άτομα. Και ο μαγαζάτορας και οι αστυνομικοί και ο κόσμος καθόταν και το κοιτούσε. Είναι φόβος. Ένα «δεν το θέλω αυτό», «το φοβάμαι», «κλείνω τα μάτια». Υπάρχει μια εξατομίκευση στον κόσμο, θέλει να τα βλέπει όλα ωραιοποιημένα, να έχει ωραίες εικόνες και να κοιμάται ήσυχος τα βράδια. Δεν νοιάζεται για το κομμάτι της καθημερινότητάς του και πώς θα την καλυτερεύσει. Με αυτή την έννοια πιστεύω κλείνουν τα μάτια όλοι σε αυτό. Και χαίρομαι πολύ που λες ότι δεν είναι οικονομιδικό, γιατί και εγώ πιστεύω ότι έχει πολλές εικόνες μαγικές και υπάρχει και μια ζωή μέσα στην παράσταση, που είναι ο έρωτας με τη Σόνια. Δημιουργείται ένα πολεμικό κλίμα τώρα, σε σχέση με αυτές τις παραστάσεις, ότι υπάρχει μια υπερβολή. Τόσες γυναικοκτονίες γίνονται, προχθές διάβαζα ότι βγήκαν όπλα σε τρεις περιοχές ταυτόχρονα, για ξεκαθαρίσματα λογαριασμών -το λέω και για το Τάο αυτό- αλλά θέλω να πω, χωρίς να θέλω να δημιουργήσω ένα κλίμα φοβικό, ότι υπάρχει και αυτό και υπάρχει και κόσμος, ο οποίος θέλει να το βλέπει. Υπάρχει πολύς κόσμος που θέλει να το βλέπει. Αυτό το ερώτημα πρέπει να θέτουν στον εαυτό τους αυτοί που δεν τους αρέσει. Γιατί πάει ο κόσμος και βλέπει αυτές τις παραστάσεις; Γιατί πια έχουν περάσει είκοσι χρόνια και εγώ αυτό που έχω να παρατηρήσω είναι ότι είμαστε στο 2023. Ζήσαμε από τη δεκαετία του 1980 μια εποχή ευμάρειας, ευδαιμονισμού, χρηματικής σπατάλης, που είχαν καλύψει όλα αυτά τα πράγματα, όλο αυτόν τον κόσμο, δεν του δίναμε σημασία και τώρα πια που ήρθε η κρίση και όλο αυτό έχει μπει στο κέντρο της πόλης, αρχίζουμε και το θεωρούμε ξένο σε εμάς. Και τώρα πια εμείς πρέπει να ασχοληθούμε με το ’80 και το ’90. Δηλαδή ο θυμός που υπήρχε μέσα μας, αλλά τον κρατούσαμε λόγω της οικονομικής ευμάρειας, αποκαλύπτεται. 

Αυτό το βλέπω και στο θέατρο. Που όλοι θέλουν να μην «ενοχλήσουμε» τον θεατή. Να μην του δείξουμε αυτό το πράγμα. Να μην τον ξεβολέψουμε. Και η παράσταση του Βασίλη, αλλά και αυτό που κάναμε στο Τάο, με τη Δανάη, αυτόν τον χαρακτήρα έχει. Και για αυτό έχει και τεράστια απήχηση. Και οι δυο παραστάσεις. Ασχέτως ενός κόσμου που έχει φοβηθεί ότι τον ξεπερνάει η εποχή του και παλεύει με νύχια και με δόντια να μην πέσει αυτό το σύστημα, γράφει και σχολιάζει με έναν τρόπο σχεδόν χυδαίο. Ότι πρέπει να σταματήσει αυτό το θέατρο τώρα. Αυτό για εμένα είναι φασιστικό και καθοδηγητικό για τον πολιτισμό. Αλλά πιστεύω ότι έρχεται ένα κύμα που θα τους σκεπάσει όλους αυτούς και το έχουν καταλάβει και έχουν τρομοκρατηθεί. 

