Ο θάνατος του Ζαν Λυκ Γκοντάρ ήταν η τελευταία πράξη που περίμεναν οι ληξίαρχοι και οι ταξινομητές της τέχνης για να σφραγίσουν το πιστοποιητικό θανάτου μιας ολόκληρης εποχής. Με την απόφασή του να πεθάνει με ευθανασία πήρε το χαρτί, το τσαλάκωσε και τους το πέταξε στην μούρη.
«Χάνουμε έναν εθνικό θησαυρό, ένα βλέμμα ιδιοφυΐας», έγραψε ο Μακρόν στο Twitter. Ο αποχαιρετισμός του Γάλλου Προέδρου βγαλμένος από μια εργαλειοθήκη ανάλογων δηλώσεων αντανακλά όσα ο ίδιος ο Γκοντάρ απεχθανόταν -δεν φιλοδοξούσε να γίνει «θησαυρός» κανενός, πόσο μάλλον «εθνικός» -σε μια τέτοια περίπτωση θα πετούσε τα κλειδιά του θησαυροφυλακίου, θα εκτελούσε τους φύλακες και θα ανατίναζε το κτήριο.
Η εποχή του έφτασε σε εμάς είτε ως απόηχος είτε ως λιτές ασκήσεις αυταρέσκειας είτε ως ένα συναρπαστικός πολτός εικόνων, διαβασμάτων και μουσικών είτε ως όλα αυτά μαζί -κι όποιος κατάλαβε. Το σινεμά του Γκοντάρ γοητεύει επειδή άνοιγε ένα παράθυρο στα μυθικά 60s. Η ελευθερία, η αλαζονεία και η αθανασία των νιάτων, οι ρωγμές σε κάθε κανόνα, η περιφρόνηση προς κάθε αυθεντία, η ηδονική γελιοποίηση της εξουσίας, το αίτημα για μια άλλη κοινωνία, μια φυγή με το γκάζι πατημένο μέχρι το επόμενο jump cut.
Η κληρονομία του είναι τόσο πολυσχιδής, ώστε είναι μάταιο να επιχειρήσουμε να την περιγράψουμε έστω και αδρά. Ελάχιστοι δημιουργοί άσκησαν τέτοια επιρροή όχι μόνο σε ομότεχνους του, αλλά γενικά στα μέσα, τη μορφή και το περιεχόμενο της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Αυτό που συμβαίνει κάθε φορά που ο Μπελμοντό χαϊδεύει τα χείλη του στο «Με κομμένη την ανάσα» είναι Γκοντάρ. Τα λευκά γράμματα στο μαύρο φόντο που γράφουν «Αυτή η ταινία θα μπορούσε να λέγεται ‘‘Τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα’’» είναι Γκοντάρ. Η Μπριζίτ Μπαρντό στο δεξί κάθισμα της Alfa Romeo Spider του Τζακ Πάλανς είναι Γκοντάρ. Η Άννα Καρίνα στα μπιλιάρδα να ερωτοτροπεί με το τζουκ μποξ είναι Γκοντάρ. Τα πάντα είναι Γκοντάρ -ή ίσως και τίποτα.
Στο κάτω-κάτω, δεν του καιγόταν καρφί αν «τον καταλαβαίναμε» -μια φράση που απεχθανόταν- πιθανόν γιατί γνώριζε ότι στο τέλος της βραδιάς, όταν θα η μαγεία της σκοτεινής αίθουσας θα διαλυθεί, θα σηκωθούμε από το κάθισμα, θα φορέσουμε το παλτό μας και θα επιστρέψουμε στη μικρότερη ή μεγαλύτερη ασφάλεια του μικροαστικού μας «ονείρου».
Σε μια από τις πιο γνωστές αποστροφές του για τον Γκοντάρ, ο Βασίλης Ραφαηλίδης έγραψε ότι «Μια ταινία του Γκοντάρ βλέπεται με τον ίδιο τρόπο πού ακούγεται και μια σύνθεση του Σαίμπεργκ ή τού Άλμπαν Μπεργκ. Δηλαδή, για να την χαρεί κανείς, πρέπει να κρεμάσει στο βεστιάριο μαζί με την καπαρντίνα του και όλα τα κλισέ της ακαδημαϊκής αισθητικής». Στον αποήχο του Μάη του 68, ο Γκοντάρ οργάνωσε απεργία κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ των Κανών, οι προβολές διεκόπησαν. Μέσα από αυτά τα γεγονότα γεννήθηκε στο «15μερο των σκηνοθετών», το αντίβαρο απέναντι στην συμβολική ισχύ της κριτικής επιτροπής.
Σήμερα έσβησε για πάντα ένα βλέμμα. Η λοξή ματιά, ο θρίαμβος του απροσδόκητου, η ποίηση κάτω από τις φαζαριόζικες μηχανές του καφέ. Μαζί του έσβησε και το βλέμμα μιας Ευρώπης που έχουμε δει ότι κάποτε υπήρξε -των ιδεών που ηλέκτριζαν, των αφηγήσεων που υπερέβαιναν τα βολικά δίπολα, της σκέψης που ξεβόλευε. Όλα εκείνα που βαθμιαία, μα με όλο και πιο ηχηρό κρότο, έχανε τη μάχη απέναντι στο σκοτάδι, τη συντήρηση, τη μισαλλοδοξία, την αβίωτη ζωή.
Δεν είναι όμως μια μάχη χαρακωμάτων. Στο κάτω-κάτω, μόνο ο Γκοντάρ μπορεί να μας κρίνει.