Ένας άνθρωπος που περνά τα καλοκαίρια του στο Πορτοφίνο, μπορεί σίγουρα να μας δώσει τον ορισμό του Europiana. “Η ευρωπαϊκή μουσική ήταν ένα μουσικό είδος που οι Αμερικάνοι, κυρίως, θεωρούσαν κάπως υποδεέστερο. Ήταν ένας ειρωνικός χαρακτηρισμός, φαντάσου ότι θεωρούσαν ευρωπαική μουσική τα γλυκανάλατα τραγούδια της Eurovision. Ευτυχώς, η Eurovision αλλάζει. Το Americana ωστόσο είναι το είδος -ενώ έχει κι αυτό τις ρίζες του στην παράδοση- που όλοι το θεωρούμε σημαντικό στην μουσική βιομηχανία. Και κατά τη διάρκεια της καραντίνας μου είχε γίνει εμμονή να φτιάξω ένα άλμπουμ που θα ήταν η εμπειρία των καλύτερων διακοπών της ζωής σου, θα είχε τη μουσική που θα χόρευες σε μια ιταλική ντίσκο, ήθελα να επανασυστήσω την ευρωπαϊκή μουσική σε ένα άλλο κοινό. Όλοι μας έχουμε βρεθεί σε ένα καλοκαιρινό μπαρ να χορεύουμε Daft Punk, Phoenix και Χούλιο Ιγκλέσιας, αυτές ήταν οι επιρροές μου όταν έγραφα τη μουσική, ήθελα να κάνω ένα άλμπουμ ως φόρο τιμής στις μουσικές μου καταβολές. Ήθελα η μελωδία να μπορεί να σου διηγηθεί μια ιστορία. Να ακούς τις νότες και να σκέφτεσαι ότι είσαι σε ένα κλαμπ στο Ποζιτάνο ή σε ένα μπαρ στο Παρίσι με χαμηλό φωτισμό και καπνούς από τσιγάρα. Ναι, κλισέ είναι ο τίτλος του άλμπουμ. Αλλά, μπορείς πάντα να εμπιστευτείς ένα κλισέ“.
Και γιατί είχαμε ανάγκη το “Europiana Encore”; “Είμαι περήφανος για το Encore. Είναι αυτό που πας σε μια συναυλία και όταν τελειώνει θέλεις η μπάντα να παίξει κι άλλο. Εννοείται ότι μετά τις καραντίνες δεν ήθελα πλέον να είμαι κλεισμένος στο σπίτι και όλοι είχαμε την ανάγκη για ένα μεγάλο πάρτι. Κι ήθελα να γράψω αυτά τα τραγούδια που συνήθως ακούμε στις διακοπές μας, όταν είμαστε πιο χαλαροί, μαυρισμένοι, με ένα ποτό στο χέρι. Αυτό το αίσθημα μου είχε λείψει, των διακοπών”.
Ήταν δύσκολα τα lockdowns για ένα μουσικό που πάσχιζε χρόνια να γίνει γνωστός και μόλις τα κατάφερε σταμάτησε να λειτουργει ο κόσμος; “Θα σου πω ότι μάλλον οι καραντίνες με έσωσαν, κυριολεκτικά μου έσωσαν τη ζωή. Γιατί η μεγάλη δημοφιλία με είχε απομακρύνει από το κέντρο μου και πίστευα ότι είχα κατακτήσει το σύμπαν. Ευτυχώς, προσγειώθηκα. Στην αρχή, ανώμαλα. Φοβήθηκα ότι θα με ξεχάσουν. Πανικοβλήθηκα. Αλλά, πάσχιζα από την πρώτη μέρα που ξεκίνησα την καριέρα μου, εφόσον τα κατάφερα μια φορά γιατί να μην τα καταφέρω και δεύτερη. Έχασα και τον πατέρα μου που ήταν η άγκυρα μου με την Ιταλία, αυτός με έδενε εκεί. Και αποφάσισα τότε να δημιουργήσω την δική μου Ιταλία, όχι του μπαμπά μου, να μάθω εγώ στα παιδιά μου τη χώρα μου. Κι ερωτεύτηκα ξανά την Ιταλία. Γενικά, όταν χάνεις την ασφάλεια σου αρχίζεις να περνάς καλά. Έγραψα τη μουσική μου, κάνω κουραστικά tour αλλά περνάω καλά, πολύ καλά”.