Πάντως, βλέποντας το Έγκλημα, γίνεται σαφές από πάρα πολύ νωρίς, ότι αυτή η παράσταση θα διχάσει το κοινό που βρίσκεται στην αίθουσα. Αυτό εσύ το θεωρείς νίκη; Το θεωρείς ήττα; Σου είναι παντελώς αδιάφορο γιατί μπορεί να σκέφτεσαι «ΟΚ, εγώ θέλω να κάνω μια δουλειά που πιστέυω, δεν με απασχολεί τι σκέφτεστε»; Σε ποια πλευρά είσαι; 

Εγώ είμαι με τον κόσμο. Αυτό που με απασχολεί είναι αν επικοινωνείται στον κόσμο και θεωρώ ότι επικοινωνείται σε έναν μεγάλο βαθμό. Σίγουρα έχει να κάνει και με το γεγονός ότι ο Βασίλης ήταν στο Καρτέλ και οι παραστάσεις του ήταν πολύ κοντά στο κοινό, ο κόσμος ήταν πολύ κοντά σε αυτό που έβλεπε, τώρα είναι σε μια απόσταση, και αυτό ενδέχεται να δημιουργεί και ένα θέμα στην παρακολούθηση της παράστασης. Εγώ θεωρώ πως εκεί δημιουργείται το θέμα. Θα μπορούσε να είναι σε έναν άλλο χώρο αυτή η παράσταση και ευελπιστούμε ότι θα πάει κιόλας στο Καρτέλ του χρόνου και νομίζω ότι θα αποκτήσει και ένα άλλο νόημα. 

Το λες για την εγγύτητα;

Και για την εγγύτητα φυσικά, αλλά και ο κόσμος που θα έρθει, θα ξέρει ότι έχει έρθει στο Καρτέλ του Βασίλη και όχι στη ΣΤΕΓΗ να δει μια παράσταση. Θέλω να πω ότι υπάρχει και μια ταυτότητα γύρω από αυτές τις παραστάσεις που γίνονται. Είναι, πάντως, και καλό που ένας κόσμος που δεν έχει δει ποτέ παραστάσεις του Βασίλη να δει ότι υπάρχει και αυτό το θέατρο και ας μη συμφωνεί. Είναι πολύ θεμιτό και πολύ ωραίο. Το να φεύγει κάποιος από μια παράσταση, ένα κομμάτι του εαυτού μου, το αισθάνεται με χαρά. Προφανώς δεν εννοώ ότι χαίρομαι που φεύγει ένας άνθρωπος, αλλά λέω ΟΚ, κάτι του κάνουμε αυτού του ανθρώπου. Κάπου μετακινείται και κάπου ενοχλείται. Τώρα δεν ξέρω με τι μπορεί να ενοχλείται, αλλά σίγουρα ενοχλείται, άρα έχεις προτείνει κάτι που έχει ρίσκο. 

Δεν θα ξεχάσω ότι όταν ήρθα να δω την παράσταση, στο τέλος, μια παρέα μπροστά μου σχολίασε «τρίζουν τα κόκαλα του Ντοστογιέφσκι». Θεωρείς ότι υπάρχει μια φοβία με τα κλασικά έργα; 

Υπάρχει μια παρελθοντολαγνεία στην κοινωνία μας και κυρίως στους ανθρώπους που έχουν διαβάσει και θεωρούν μύθους όλους αυτούς τους ανθρώπους, που είναι μύθοι σίγουρα, αλλά ξέρεις, είναι σαν να λέμε ότι δεν θα κάνουμε Οιδίποδα Τύραννο διαφορετικά, δεν θα κάνουμε Αριστοφάνη διαφορετικά. Είναι αδιανόητο όλο αυτό το πράγμα και θεωρώ ότι είναι αυτό. Ότι δηλαδή υπάρχει αντίσταση στον κόσμο στο να μην αγγίζουμε μεγάλους συγγραφείς. Αυτό είναι στοιχείο της εποχής μας. Είναι αυτό που σου έλεγα πριν, ότι αλλάζουν τα πράγματα. Αλλάζουν οι σχέσεις του θεατή, αλλάζει το θέατρο. Το θέμα είναι κατά πόσο θα ανέβεις στο καράβι ή δεν θα ανέβεις. Θα μπορούσε να γίνει ένας Ντοστογιέφσκι και να πει το κοινό ωραία σκηνικά, ερμηνιάρα ο Θοδωρής ο Σκυφτούλης στον Ρασκόλκινωφ, και ΟΚ. Το θέμα είναι ότι ο Βασίλης προτείνει κάτι για την Αθήνα, για το τώρα, για το σήμερα. Δεν έχει γραφτεί τίποτα σε σχέση με αυτό. Για το πώς ζούμε ρε παιδιά σήμερα; Πώς ζούμε στο 2023; Το κέντρο είναι ρημαγμένο. Με αυτό; Δεν πρέπει να ασχοληθείς με αυτό; Ένας άξονας είναι η Αθήνα του σήμερα. Δεν θα μιλήσουμε για την Αθήνα του σήμερα; Να μιλήσουμε για τη Ρωσία του 1800; Για ποιο λόγο; Ο Βασίλης είναι ένας δαιμονισμένος άνθρωπος, που έχει ζήσει στην Ομόνοια. Είναι αυθεντικό όλο αυτό. 

