Ναι, τον ξέρεις τον Αινεία Τσαμάτη. Τον βλέπεις στην τηλεοπτική σειρά “Σκοτεινή Θάλασσα”, ενώ τον έχεις δει σε ρόλους στις ταινίες “Μικρά Αγγλία” και “Τελευταίο Σημείωμα” του Παντελή Βούλγαρη. Τον συναντάω στο Μαρούσι για έναν γρήγορο καφέ, που είχε αναβληθεί αρκετές φορές μέχρι να πραγματοποιηθεί. Ομολογούμε και οι δυο πως αυτή τη φορά φλερτάραμε με την ιδέα της αναβολής, αλλά αντισταθήκαμε.
Μου εξηγεί πως είναι ιδιαίτερα χαρούμενος για τη συμμετοχή του στη “Σκοτεινή Θάλασσα”. “Νομίζω πως σε αυτή τη σειρά έπεσα σε πολύ καλά χέρια και ήθελα να πέσω σε καλά χέρια κάποια στιγμή. Ο Γρηγόρης [Καραντινάκης] την ξέρει και την κάνει καλά τη δουλειά, έχει άποψη, θέλει να το κάνει, ξέρει να σκηνοθετεί και έχει κάνει ένα φοβερό casting. Εγώ δεν έχω ξαναδεί τέτοιο casting στην τηλεόραση. Και δεν το λέω επειδή παίζω. Είναι άνθρωποι που τσαλακώνονται. Να ξεφύγουμε επιτέλους από την εικόνα του “ωραίου”, τονίζει. Στη σειρά υποδύεται τον Ζήση Γκορίτσα και μου λέει σαρκαστικά πως του αρέσει πολύ αυτό το όνομα. “Παίζω τον άσωτο υιό της οικογένειας Γκορίτσα, ο οποίος μπήκε στη φυλακή για μια βομβιστική επίθεση στον πατέρα της “αντίπαλης” οικογένειας, Μιχάλη Δελλή. Είναι μπλεγμένος με τη μαφία, μπλεγμένος με κάποιες εξαρτήσεις. Τον βρίσκουμε στη φυλακή, βγαίνει από τη φυλακή, θέλοντας να πάρει εκδίκηση για τον χαμό της αδερφής του”.
Ήταν τότε πολύ νωπά τα τραύματα, γιατί τα γυρίσματα συνέπεσαν με τη γυναικοκτονία στη Φολέγανδρο και ο τύπος που συνέλαβαν είναι από το χωριό μου. Τον θυμάμαι μικρό.
Η σειρά περιστρέφεται από μια γυναικοκτονία, και για κάποιο παράξενο λόγο, έχω την απορία αν ο όρος αναφέρεται στη σειρά. Μου απαντά πως δεν είναι σίγουρος αν η λέξη “γυναικοκτονία” αναφέρεται σε κάποια σκηνή, αλλά “δεν έχει και σημασία. Θέλω να πω, βλέπεις μια ολόκληρη σκηνή στην οποία ένας άντρας χτυπά μια γυναίκα”. Μια τέτοια σκηνή έχει κληθεί να παίξει και ο ίδιος στη σειρά “Καρτ Ποστάλ“, όπου για χάρη του σεναρίου μεταμορφώθηκε σε έναν τύπο που κακοποιεί τη γυναίκα του. “Σε εκείνη τη σκηνή διαλύθηκα ψυχολογικά. Όσο παίζαμε, έπιανα την κοπέλα και της έλεγα “συγγνώμη, χίλια συγγνώμη”. Ήταν τότε πολύ νωπά τα τραύματα, γιατί τα γυρίσματα συνέπεσαν με τη γυναικοκτονία στη Φολέγανδρο και ο τύπος που συνέλαβαν είναι από το χωριό μου. Τον θυμάμαι μικρό. Τον θυμάμαι”, ομολογεί. Μου λέει πως μετά από λίγο επισκέφτηκε το χωριό του, ώστε να δει τους γονείς του, και δεν μπορούσε να μη ρωτήσει φίλους και γνωστούς. “Ήταν σαν κάποιου είδους ομερτά”, λέει. “Έγινε αυτό το κλασικό της επαρχίας που κανείς δεν μιλάει. Μπορεί να μην πιστεύουν ακόμα ότι συμβαίνουν αυτά και δεν καταλαβαίνουν την αλλαγή που προσπαθεί άτσαλα, άγαρμπα αλλά αναγκαστικά να έρθει. Ναι, είναι μια αλλαγή που έρχεται επιθετικά, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Μόνο με την επίθεση γίνεται κατανοητή. Ας επιτεθούμε στους άντρες. Αφού δεν γίνεται αλλιώς”.
