Κάποιια στιγμή το 2018, ο Αντώνης Αντωνόπουλος άκουσε ένα στίχο της Lykke Li από το κομμάτι  «Utopia». Η φράση «We could be utopia» τού κόλλησε στο μυαλό. Ήταν η εποχή που το όνομα του συζητιοταν λόγω του «Εκκλησιαστή», της παράστασης με την οποία συστήθηκε σε ένα ευρύτερο κοινό.

Η συνέχεια με την κατασκευή της Ουτοπίας, περιελάμβανε μπολικο διάβασμα (αναπόσπαστο κομμάτι του οποίου ήταν το κλασίκό ομώνυμο έργο του Τόμας Μορ), αλλά και τη συλλογή ετερόκλητων αναφορών που θα εξυπηρετούσαν το σκοπό του: από τους Radiohead στον Ταρκόφσκι και από την Dua Lipa στον Χρήστο Βαλαβανίδη.

Η παράσταση «Ουτοπία» έχει παρουσιαστεί ήδη δύο φορές, με πιο πρόσφατη αυτή πριν από μερικές μέρες στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ωστόσο, όπως κάθε Ουτοπία, έτσι και αυτή αποτελεί μια μόνιμα ανοιχτή συνθήκη -όχι ένα κλειστό σχήμα.

Ο Αντώνης Αντωνόπουλος μάς μίλησε για το έως τώρα απολογισμό, αλλά και για αυτό το συνεχές κυήγι του άπιαστου ονείρου που κάθε ουτοπία προϋποθέτει.

Η παράστασή σας είναι εμπνευσμένη από το ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Μορ, όπου ο μη-τόπος, ταυτίζεται με τον τέλειο τόπο. Πρόκειται για έναν τόπο δίχως ρωγμές, τομές, ασυνέχειες και εντάσεις;

Ένας τόπος δίχως ρωγμές, τομές, ασυνέχειες και εντάσεις είναι ένας μη ανθρώπινος κόσμος. Δεν έχει νόημα το άριστο, το τέλειο, το χωρίς ψεγάδι. Ναι, ας αναζητούμε την τελειότητα αλλά μακάρι να μην φτάσουμε ποτέ στην Ουτοπία. Ο Georges Perec γράφει «όλες οι ουτοπίες είναι καταθλιπτικές, διότι δεν αφήνουν θέση στο τυχαίο, στη διαφορά, στα “ποικίλα”. Τα πάντα έχουν τακτοποιηθεί και η τάξη βασιλεύει. Πίσω από κάθε ουτοπία, υπάρχει πάντα ένα μεγάλο ταξινομικό σχέδιο: μια θέση για κάθε πράγμα και κάθε πράγμα στη θέση του». Στο βιβλίο που έγραψε το 1516 ο Thomas More περιγράφει με λεπτομέρεια την πολιτική και την κοινωνική ζωή της νήσου Ουτοπίας κάνοντας έτσι και μια κριτική στην εποχή του αλλά σήμερα μια τέτοια Ουτοπία θα ήταν προβληματική.

Είναι αυτή η ομοιογένεια προϋπόθεση για το βίωμα της ευτυχίας; Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πού χωρά το δικαίωμα στη διαφοροποίηση και κυρίως στην αντίσταση απέναντι σε μια κυρίαρχη/ δεδομένη κατάσταση;

Όχι, δεν πιστεύω ότι η ευτυχία προϋποθέτει την ομοιογένεια. Το αντίθετο. Ευτυχία είναι η ελευθερία. Ευτυχία είναι η διαφορετικότητα. Ευτυχία είναι η αλληλεγγύη. Ευτυχία είναι η αποδοχή. Απεχθάνομαι τη λέξη «κανονικό». Δεν υπάρχει το κανονικό. Είμαστε όλοι κανονικοί, όλες κανονικές και όλα κανονικά. Αντίσταση είναι η αγάπη απέναντι στο άλλον άνθρωπο. Η αγάπη είναι η πιο επαναστατική κίνηση.

Στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες οι άνθρωποι δίχως τόπο, όσοι βρίσκονται σε μόνιμη κίνηση, είναι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες; Το ζήτημα διαρκούς ανθρώπινης ροής, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο οι δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες είναι θέματα που θίγονται στην παράσταση;

Ο μη-τόπος της Ουτοπίας δημιουργήθηκε επειδή ο κόσμος μας έχει ανάγκη να φαντάζεται ότι υπάρχει κάπου ένα μέρος όπου όλοι οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι και πλήρεις. Ένα μέρος όπου δεν νιώθεις ξένος/η/ο, ένα μέρος που δεν αναγκάζεσαι να αφήσεις, ένα μέρος χωρίς τείχη, ένα μέρος όπου νιώθεις ασφάλεια, ένα μέρος που σε προστατεύει και δεν σε πνίγει σε σκοτεινές θάλασσες, ένα μέρος που ζητάς βοήθεια και σε βοηθάει, ένα μέρος που σε αγκαλιάζει, ένα μέρος που σε αγαπάει. Είναι κρίμα που αυτό το μέρος υπάρχει μόνο στη φαντασία μας ακόμα. Στην τελευταία σκηνή της παράστασης ο έξω κόσμος εισβάλλει στην Ουτοπία. Θέλει να την κατοικήσει κι αυτός. Η Ουτοπία τον υποδέχεται και χορεύουν μαζί.

