Ήταν πριν από περίπου 10 χρόνια όταν ο Γιάννης Χαρούλης άλλαξε οριστικά πίστα. Χωρίς να είναι mainstream με τη στενή έννοια του όρου, απευθύνθηκε σ’ ένα κοινό που ήταν ταυτόχρονα πιστό μα και ετερόκλητο, κερδίζοντας τους πάντες με την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητά του. Αν θα έπρεπε να βρούμε το ορόσημο αυτής της μετάβασης, θα ήταν εκείνο το live στο Λυκαβηττό, με αφορμή τη συμπλήρωση 10 ετών από τότε που ήρθε στην Αθήνα αφήνοντας την Κρήτη. Αυτό τις μέρες, 20 χρόνια πλέον από εκείνα τα πρώτα live στο Χαμάμ, εμφανίζεται στο VOX σε αλλεπάλληλα sold out.

Θα έλεγε κάποιος ότι αν κάτι εμπεδώθηκε στη διάρκεια αυτών των χρόνων που μεσολάβησαν από το 2013 είναι αυτό: Ο Χαρούλης είναι ο καλλιτέχνης των sold out. Ωστόσο, αν και είναι ακριβές, αποκαλύπτει τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή βρίσκεται στο χάρισμά του να δίνει στις μαζικές εμφανίσεις του ένα χαρακτήρα χειροποίητο.

Στα live του συνηθίζει να κάνει το λογοπαίγνιο «Χάρης Γιαννούλης στο λαούτο, Γιάννης Χαρούλης στη φωνή». Οι συστάσεις κρίνονται απαραίτητες όχι μόνο διότι κυλάει ρακή στις φλέβες σου και δεν είναι το φόρτε σου να συγκρατείς ονόματα, αλλά κυρίως επειδή ο ίδιος ο Χαρούλης σε πιάνει από το χεράκι και σε πηγαίνει στα βασικά της μουσικής. Εκεί όπου φασκιώθηκε, κάτω από σκιές θεόρατων βράχων και δίπλα σε ρυάκια. Και όλα αυτά, δίχως στάλα φολκλόρ (όσο και αν η προηγούμενη πρόταση έκανε ακριβώς αυτό), αλλά με μια ειλικρινή και άσβεστη περιέργεια που είναι ταυτόχρονα οικεία και αναπάντεχη.

Η καθημερινότητα μας εδώ και ένα 1,5 μηνα και σίγουρα για ένα μεγάλο ακόμα διάστημα θα χωρίζεται σε «πριν και μετά τα Τέμπη». Σε καθαρά προσωπικό επίπεδο τι έχει αφήσει σε σένα; Πώς το διαχειρίζεσαι;

Ο πόνος έχει και ένταση, έχει και βάθος. Δεν μπορώ να φανταστώ τους ανθρώπους που έμειναν πίσω, δεν μπορώ να συλλάβω πόσο πονούν οι συγγενείς, οι φίλοι, οι σύντροφοι. Από τη μία αυτή η τραγωδία και από την άλλη η σκέψη ότι στην ενήλικη ζωή μας οι επιλογές έχουν κόστος. Όταν βλέπεις ότι για ένα τέτοιο βαρύ γεγονός οι υπεύθυνοι δεν αναλαμβάνουν ευθύνες, όχι απλώς δεν κλείνει η πληγή, αλλά νιώθεις βαθιά απογοήτευση. Αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο μπορεί να δοθεί σε κάποιους η ευθύνη; Το ρήμα «αναλαμβάνω» δεν υπάρχει πια.

Η ίδια αυτή περίοδος έχει συμπέσει με τις εμφανίσεις στο VOX. Από τη μία ο εγκλεισμοί, από την άλλη γεγονότα όπως αυτά, πλέον στα live αναζητούμε το κοινό βίωμα, την κοινή εμπειρία. Αυτό ίσχυε διαχρονικά για τις δικές σου εμφανίσεις, όμως έχεις παρατηρήσει κάτι διαφορετικό, κάτι πιο ιδιαίτερο στη σύνδεση με το κοινό είτε τώρα είτε στα live του καλοκαιριου;

Υπήρξαν στιγμές που ένοιωσα και μοιράστηκα πηγαία συναισθήματα, αυθεντικά. Στιγμές που ήταν ξεκάθαρη η σύνδεση και ο συντονισμός. Όλα αυτά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με όσα ζήσαμε και ζούμε. Σαν να θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα παράλληλο σύμπαν που θα μας πάει παρακάτω. Βίωσα όμως και καταστάσεις που ήταν ευδιάκριτο ότι  προσπαθούσαμε να θυμηθούμε πώς είναι να περνάμε καλά. Ειδικά στην αρχή, ήταν ξεκάθαρη η ανάγκη να αποσυμπιεστούμε, να θυμηθούμε πώς ήταν όταν ήμασταν πιο ανέμελοι. Σαν άνθρωπος είμαι επιρρεπής στο να νιώθω τη στενοχώρια των ανθρώπων. Η μουσική βοηθά σε όλο αυτό, ακόμη και ένα μελαγχολικό τραγούδι μπορεί να προκαλέσει μία χειμαρρώδη χαρά, σαν λύτρωση.