Οι γυναικοκτονίες έχουν σχεδόν γίνει μια καθημερινή είδηση, κι όμως, πολλοί γύρω μας αρνούνται να τις αντιληφθούν σαν αληθινά γεγονότα, σαν απολήξεις της έμφυλης βίας. “Είναι λες και πρέπει να θεωρήσουμε φυσιολογικό το γεγονός ότι μια γυναίκα δολοφονείται κάθε μέρα. Η ροή που έχουν οι ειδήσεις κάθε μέρα στο ζήτημα της γυναικοκτονίας είναι λες και διαβάζεις τα αθλητικά, λες και περιμένεις το σκορ, το πότε θα σκάσει η επόμενη. Το να θεωρήσει μια κοινωνία ότι είναι αυτονόητο ότι θα συμβεί μια ακόμα γυναικοκτονία και ότι θα καταλήξει να είναι ένας ακόμα αριθμός που προστίθεται, λέει πολλά για την κοινωνία την ίδια, που θέλει να θεωρείται κάτι άλλο από αυτό που είναι. Είσαι βουτηγμένος στα σκατά και λες ότι ζεις σε ένα λοφτ. Όχι, φίλε, πρέπει να παραδεχτείς ότι είσαι στα σκατά και να παλέψεις να βγεις. Τι σημαίνει δεν το ήξερα; Πολύς κόσμος πιστεύει ότι δεν συμβαίνει, γιατί πρέπει να συμβεί μπροστά του για να το καταλάβει, γιατί ακόμα και στο διπλανό σπίτι να συμβεί, μπορεί να μην το μάθει και ποτέ, γιατί αυτή είναι η ελληνική κοινωνία. Είσαι άλλος έξω και άλλος μέσα στο σπίτι και αυτό είναι πολύ τρομακτικό. Το να μη μπορείς να στηρίξεις την ύπαρξή σου και να μπορείς να πεις αυτός είμαι, και εδώ και στο Έβερεστ και στη Βραζιλία. Όπου και να με βάλεις, αυτός είμαι. Και στα υπόγεια και στα σαλόνια, και στο σπίτι της μάνας μου και στο δικό μου σπίτι είμαι ο ίδιος. Όταν κλείνει μια πόρτα και από πίσω εμφανίζονται άλλες προσωπικότητες, μιλάμε για μια κοινωνία που πάσχει ψυχικά“, τονίζει.
Συζητάμε για το βίωμα του μετανάστη, το οποίο γνωρίζει καλά, μιας και ήρθε πολύ μικρός στην Ελλάδα με τους γονείς του από την Αλβανία. Με διορθώνει λέγοντάς μου πως στην ουσία πρόκειται για τραύμα. “Το έχω βιώσει ως τραύμα. Θα μπορούσα κάλλιστα να σου πω πως δεν το έχω ζήσει, πως είχα πολύ καλούς φίλους και ωραίες κοινωνικές συναναστροφές, αλλά ερχόταν μαζικά, από παντού. Από μια κοινωνία που δεν μπορούσε να αποδεχτεί το ξένο. Ακόμα δεν μπορεί να το αποδεχτεί. Το φοβόταν, δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί, άρα και αυτό το διαχειρίστηκε πάρα πολύ άγαρμπα, με αποτέλεσμα να έχουν πληγωθεί και τραυματιστεί ψυχές, να έχουν κλειστεί άνθρωποι, να έχουν απομονωθεί, να έχουν γίνει σκληροί και επιθετικοί προς αυτό που τους απέρριψε”, μου λέει.
“Φυσικά και σπεύσαμε να πούμε πως ο δολοφόνος του Άλκη είναι Αλβανός, γιατί υπάρχουν πολλά τηλεοπτικά σκουπίδια.”