Είναι υποθέτω και ένας τρόπος να περάσεις αυτό το έργο σε ένα παιδί 20-22 χρονών που μπορεί και να μην διαβάσει ποτέ το Έγκλημα και Τιμωρία. Να μην πέσει στα χέρια του ποτέ. 

Αυτή η παρελθοντολαγνεία είναι σαν να λέμε «αχ να είχαμε τα παλιά τηλέφωνα που γυρίζαμε με το δάχτυλο». Ε, δεν το έχουμε αυτό. Τι να κάνουμε τώρα; Να το επαναφέρουμε; Έχουν αλλάξει τα πράγματα. Η νεολαία έχει δείξει τον δρόμο, που είναι σε έναν μηδενισμό, ο οποίος σε εμένα είναι δημιουργικός μηδενισμός, που με ενδιαφέρει με έναν τρόπο. Κι εγώ όταν διάβασα το έργο και είδα ότι είμαι ένας YouTuber λέω ΟΚ πώς θα γίνει αυτό; Αλλά βλέπω τώρα τον γιο μου, τον τρόπο που ζει και πραγματικά έτσι είναι. Δηλαδή τι να πούμε; Ότι δεν είναι έτσι; Κατάλαβες.

Μιλώντας για τον γιο σου, μου δημιουργείται η απορία αν έκανες και εσύ τι σκέψη που κάνουμε όλοι, ιδίως οι άνθρωποι της δικής μου γενιάς, «σε τι κόσμο τώρα να φέρω ένα παιδί;».

Όχι. Νομίζω πως η απάντηση στη ζωή είναι η ίδια η ζωή. Πρέπει να παλεύεις για αυτό και νομίζω ότι η γέννηση ενός παιδιού, έτσι όπως το βλέπω εγώ και όπως τον έχω μεγαλώσει τώρα πια και είναι έφηβος, είναι η απάντηση στην ίδια τη ζωή. Το να φέρνεις σε αυτόν τον κόσμο ανθρώπους αυτόνομους, με δική τους άποψη, την οποία θα μεταλαμπαδεύσουν και σε εσένα πριν πεθάνεις. Διακρίνω στον Γρηγόρη, τον γιο μου, ένα πράγμα που με κάνει ακόμα πιο δημιουργικό, ακόμα πιο αγωνιστικό. 

Σου δίνει μια γεύση από το μετά.

Βέβαια. Βλέπω τώρα ας πούμε πώς στη σχολική κοινωνία τους ασχολούνται με το κομμάτι του φύλου και πώς δεν υπάρχει κανένα θέμα στο ντύσιμο, στο αν είμαι αγόρι, είμαι κορίτσι, δεν είμαι τίποτα. Όλο αυτό το κομμάτι έχει μπει πολύ μέσα στο σχολείο και στην κοινωνία. Θυμάμαι εμάς, τη γενιά μας, πώς λειτουργούσαμε, τι bullying υπήρχε σε αυτά τα θέματα. 

