Μετά από τις δύο πολύ επιτυχημένες βραδιές που προηγήθηκαν τον περασμένο Οκτώβριο και Ιανουάριο, η Αισθηματική Αγωγή επιστρέφει στο Gagarin 205 (μπορείς να κλείσεις το εισιτήριό σου εδώ) και φιλοξενεί επί σκηνής την Λένα Πλάτωνος, την Σαβίνα Γιαννάτου, τον Γιάννη Παλαμίδα, τον Λόλεκ και τον Veslemes. Η παρακάτω συνέντευξη με τον Γιάννη Βεσλεμέ έγινε πριν το σοκαριστικό δυστύχημα στα Τέμπη και κανονικά εδώ σε αυτή την εισαγωγή θα έπρεπε να γράφαμε κάτι για τον τελευταίο του δίσκο, τον EXORCISMOS (Veego Records) που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες και ο οποίος θα μας απασχολήσει αρκετά το διάστημα που θα ακολουθήσει, για τη Λένα Πλάτωνος, αλλά και για τη νέα του ταινία «Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο» η οποία θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2023.

Πράγματι, θα ήταν όλα αυτά ταιριαστά, αλλά πιο κατάλληλα είναι αυτές οι παρακάτω γραμμές από τους διοργανωτές της Αισθηματικής Αγωγής. 

«Αισθηματική αγωγή σημαίνει ανθρωπιά, συνεύρεση, αλληλεγγύη, ενσυναίσθηση. Η ζωή έφερε αυτό το Σάββατο να συναντηθούμε σε μια συγκυρία που έχουμε πραγματικά ανάγκη αγωγής ψυχής και συναισθήματος. Με τη μουσική να μας συνοδεύει. Με απόλυτο σεβασμό σε αυτούς που φύγανε και τις οικογένειές τους. Με συνειδητή οργή για όλους τους πραγματικούς υπεύθυνους. Με συμπόνια και αγάπη για αυτούς που συνεχίζουνε».

Ανήκετε σε μια κατηγορία καλλιτεχνών που η σχέση ανάμεσα σε κυκλοφορίες και live είναι ετεροβαρής. Κυκλοφορείτε πολλά, παίζετε λίγο. Πώς έχει προκύψει αυτό;

Αγαπώ πολύ το στούντιο, τον ήχο και τα μηχανήματα που τον παράγουν . Χαλαρώνω σε αυτό το περιβάλλον, σκέφτομαι ελάχιστα  πέρα από την ατμόσφαιρα της μουσικής και που με οδηγεί. Τα ζωντανά είναι συναρπαστικά όταν συμβαίνουν, αλλά στα αλήθεια δε τα λαχταρώ όσο αυτό το βούλιαγμα κάπου μεταξύ της τεχνολογίας και του ονείρου που είναι για μένα το στούντιο.

Σε όλες σας τις δουλείες χτίζετε ένα κόσμο στον οποίο ανασαίνουν και βρίσκουν χώρο οργανικά δεκάδες αναφορές και επιρροές. Συμβαίνει το ίδιο και στον EXORCISMOS, και, αλήθεια, τι συναντάμε εκεί και ποια ιστορία μας αφηγείται αυτός ο δίσκος;

Επιρροές υπάρχουν φυσικά . Αναφορές συνειδητά δεν κάνω σε πράγματα ή ακόμα και αν κάνω δεν απαιτώ ο ακροατής να τις αποκωδικοποιεί με κάποιο τρόπο. Μουσικά μπορεί να λειτουργούν ψυχοακουστικά, στιχουργικά όταν συμβαίνει γίνεται μάλλον με χιούμορ του τύπου «Στου Στάνλεϊ Κιούμπρικ το τσαρδί….»

Είναι λεπτή η γραμμή ανάμεσα στη σκέτη νοσταλγία και την αγάπη ή το πάθος για παλιότερες εποχές, μουσικές, αναφορές κτλ; Είναι εύκολο να την πατήσει ένας δημιουργός;

Το παρελθόν υπάρχει μέσα μας είτε εμείς το νοσταλγούμε είτε όχι. Δεν είναι παγίδα, είναι πυξίδα, είναι τραύμα, είναι επιθυμία ή κάτι που πάντα απωθούμε.

Σας αρέσει ή σας απωθεί το να νοσταλγείτε;

Δε νοσταλγώ ποτέ. Ζούμε μαγικές εποχές.