Τον ρωτάω αν τελικά το κλισέ της φιλόξενης Ελλάδας ισχύει και γελάει. “Όχι, δεν είναι φιλόξενη η Ελλάδα. Το βλέπουμε και σήμερα. Δεν είναι, όμως, ελληνικό το πρόβλημα. Όταν υπάρχει μια απόφαση από μια Ευρωπαϊκή Ένωση πως όποια βάρκα πάει να περάσει τη θάλασσα τη στέλνουμε πίσω ή την τρυπάμε, δεν μπορείς να λες ότι είναι ελληνικό το πρόβλημα. Είναι γενικό. Εγώ το έζησα εδώ, κάποιος άλλος μπορεί να το έχει ζήσει στη Γερμανία ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα”, απαντάει. Συμφωνούμε στη χυδαία βιασύνη να ονομάσουμε τον δολοφόνο του Άλκη στη Θεσσαλονίκη “Αλβανό”. “Φυσικά και σπεύσαμε να πούμε πως ο δολοφόνος του Άλκη είναι Αλβανός, γιατί υπάρχουν πολλά τηλεοπτικά σκουπίδια. Ένας από τους λόγους που δεν μου αρέσει η τηλεόραση είναι γιατί είναι ακραία χειριζόμενη. Δεν ξέρω από ποιους. Δεν ξέρω ποιος κινητοποιεί δημοσιογράφους να λένε “Αλβανός ήταν, λογικό να έχει πιστόλι”. Δεν ξέρω ποιος κινητοποιεί αυτές τις δηλώσεις ή αν είναι η δική του εγκεφαλική διαστροφή. Εν τω μεταξύ, μιλάμε και για Αλβανό Χρυσαυγίτη. Καταλαβαίνεις τη σύγχυση. Και τη σύγχυση αυτού του παιδιού, γιατί και με αυτόν τα βάζω, που για να γίνει αποδεκτός από μια κοινωνία, φτάνει στο άλλο άκρο”.
Μιλώντας για τραύματα, θεατρικά αυτή την περίοδο, ο Αινείας θα συμμετέχει στο ξεφλούδιασμα οικογενειακών τραυμάτων, στην παράσταση “Το μακρύ ταξίδι της ημέρας μέσα στη νύχτα” του Ευγένιου Ο Νηλ, που παρουσιάζεται από τις 3 Μαρτίου στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Σπεύδει να μου ξεκαθαρίσει πως σε αυτή την παράσταση δεν θα έρθει η κάθαρση. “Θα βουτηχτείς στο μαύρο έρεβος και θα φύγεις με αυτό στην ψυχούλα σου. Το ίδιο το έργο δεν έχει κανένα φως”.
Μιλώντας για τον ρόλο του, αναφέρει πως υποδύεται τον μεγάλο γιο και αδερφό της οικογένειας, της οποίας ο μικρός γιος πάσχει από φυματίωση και η μητέρα, ούσα μορφινομανής, αρνείται οτιδήποτε μπορεί να την προσγειώσει στην πραγματικότητα. “Για εμένα είναι μια παράσταση που βιώνω μια διπλή απόρριψη. Η μια είναι αυτή του κειμένου. Πρόκειται για ένα κείμενο που μόνο με το να το διαβάζεις βουτάς στο σκοτάδι, όσο και να θες να διατηρήσεις μια απόσταση από αυτό. Το να διαβάσεις τι λέει αυτός ο τύπος σε μια βαθιά εξομολόγηση στον αδερφό του, για την απόρριψη που ο ίδιος έχει βιώσει από την οικογένειά του, εμένα με βαζει σε θέση να σκέφτομα πως είναι σαν να μιλάω εγώ σε όλο τον κόσμο που με έχει απορρίψει. Ο πυρήνας που εγώ βρίσκω σε αυτό το έργο είναι σαν να ξερνάω τη στεναχώρια μου, τη λύπη μου, το θυμό μου σε μια ολόκληρη κοινωνία”.
“Άρα εσύ βιώνεις μια κάθαρση”, του λέω. “Εγώ ζω μια κάθαρση, ναι”, μου απαντάει. Αλλά είναι πολύ επώδυνη”.