Εδώ και αρκετά χρόνια, ένα από τα πιο γνωστά συναυλιακά κλισέ είναι η φράση «προστέθηκε νέα ημερομηνία στις εμφανίσεις του Γιάννη Χαρούλη». Πέρα από την προφανή συγκίνηση, τι άλλο σημαίνει για εσένα αυτή η πλατιά και μαζική αποδοχή.

Ισχύει η συγκίνηση. Παράλληλα όμως δημιουργείται και μια ευθύνη, η οποία κατά καιρούς με κάνει να ανασηκώνομαι και να ετοιμάζω πράγματα και άλλοτε μου δημιουργεί ένα βάρος. Δε νομίζω ότι είναι κάτι που συνηθίζεται και ίσως δεν πρέπει να συμβεί αυτό. Δεν πιστεύω ότι ποτέ θα το δω σαν δεδομένο και ούτε θα μου άρεσε. Κάθε βραδιά είναι ζωντανή, δυναμική και δεν μοιάζει με την προηγουμένη ή την επόμενη, είτε έχει πολύ κόσμο είτε λίγο.

Λόγω αυτής της αποδοχής, πολλοί λένε ότι «Ο Γιάννης Χαρούλης είναι ο μοναδικός ροκ σταρ της Ελλάδας;». Υπάρχει κάτι ροκ στη ζωή σου;

Απορώ κι έγω…  Δεν ξέρω τι εννοείς ροκ. Ροκ για μένα είναι οι στιγμές που αποτινάσσουμε ένα βάρος και ξεσπάμε με την αλήθεια μας. Είναι ο τρόπος ζωής που επιλέγουμε. Ξέρω κάτι «μπαρμπάδες» και κάτι «θειάδες» που παρά την ηλικία τους σηκώνονται στα πόδια τους και κάνουν φοβερά πράγματα. Αυτοί είναι ροκ. Έχω δει ροκ σταρ να παίζουν με κουτάλια και να τραγουδούν ελεύθερα σε μια παρέα. Εγώ λοιπόν δεν ξέρω αν είμαι ροκ σταρ. Υπάρχουν στιγμές που συναντιέμαι με μία ροκ στάση ζωής και άλλες όχι.

Το «Κολιμπρί» είναι το πέμπτο studio album σου, το το πέμπτο σε 20 χρόνια παρουσίας στη δισκογραφία. Είσαι κάπως φειδωλός στις κυκλοφορίες. Πώς έχει προκύψει αυτό;

Ανέκαθεν αναζητούσα τραγούδια με τα οποία μπορούσα να συνδεθώ. Τραγούδια μέσα από τα οποία έχω να πω κάτι. Υπήρξαν φορές που αυτό δε στάθηκε δυνατό. Έχει τύχει να μετανιώσω για κάποια που δεν είπα, αλλά και για άλλα που είπα. Ουσιαστικά όταν τα ακούω δεν μπαίνω στη διαδικασία να φανταστώ το μετά, στέκομαι περισσότερο στο τι νιώθω εκείνη τη στιγμή. Άρα αυτές οι πέντε κυκλοφορίες έχουν εκείνα τα τραγούδια με τα οποία, σε μία δεδομένη στιγμή, συνδέθηκα ουσιαστικά και με ειλικρίνεια.

Θα έλεγες ότι νιώθεις πιο άνετα στις συνθήκες που γεννά ένα περιβάλλον ζωντανών εμφανίσεων παρά σε εκείνες της διαδικασίας ηχογράφησης νέου υλικού;

Μεγάλωσα μέσα σε παρέες και πανηγύρια και στο ξεκίνημά μου κατά βάσει έκανα ζωντανές εμφανίσεις, οπότε αυτές οι συνθήκες μου ήταν πιο γνώριμες. Με τον καιρό όμως κάτι άρχισε να αλλάζει και πλέον μου είναι εξίσου οικείο το να μπαίνω στο στούντιο και να ηχογραφώ. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι οι συναυλίες με βοηθούν στο να καταπιάνομαι με το συναίσθημα του «τώρα» και ενισχύουν την επαφή με τους ανθρώπους.

Έχεις δώσει διαπιστευτήρια ως ερμηνευτής, στο «Κολιμπρί» όμως σε γνωρίζουμε περισσότερο και ως τραγουδοποιό. Νιώθεις πιο κοντά με μία από τις δύο αυτές ταυτότητες ή τελικά κυριαρχεί αυτό το «Χάρης Γιαννούλης στο λαούτο, Γιάννης Χαρούλης στη φωνή»;

Η αλήθεια είναι ότι από μικρή ηλικία υπήρχε μια διαμάχη. Όταν με έπιανε το μερακλίκι στο λαούτο δεν ήθελα να τραγουδήσω.  Άλλες φορές όταν τραγουδούσα, άφηνα λίγο το κομμάτι του παιξίματος. Έτσι έφτασα μέχρι εδώ. Με αυτή τη διαμάχη. Με αυτή την αμφιταλάντευση. Και τελικά το αποδέχτηκα. Ότι δηλαδή σε κάθε περίπτωση – και για λίγο – κάτι θα μένει πίσω. Η ουσία είναι ότι τελικά και τα δύο με ολοκληρώνουν.