Το Gagarin βρίσκεται  στην Αχαρνών και έχει απόσταση ασφαλείας από την Κηφισίας.Υπάρχει περίπτωση να κάνουν ντου «Οι μάγοι της λεωφόρου Κηφισίας»; Η Αχαρνών μπορεί να απαντήσει;

Παράδειγμα. Μπορείς να γράφεις στίχους και μουσική για κάτι που δε κατανοείς πλήρως ούτε εσύ ο ίδιος. Πού κατοικούσε πριν το τραγούδι, από πού ήρθε και πού σε πάει; Δε το λέω με κάποια διάθεση σοβαροφάνειας, κάποια τραγούδια έχουν και κόπο. Αλλά αν με ρωτάτε δεν ξέρω ποιοι είναι οι Μάγοι της Λεωφόρου Κηφισίας, τι ρόλο βαράνε, αν είμαστε εμείς ή κάποιοι άλλοι.

Πώς είναι να βρίσκεσαι στο ίδιο line up με τη Λένα Πλάτωνος, με μια μουσικό που έχει αποτελέσει σημείο αναφοράς για εσάς;

Οι Μάσκες Ηλίου είναι ένας δίσκος που στοίχειωσε την εφηβεία μου. Δε το βλέπω σα συνάντηση – έχει κάτι το τρυφερό βέβαια όλο αυτό – αλλά ελπίζω να μη με ακούσει ποτέ να τραγουδάω…

Η «Νορβηγία» ήταν η κορύφωση όλου του αισθητικού σύμπαντος που είχατε χτίσει ως Felizol ή, με άλλα λόγια, ήταν η κινηματογραφική έκφανση του Felizol;

Ήταν το κλείσιμο ενός  κύκλου τεσσάρων ταινιών μικρού μήκους που σφραγίστηκε με το ντεμπούτο αυτό στη μεγάλου μήκους.  Ας πούμε ότι τώρα έχω ξεμπερδέψει και με τα ψευδώνυμα της νεότητας και με τη νέα σάρκα. Είμαι 43, χαίρομαι την κάθε ηλικία. Το σινεμά και η μουσική κατοικούν στο ίδιος μέρος μέσα μου.

Τι κρατάτε από την εποχή του Felizol;  Νιώθετε ότι τότε ήταν κάπως τα πράγματα πιο «χειροποίητα» όσον αφορά την εναλλακτική «σκηνή»; Ουσιαστικά ήσασταν μια γενιά στο μεταίχμιο των τότε πολύ φρέσκων social media και του παραδοσιακού «χτίζω το όνομά μου από στόμα σε στόμα».

Έχω άλλη αντίληψη του χρόνου. Δεν τα βίωσα αυτά τα 15-20 χρόνια σαν κάτι που έγινε με σχέδιο από τη γενιά μας.  Το χειροποίητο που λέτε μάλλον έχει να κάνει με την ηλικία γιατί εμείς όλοι επιθυμούσαμε τον καλό ήχο, τα καλά μηχανήματα, τους χώρους τους μαγικούς. Άλλο αν παίζαμε και σε βρώμικα υπόγεια ή σε ταράτσες με ήχο σκέτο δράμα. Οκ μαγεία υπήρχε παντού όταν ήσουν 25, αλλά σίγουρα σοβαρό σχέδιο δεν είχε κανείς μας. 

Η επόμενη ταινία σας θα κυκλοφορήσει μέσα στη χρονιά. Να περιμένουμε πάλι λίγες προβολές όπως στη Νορβηγία, όχι απαραίτητα μεταμεσονύκτιες, και η όλη η προώθηση να δίνει προτεραιότητα στην κινηματογραφική εμπειρία;

Είναι λίγο νωρίς για να σας πω. Μόλις την ολοκλήρωσα και αυτό μου είναι αρκετό για τώρα.

 

Πολλοί γνώρισαν τη «Νορβηγία» μέσα από το Cinobo, κάποια χρόνια μετά την κυκλοφορία της. Το streaming δημιούργησε ένα δεύτερο κύμα ενδιαφέροντος για την ταινία. Πώς το υποδεχθήκατε;

Δε θα’ λεγα το streaming μόνο αλλά ένας συνδυασμός προβολών στη κρατική τιβί, streaming και πειρατείας. Όλα ευπρόσδεκτα, ο καθένας θα βλέπει τις ταινίες όπου επιθυμεί, πολύ δύσκολα θα τον πείσεις για κάτι άλλο. Εμείς αγαπάμε ξεκάθαρα την κινηματογραφική αίθουσα. Εκεί είναι ο φυσικός χώρος των ταινιών.

Ζούμε τον πρώτο από τους πιθανόν αρκετούς χειμώνες που θα ακολουθήσουν, κατά τον οποίο οι κινηματογραφικές αίθουσες είναι άδειες κατά κανόνα. Πρόκειται για μια πορεία δίχως γυρισμό;

Μη μπερδευόμαστε. Τα χρόνια της πανδημίας δεν είναι βαρόμετρο για την αντοχή της κινηματογραφική αίθουσας στο χρόνο. Είναι πιο πιθανό να πεθάνουμε εμείς πρώτοι. Τα σινεμά θα είναι πάντα ζωντανά.