Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς έγινε. Πρέπει να ήταν εκεί γύρω στις αρχές του 2000, όταν ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ο οποίος πέθανε σήμερα το πρωί σε ηλικία 78 ετών, αποβιβαζόταν από την αμαξοστοιχία του καλτ, κατέβαινε με ανάλαφρη περπατησιά στην αποβάθρα και στη συνέχεια η ψιλόλιγνη φιγούρα του έκοβε εισιτήριο πρώτης θέσης στο σαλόνι ενός αθηναϊκού αβάν-γκαρντ. Ή δήθεν αβαν-γκαρντ, καθώς ήταν ποτισμένο με τις εκλεκτότερες φαντασιώσεις του μεγαλοαστισμού.  Άλλωστε και ο ίδιος αγαπούσε το δήθεν. Όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στην “Καθημερινη”, «[Είμαι] Πολύ, πάρα πολύ δήθεν. Όμως, έλα να σου πω, το δήθεν εμπεριέχει μια παράσταση. Δίνεις μια παράσταση για τους άλλους, για να δείξεις ότι είσαι κάτι άλλο από αυτό που νομίζεις ότι είσαι, γιατί δεν αντέχεις αυτό που είσαι. Πάρα πολλά όμορφα πράγματα, όμως, ξεκίνησαν από κάτι δήθεν, για να καταλήξουν σε κάτι ουσιαστικό».

Το «café society», η ραδιοφωνική του εκπομπή στον En Lefko, με τη δική του χαρακτηριστική μετα-σχολιαστική πρόζα πάνω σε κείμενα, στάσεις και συμπεριφορές της ελληνικής επικαιρότητας, συνοδευόμενη από τις μουσικές επιλογές της Kafka, αποτέλεσε σημείο αναφοράς ενός αν μη τι άλλο ενδιαφέροντος ραδιοφώνου. Επίσης, δημιούργησε το έδαφος για να καλλιεργηθεί με συνέπεια η ταυτότητα ενός καυστικού, σνομπ και ενίοτε ευγενούς μεσήλικα Αθηναίου άστου, με τόσα ευφυολογήματα όσα επιμελώς θα χωρούσαν στις τσέπες των ψηλόμεσων παντελονιών του. Τηρουμένων των αναλογιών, μια ελληνική εκδοχή της Φραν Λίμποουιτς. Δεν έχει σημασία να αναζητηθούν οι αναλογίες ανάμεσα στην επινοημένη και την πραγματική ταυτότητα ή τα όρια ανάμεσα στην περσόνα και την προσωπικότητα ούτε έχει νόημα να φέρνουμε στα δικά μας μέτρα εκείνους που έστω και επιδερμικά φλέρταραν με το «larger than life». Άλλωστε, αυτό που άκουγες στο ραδιόφωνο ανταποκρινόταν σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που έβλεπες όταν τον πετύχαινες στους δρόμους, τα πάρτι και τα κλαμπ της Αθήνας.

Σε μια σχέση περισσότερο δυναμική παρά γραμμική, τροφοδότησε και τροφοδοτήθηκε ο ίδιος από την ανάγκη των media, της επικοινωνίας και της διαφήμισης να μετατρέψουν σε προϊόν την «εναλλακτικότητα». Αναζητούνταν νέοι ήρωες (όχι απαραίτητα ηλικιακά) και ήταν λες και ένα αόρατο χέρι να έσπρωξε τον ηθοποιό και να κάνει ένα βήμα μπροστά από τον υπόλοιπο σχηματισμό ενός τάγματος που ενώθηκε κάτω από τη σημαία των ελληνικών 60s. Αυτά άλλωστε είχε στις αποσκευές του: κομμάτι του σύμπαντος του Νικολαΐδη («Γλυκιά συμμορία», «Τα Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα»), καλτ ήρωας του Ζερβού («Ο δράκουλας των Εξαρχείων»), ρόλοι σε ταινίες του Βούλγαρη («Happy Day», «Ακροπόλ», «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927»), Πανουσόπουλου («Οι απέναντι»), Φέρρη («Ρεμπετικο»), αρκετό θέατρο και στη συνέχεια τηλεοπτικός καρατερίστας. Όταν στα τέλη των 00s εκδόθηκε η αυτοβιογραφική του τριλογία («Ως εκ θαύματος», «Complete Unknown» και «Πανωλεθρίαμβος»), με επίκεντρο τις ντελιαριακές του ιστορίες από την παραμονή στη Νέα Υόρκη στις αρχές του ’70, είχε πλέον φτάσει στην πιο ραφιναρισμένη εκδοχή της ταυτότητάς του. Η δημοφιλία του εκτινάχθηκε.

