Υπάρχει μια περίπτωση μοναδική στα χρονικά της παγκόσμιας βιομηχανίας, αυτή του dueto remixers και παραγωγών Kruder & Dorfmeister. Μετρούν 30 χρόνια στη δισκογραφία (με EPs και συλλογές), ωστόσο κυκλοφόρησαν το πρώτο τους album το 2020. Το 1993, λοιπόν, από τη μουντή και κλασική Βιέννη έδωσαν στον κόσμο τον πρώτο ορισμό του τι σημαίνει downtempo με το EP «G-Stoned» και λίγα χρόνια αργότερα τον τελειοποίησαν με τα εμβληματικά «K&D Sessions», αλλά και τις κατοπινές συλλογές από remixes. Από τα χέρια τους έχουν περάσει από «μεγαθήρια» του μουσικού στερεώματος, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που τα δικά τους remixes έγιναν πιο δημοφιλή από τα πρωτότυπα κομμάτια.
Βέβαια, όπως κάθε τι που περνά την λεπτή και κρίσιμη γραμμή της μαζικότητας, έτσι και εδώ για κάθε συλλογή των Kruder & Dorfmeister, φτάσαμε στο σημείο να έχουμε 50 άλλες που ήταν λες και έβγαιναν από γραμμή παραγωγής, άνευρες και ανέμπνευστες. Ανάθεμα στο άπληστο marketing που κατάφερε ένα πολύ ενδιαφέρον μουσικό είδος να το μετατρέψει σε μεγάλο βαθμό σε «μουσική για ασανσέρ» ή στο ηχητικό χαλί που σερβίρει το τελευταίο μπιτσόμπαρο της ελληνικής επικράτειας που τη έχει δει Café del Mar στην τοποθεσία Αιάντειο Σαλαμίνας και χρεώνει 40 ευρώ την ξαπλώστρα και 5 τον freddo espresso.
Ας επιστρέψουμε όμως στο 2023 και ας προσγειωθούμε στο ΚΠΙΣΝ, εκεί όπου θα εμφανιστούν οι Kruder & Dorfmeister την προσεχή Δευτέρα 20/2 (μπορείς να κλείσεις εισιτήριο εδώ). Λίγο πριν παρουσιάσουν την παράσταση COSMOS στη σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής μίλησαν στο Provocateur για την ίσως χαμένη πλέον τέχνη του remix.
Να ξεκινήσουμε με λίγο «κουτσομπολιό»; Έχουν κυκλοφορήσει τόσες πολλές ιστορίες για τα remixes που έχετε αρνηθεί να κάνετε σε κομμάτια σπουδαίων καλλιτεχνών. Σήμερα έχετε μετανιώσει για κάποιες από τις αποφάσεις σας, αλλά και τελικά τι σας οδήγησε να απορρίψετε τις συγκεκριμένες προτάσεις;
Ναι είναι απόλυτα λογικά να φαίνεται τουλάχιστον παράξενο το γεγονός ότι αρνείσαι να κάνεις ένα remix σε ένα τραγούδι της Sade ή του David Bowie. Ωστόσο, ξέρεις τι συνέβη; Όταν κυκλοφόρησε το «K&D sessions» αλλά και, λίγο αργότερα, το remix στο «Nothing Really Maters» της Madonna, νιώσαμε πως ό,τι είχαμε να πούμε το είπαμε στο κομμάτι του remixing και επικεντρωθήκαμε σε άλλα πράγματα.
Στις κυκλοφορίες σας συνυπάρχουν ήχοι και είδη που ήταν παραγνωρισμένα για χρόνια. Τελικά τι είναι αυτό θα τραβήξει την προσοχή σας σε μια μελωδία για να τη samplάρετε;
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι ένα συναίσθημα, άλλοτε θα είναι κάποιο βαθύ συναίσθημα ή αφηγείται μια ξεχωριστή ιστορία.
Υπάρχουν κανόνες για το σωστό diggin’ σε βινύλια/beats/samples;
Όχι, δεν υπάρχουν κανόνες, εκτός από έναν: να ξέρεις ή να νιώθεις ποιο beat ή sample είναι είτε ξεπερασμένο είτε πολυπαιγμένο. Ωστόσο, ο κόσμος της μουσικής δεν έχει όρια, επομένως πάντα θα υπάρχει κάτι νέο για να το ανακαλύψεις.
Τριάντα χρόνια πριν, ηχογραφήσατε το πρώτο σας EP σε ένα στούντιο που στήσατε σε μια κρεβατοκάμαρα. Θεωρείτε ότι σε εκείνες τις εποχές ήταν πιο «χειροποίητη» η δημιουργία της μουσικής;
Ήταν η εποχή που αυτά τα studio, φτιαγμένα σε κρεβατόκαμαρες, έφεραν μια επανάσταση. Για να φτιάξεις ένα «σωστό» κομμάτι το μόνο που χρειαζόσουν ήταν Akai samplers και ένα Atari 1040. Τότε όλο αυτό ήταν πολύ φρέσκο και πρωτοποριακό. Πριν από εκείνη την εποχή έπρεπε να νοικιάσεις ένα studio για να ηχογραφήσεις και έναν ηχολήπτη ο οποίος πολλές φορές μπλόκαρε την όλη δημιουργική διαδικασία. Επομένως, ήταν μεγάλη ανακούφιση να ξεφεύγεις από όλα αυτά να και στήνεις τη δική σου φάση στην κρεβατοκάμαρά σου.