Επόμενη ερώτηση: τι σημαίνει το να είσαι αντιεξουσιαστής το 2023;

Ναι. Ωραία. (γέλια) Το λέω συνέχεια αυτό, γιατί το πιστεύω. Ένας αντιεξουσιαστής πρέπει να προκαλεί ρωγμές στην καθημερινότητά του. Σίγουρα δεν μπορεί να γκρεμίσει το σύστημα μονομιάς, σε καμία περίπτωση. Πραγματικά υπάρχει και ένας νέος λόγος στον αντιεξουσιαστικό χώρο, πιο κοινωνικός, που ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας πια έχει καταλάβει, γιατί σε ένα κομμάτι της έχει εισχωρήσει. Βλέπουμε συλλογικότητες σε γειτονιές, διάφορες ομάδες. Υπάρχει πια αυτός ο λόγος της άμεσης δημοκρατίας και της μη κατάληψης εξουσίας, δεν είναι κάτι φοβικό πια για ένα κομμάτι του κόσμου και μετά την κατάρρευση και της αριστεράς τα τελευταία χρόνια και την απομυθοποίηση όλου αυτού του πράγματος, έχει δημιουργήσει μεγάλες ρίξεις για εμένα. Ένας αντιεξουσιαστής, λοιπόν, πρέπει να κάνει ακριβώς αυτό. Να δημιουργεί ρωγμές στην καθημερινότητά του. Όσο μπορεί. Δεν θα καταφέρει να ρίξει το σύστημα μόνος, αλλά θα νιώθει με τον τρόπο που ζει ότι κάπως κι εγώ είμαι αντιεξουσιαστής. (γέλια)

Έχεις χαρακτηρίσει την παιδική σου ηλικία «λογοτεχνική». Ζούμε στην εποχή της ψυχανάλυσης και της ψυχοθεραπείας. Έχεις παραδεχτεί είτε μεθυσμένος σε ένα μοαρ, είτε στην πολυθρόνα κάποιου θεραπευτή ότι ΟΚ, έχω και τραύματα. Από τις συλλήψεις, από τη βία των «άλλων».

Θα σου πω. Εκείνη την εποχή ήμουν πολύ τυχερός, γιατί πραγματικά όλος ο περίγυρος, από το σχολείο μέχρι το μπάσκετ που πήγαινα, μέχρι τους φίλους μου, την οικογένειά μου, τους γείτονές μου, όλοι δημιουργούσαν ένα πέπλο ασφάλειας και μεγάλης αποδοχής. Σίγουρα ένας μίσος για το κράτος και το πώς συμπεριφέρθηκε υπάρχει, αλλά εκείνες οι εποχές είναι πραγματικά χαραγμένες στο μυαλό μου λογοτεχνικά. Έχω ζήσει συλλήψεις μπροστά μου, πολλά πολλά, που μου έδωσαν δύναμη. Το έχω σκεφτεί ψυχαναλυτικά ότι όλη αυτή η συσσώρευση εμπειριών με έκανε να θέλω να εκφραστώ με έναν τρόπο στο θέατρο. Στην ψυχανάλυση που κάνω συζητάω ότι δεν αισθάνομαι τραυματισμένος, αισθάνομαι γεμάτος. Ίσως αν μου συνέβαινε τώρα να μην ήταν έτσι, αλλά συνέβη τότε και όλο αυτό το κομμάτι μου δίνει δύναμη. 

Πώς είναι ο χώρος μετά το MeToo; Τώρα που έχει περάσει και ένα εύλογο διάστημα; Πώς τον βιώνεις;

Τον βιώνω με τεράστια δυναμική. Και αυτό ξεκινάει από το Σωματείο, που άλλαξε ριζικά και το ανέλαβαν άνθρωποι που ασχολούνται πολύ με αυτό και φανατικά, και αυτό φτάνει μέχρι και στη διαδικασία των προβών που έχω συμμετάσχει. Έχει αλλάξει πολύ. Ακόμα στα τελευταία γεγονότα που έγιναν με τις καταλήψεις, από τον τρόπο που έκαναν τα παιδιά τις συνελεύσεις τους διαφάνηκε ότι όλο αυτό θα καθυστερήσει πάρα πολύ να ξαναφανεί σε πρόβες και σε θιάσους. Και όλοι αυτοί που υπάρχουν ακόμα, γιατί σίγουρα υπάρχουν ακόμα, πραγματικά πιστεύω πως έχουν λουφάξει. Είναι συγκινητικό με έναν τρόπο. Πια δεν φοβάσαι να μιλήσεις και να διεκδικήσεις.