Μαζικές συναυλίες, λίγοι δίσκοι, ακόμα πιο λίγες δημόσιες τοποθετήσεις…Ένα τρίπτυχο καλλιτέχνη-ερημίτη. Νιώθεις έτσι;

Ένα κομμάτι μου ένοιωθε έτσι, ότι δηλαδή χρειαζόμουν αυτήν την απομόνωση. Αυτό πλέον έχει αρχίσει και δεν ισχύει. Μου αρέσει να είμαι μέσα στον κόσμο και να συνδιαλέγομαι. Ανέκαθεν τις τοποθετήσεις μου τις έκανα μέσω των τραγουδιών ή  στις συναυλίες. Αυτό ήξερα καλύτερα. Επέλεγα και συνεχίζω να επιλέγω τραγούδια μέσα από τα οποία κάτι θέλω να πω. Αυτή τη στιγμή νοιώθω πιο εξωστρεφής, αλλά και πάλι προτιμώ να μιλώ όταν υπάρχει λόγος. Και αυτός τώρα για παράδειγμα είναι το Κολιμπρί. Γενικά προσπαθώ να κάνω κάτι και όχι να λέω πολλά.

Υπάρχει κάποιο live που ξεχωρίζεις (εκτός από το εμβληματικό στο Λυκαβηττό το 2013);

Το 2013 στον Λυκαβηττό στην πραγματικότητα αντιλήφθηκα ότι  πέρασαν δέκα χρόνια που ήμουν στην Αθήνα. Κάτι που δεν το είχα στο νου μου μέχρι τότε.  Είναι πολλές συναυλίες που θυμάμαι και ξεχωρίζουν μέσα μου. Σίγουρα δε θα ξεχάσω το live στα βάθη της Τουρκίας, σε μία συναυλία ιδιαίτερη, εκεί όπου οι Κούρδοι αναζητούσαν μία πατρίδα. Βρεθήκαμε σε ένα άγνωστο μέρος, με άγνωστους ανθρώπους, με δυσκολία στην επικοινωνία και έζησα σκηνικά που δε θα λησμονήσω. Ο παλμός που υπήρχε από τη μεριά του κόσμου είναι κάτι που δεν ξέρω αν μπορώ να το συγκρίνω ή να το περιγράψω. Θα μου μείνει για πάντα. Ήμασταν στη μέση του πουθενά και όμως μας ένωσε η μουσική.

Την τελευταία δεκαετία οι φόρμες της παραδοσιακής μας μουσικής απέκτησαν απήχηση στο ευρύ κοινό. Πιστεύεις ότι αυτή η συνάντηση είναι πράγματι γόνιμη, γνωρίσαμε δηλαδή καλύτερα τις ρίζες μας, είδαμε με φρέσκια και απενοχοποιημένη ματιά τον παραδοσιακό μας πολιτισμό ή, αντίθετα, όλο αυτό εξαντλείται στα όρια μιας μουσικής μόδας;

Αυτό έχει γίνει και θα ξαναγίνει. Κάθε είδος μουσικής – πόσο μάλλον η παραδοσιακή – είναι και θα είναι εκεί. Τη μουσική δεν την «κόφτει» αν εμείς την ακούμε ή όχι. Όπως και τη φύση δεν την ενδιαφέρει αν θα πάμε να δούμε ένα ηλιοβασίλεμα ή θα μυρίσουμε το αέρι στη θάλασσα. Και σου αναφέρω τα δύο παραπάνω επειδή η παραδοσιακή μουσική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τόπο. Ο λόγος που δημιουργήθηκε δεν είναι για να σκεφτούμε, αλλά για να επικοινωνήσουμε σκέψεις και συναισθήματα, να νοιώσουμε. Δεν είναι ανάγκη όταν  κάποιος τραγουδά ή χορεύει να σκέφτεται ότι συνδέεται με τους προγονούς. Απλώς συμβαίνει, σιωπηλά. Δεν είναι θέμα μόδας ή ανάγκης. Είναι μία διαδικασία λειτουργική.

Αν έπρεπε να βρεθώ σε ένα παραδοσιακό κρητικό πανηγύρι ποιο θα ήταν αυτό;

Σε κάποιο πανηγύρι χωρίς πολύ κόσμο και ίσως χωρίς ρεύμα! Εκεί που μπροστάρης βγαίνει αυτός ο άνθρωπος που χορεύει με την ψυχή του, που ξέρει ωραίες μαντινάδες, τραγουδά καλά επειδή το νιώθει, που έχει μια λεβεντιά χωρίς να επιδεικνύεται, απλά πηγάζει από μέσα του.