Λάτρης του αφρού των πραγμάτων, κυνηγός των εντυπώσεων, περήφανος ελιτιστής, ο Κωνσταντίνος Τζούμας είχε το ταλέντο να αφηγείται μια ιστορία που θα μένει πάντα ημιτελής, να απλώνει και να μαζεύει το νήμα της, να καλλιεργεί επιδέξια την αμφιβολία ενός τέλους που μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή ή ποτέ. Δημιουργούσε με επιδεξιότητα τρικυμία σε ένα φλιντζάνι καπουτσίνο. Ήθελε να πιστεύει και να πιστεύουμε ότι κινείται στα όρια. Στην πραγματικότητα όμως, βρισκόταν σε μια πολύ συγκεκριμένη ιδεολογική μεριά. Από εκείνη την προνομιακή θέση, που σταδιακά μετατράπηκε σε έναν θρόνου εστετισμού, κατανοούσε και ερμήνευε την πραγματικότητα. 

Πίσω λοιπόν από την απόρριψη κάθε σύμβασης, ανίας και συμβιβασμού, πίσω από τη δήθεν στοίχιση με την πρωτοπορία, αναπαραγόταν ένας βαθιά συντηρητικός και ηθικολογικός λόγος, αφόρητα προβλέψιμος και πληκτικός -τι ειρωνεία· ένα τεράστιο κλισέ. Οι πρώτοι τριγμοί ήταν αισθητοί ακόμα και την εποχή που ο Τζούμας ήταν, ας πούμε, καθολικά αποδεκτός. Από το 2010 και μετά, και ειδικά μετά την αποχώρηση της Kafka από την εκπομπή, ο εκτροχιασμός έμοιαζε αναπόφευκτος, σε μια εποχή που οι ζωές μας διαλύονταν σε επίπεδο καθημερινής επιβίωσης και εκείνος περιχαρακωνόταν πεισματικά και σθεναρά πίσω από τα χαρακτηριστικά του και έμοιαζε όλο και περισσότερο σε εκείνα τα υστερικά gifs ως Κωνσταντέν (ο χαρακτήρας που υποδύθηκε στο cameo του στους «Απαράδεκτους»).

Ακόμα και πολύ πριν να έρθει η πρόσφατη ανεύθυνη και άστοχή δήλωσή του για τις γυναικοκτονίες, η οποία θα μπορούσε να μην είχε προβληθεί ποτέ (διότι πέρα από τις ευθύνες εκείνου που δηλώνει κάτι, υπάρχεί και η ευθύνη εκείνου που το μεταφέρει), ακόμα και αν δεν είχε συμβεί το εύκολο cancel (ο Τζούμας είχε ήδη περάσει στις πίσω γραμμές), είχαν προηγηθεί η λοιδορία κάθε συλλογικής διεκδίκησης, η αποστροφή προς τις νέες δυναμικές που αναδύονταν στις κοινωνίες και γενικά η άρνηση απέναντι στη διατάραξη των κυρίαρχων μοτίβων.

Είναι άδικο τη μέρα του θανάτου να μνημονεύουμε μόνο αυτά; Ίσως, διότι δεν ήταν λίγες εκείνες οι γενναιόδωρες στιγμές του που χάρισε (ραδιοφωνική) τέχνη. Η δε καλαισθησία ως στάση ζωής δεν είναι κάτι ανάξιο λόγου, ειδικά όταν στα μέρη μας σπανίζει. Παρολα αυτά, όσα αναφέρθηκαν λίγο παραπάνω δεν αποτέλεσαν μερικές τυχαίες στιγμές αλλά συγκρότησαν μια συνεπή στάση.

Θα τον εκτιμούμε για το σινεμά. Οριστικά, αμετάκλητα.

Το ραδιόφωνο του πάντα θα μνημονεύεται αλλά από ένα σημείο και μετά έπαψε να αφορά – ήταν σαν βυθίστηκε ο ίδιος στην τρικυμία μέσα στο φλιντζάνι του καπουτσίνο. Ίσως να υπάρχει μια εικόνα που να το περιγράφει όλο αυτό, μια εικόνα πιθανότητα οικεία και στον Τζούμα: το εξώφυλλο του Esquire με τον Άντι Ουόρχολ να βυθίζεται μέσα στη δίνη του τοματοπελτέ της κονσέρβας Cambell’s. 

Με το θάνατο του, έσβησε ένας από τους τελευταίους απόηχους της ελληνικής δεκαετίας του ’60. Μια φράση που σήμερα μάλλον δεν σημαίνει κάτι. Και όμως, καλό είναι να θυμόμαστε αυτή τη γενιά, που ένιωθε παντού απόκληρη: δεν γνώρισε τον πόλεμο, μα ήταν και «μεγάλη» όταν ήρθε η μεταπολίτευση.

Σαρώθηκε εκείνο το πρωινό που οι ερπύστριες της Χούντας κατέλαβαν τους δρόμους των πόλεων. Κατάλαβες, κουρέλι;