Τσεκάρετε τα charts για να δείτε αν έχει απήχηση η μουσική σας; Και πραγματικά, έχει σημασία σήμερα που η μουσική βιομηχανία ψάχνει να δει τι ακουν οι νέοι στο TikTok; “Η μουσική βιομηχανία είναι βασισμένη σε τραγούδια που γίνανε επιτυχίες στο ραδιόφωνο. Τα πιο δημοφιλή κομμάτια είχαν δυνατό ρεφρέν ενός λεπτού. Σήμερα δεν έχεις τόσο χρόνο. Άλλαξε ο τρόπος που το κοινό καταναλώνει τη μουσική. Πρέπει στα πρώτα δέκα δευτερόλεπτα να έχεις αιχμαλωτίσει την προσοχή του ακροατή. Κα οι παραγωγοί έρχονται αντιμέτωποι με ένα δίλλημα. Να κάνουν μουσική για να διηγηθούν μια ιστορία ή για να σου τραβήξουν την προσοχή. Και συνήθως δουλεύουν πάνω στην εισαγωγή. Χρησιμοποιώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απλά ο αλγόριθμος του TikTok δεν συμπαθεί ιδιαίτερα την δημιουργικότητα και τη μοναδικότητα. Ενώ σου παρέχει τα εργαλεία ως μέσο για να γίνεις πολύ δημιουργικός. Είναι ένα περίεργο οξύμωρο”.
Πείτε μου πώς συνεργαστήκατε με τον θρυλικό Nile Rogers; “Μιλούσα με τον παραγωγό μου (σσ.Mark Ralph) και του έλεγα πώς θέλω σε ένα κομμάτι να βάλω κιθάρα σαν να ήταν τραγούδι του Nile Rogers και μου λέει “γιατί δεν τον ρωτάμε πώς να το κάνουμε”. Φυσικά, έπαθα σοκ γιατί αυτός ο άνθρωπος έμαθε στους μουσικούς της Ευρώπης τους ήχους της φανκ και της soul μουσικής όταν ζούσε στην Ιταλία στις αρχές των 70s. Όταν κάναμε το “Who’s Hurting Who” ένιωσα ευλογημένος” .
Φτιάχνοντας αυτό το άλμπουμ ανακάλυψε πολλές νέες ευρωπαϊκές μπάντες. Μου μιλάει με πάθος για κάτι νέα παιδιά από τη Νάπολη, μου εξηγεί ότι στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή ζούμε μουσικά την αναγέννηση του flamengo και μου λέει ότι είναι μεγάλος φαν της Monika. Τι άλλο ξέρει για την Ελλάδα; “Θυμάμαι πάντα τις διακοπές με τους φίλους μου όταν ήμουν 17 ετών. Που είχαμε κλείσει δωμάτια στην Ιό και κατεβήκαμε κατά λάθος στην Σαντορίνη. Ήμασταν πέντε τύποι που κυκλοφορούσαμε με σκούτερ και θυμάμαι να μας ζητάνε περισσότερα χρήματα από εκείνα που συμφωνήσαμε και να μην μας δίνουν τα διαβατήρια μας. Κι ότι είχα ερωτευτεί ένα κορίτσι από την Νότιο Αφρική. Μια φορά, χρόνια μετά, όταν έπαιζα στην Αγγλικανική Εκκλησία και μας περίμενε ένα ταξί στο αεροδρόμιο ο οδηγός με πλησίασε και μου ζήτησε να πω στον κύριο Σαβορέτι πόσο αγαπά τα τραγούδια του. Πάρα πολύ αστείο” .
Γιατί να έρθεις κάποιος στις συναυλίες σας το Δεκέμβριο; “Πιστεύω ότι 90 λεπτά για να ξεχαστεί από την πραγματικότητά του, να ξεφύγει από την καθημερινότητά του και να νιώσει ότι κάνει διακοπές κάπου ηλιόλουστα, κάπου που είναι χαλαρός, ξενυχτάει και πίνει negronis”.
Info: Ο Jack Savoretti έρχεται ξανά στην Ελλάδα μαζί με το συγκρότημά του, τον Δεκέμβριο για δυο μοναδικές συναυλίες, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, στα πλαίσια της περιοδείας του “Europiana”. Eισιτήρια εδώ κι εδώ.