Η downtempo μουσική συνδύαζε εκλεκτικούς και πιο «βρώμικους» ήχους, δημιουργώντας ένα αυθεντικά ιδιαίτερο μουσικό στυλ. Πιστεύεις ότι η μαζική κυκλοφορία συλλογών, άνευρων και προβλέψιμων, ήταν η βασική αιτία που έχασε το hype αυτή η μουσική; Τελικά είχαμε να κάνουμε με το αδηφάγο marketing που καταστρέφει τα πάντα ή απλώς στέρευσε η έμπνευση;
Στα πρώτα χρόνια οι συλλογές που κυκλοφορούσαν ήταν κορυφαίες. Ας πούμε, οι «Give ‘em enough dope» (Wall of sound) ή πρώτες συλλογές από τη Ninja Tunes. Η φάση χάλασε όταν κάποια στιγμή είχαμε φτάσει στην 56η (σχήμα λόγου) συλλογή με chill tunes από την Ίμπιζα. Παρόλα αυτά το downtempo (αν θες να το λες έτσι) κατάφερε να επιβιώσει ως μουσικό στυλ.
Τι θα δούμε στη παράσταση Cosmos που θα δώσετε στο ΚΠΙΣΝ;
Ένα μουσικό ταξίδι που θα ξεκινά από τη εποχή του «G-Stoned» και θα βασίζεται στα σωστά grooves και θα υποστηρίζεται από τα υπέροχα visuals του Jascha Suess, που είναι «δικός μας» άνθρωπος.
Αυτή η παράσταση γίνεται με αφορμή το γεγονός ότι φέτος συμπληρώνετε 30 χρόνια στη δισκογραφία. Παρόλα αυτά, κυκλοφορήσατε το πρώτο σας LP (1995) μόλις πριν δύο χρόνια. Αυτό είναι κάτι σπάνιο, αν όχι μοναδικό, στην ιστορία της μουσικής βιομηχανίας. Πώς προέκυψε;
Πιστεύω ότι δεν υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση. Άλλωστε ως duo είμαστε γνωστοί για τα slow beats. Επομένως μερικές φορές χρειαζόμαστε χρόνο και να περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή για να κάνουμε μια κυκλοφορία.
Θεωρείτε τους εαυτούς σας τυχερούς που κυκλοφορούσατε τις δουλειές σας από ανεξάρτητες εταιρείες και πώς τελικά διαμόρφωσε τον τρόπο που δουλεύετε αλλά και το ύφος σας το γεγονός ότι δεν ήσασταν υποχρεωμένοι να βγάζετε ένα νέο album κάθε δύο ή τρία χρόνια;
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχαμε αρκετές προτάσεις συνεργασίας από μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες, αλλά αποφασίσαμε να μην υπογράψουμε σε κάποια. Κρίνοντας αυτή την επιλογή σήμερα, πιστεύουμε ότι είχαμε κάνει το σωστό.
Έχετε κάποια συγκεκριμένη «μέθοδο» όταν ξεκινάτε να δουλεύετε ένα remix και τι είναι αυτό που πρέπει να σας γοητεύει στο πρωτότυπο κομμάτι για να ασχοληθείτε μαζί του;
Ήταν κάπως πιο απλά τα πράγματα, ειδικά στις αρχές. Τότε ήμασταν ενθουσιασμένοι απλώς επειδή «πειράζαμε» τη μουσική ενός καλλιτέχνη ή ενός συγκροτήματος που πραγματικά μας άρεσε.
Σε εκείνες τις πρώτες εποχές του remixing υπήρχε μεγαλύτερη προσωπική εμπλοκή. Ενώ δεν ζούσατε στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου πραγματικά υπήρχε ένα μουσικός αναβρασμός, νιώθω ότι δεν ήταν απλώς μια στουντιακή δουλειά αποξενωμένη από το όλο κλίμα της εποχής, αλλά ότι ένα δίκτυο ανθρώπων βρισκόταν σε εγρήγορση…
Ναι, μιλάμε για τις χρυσές εποχές του remixing. Τίποτα δεν γινόταν χωρίς προσωπική επαφή. Για παράδειγμα, ο Gilles Peterson ήταν εκείνος που μας έφερε σε επαφή με τον Roni Size για να κάνουμε το remix στο «Heroes». Αντίστοιχα, για τo remix στο «Useless» του Depeche Mode είχαμε επαφές στην Mute Records, ενώ η Island Records ήταν εκείνη που μας γνώρισε με τον Alex Reese για να κάνουμε το remix στο «Jazz Master». Έτσι δούλευε τότε το πράγμα…