Μπορεί να υπάρξει ένα αντικειμενικός ορισμός για την ουτοπία ή τελικά η ερμηνεία της μεταβάλλεται;

Η Ουτοπία εξ ορισμού δεν μπορεί να κατακτηθεί. Μόλις την πλησιάσουμε εκείνη απομακρύνεται περισσότερο. Για μένα ουτοπία είναι το συνεχές κυνήγι αυτού του άπιαστου τόπου. Μια πορεία προς το φως. Μια πορεία προς την αποδοχή. Μια πορεία προς την αγάπη.

Ποιες αναφορές και τι είδους καλλιτεχνικά κίνητρα οδήγησαν στη δημιουργία ενός τόσο ενδιαφέροντα τόπου όπου η Dua Lipa «συνομιλεί» με τον Χρήστο Βαλαβανίδη;

Η παράσταση είναι μια προσωπική ουτοπία φτιαγμένη από υλικά που συγκέντρωνα τα τελευταία 3 χρόνια. Αναφορές για την ‘ΟΥΤΟΠΙΑ’ είναι η Dua Lipa, ο Χρήστος Βαλαβανίδης, ο Michel Foucault, η Lady Gaga στα βραβεία του MTV, το ‘Solaris’ του Andrei Tarkovsky, η Paula Abdul να τραγουδάει το ‘The Way That You Love Me’ στα American Music Awards το 1990, ένας άντρας που τρέχει γυμνός στο χιόνι στην ταινία
Hallelujah the Hills του Adolfas Mekas, ο Thom Yorke να τραγουδάει «all is well, as long as we keep spinning», η έκθεση «post-nostalgia: Το Design συναντά την ουτοπία» στο Ρομάντσο… Δεν ξέρω και δεν μπορώ να εξηγήσω τα κίνητρα που με οδήγησαν σ’ αυτό το σύμπαν. Αλλά στο μυαλό μου είναι σωστό.

Η παράσταση έχει ήδη ανέβει δύο φορές (Αστεροσκοπείο Αθηνών, Δημοτικό Θέατρο Πειραιά), νιώθετε ότι εξελίσσεται και αυτονομείται μέσα από αυτή τη διαδικασία και, καθώς γίνεται κτήμα του κοινού, φεύγει πια από τις προθέσεις, τις ιδέες και τα σώματα των συντελεστών της; Αν όντως συμβαίνει αυτό πώς το νιώθετε εσείς;

Κάθε φορά που παίζεται η παράσταση εξελίσσεται και προχωράει. Δεν ξέρω αν αυτονομείται. Μοιράζεται θα έλεγα καλύτερα. Η παράσταση είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου και η μόνη μου πρόθεση είναι να επικοινωνήσω. Νιώθω ένα άβολο συναίσθημα απελευθέρωσης όταν εκθέτω ένα κομμάτι μου στον κόσμο.

Για έναν χορογράφο πώς γίνονται αντιληπτά τα όρια του φυσικού χώρου; Τι προκλήσεις του θέτουν;

Δεν ξέρω πώς γίνονται αντιληπτά τα όρια του φυσικού χώρου. Επιβάλλονται, φαντάζομαι. Ο χώρος αποτελεί κομμάτι της παράστασης και οφείλεις να τον συμπεριλάβεις. Η πρεμιέρα της ‘ΟΥΤΟΠΙΑΣ’ έγινε στο Αστεροσκοπείο Αθηνών το καλοκαίρι. Βρισκόμασταν σε εξωτερικό χώρο, στον Λόφο των Νυμφών και η παράσταση ξεκινούσε το ηλιοβασίλεμα. Μάλιστα είχαμε σχεδιάσει τα φώτα έτσι ώστε να παρατείνουμε τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος για περισσότερη ώρα. Την ώρα της παράστασης μπορούσες να ακούσεις τις καμπάνες από την διπλανή εκκλησία, τα τριζόνια, την κίνηση από το Θησείο. Η σκηνή ήταν το νησί της Ουτοπίας και γύρω της ο υπόλοιπος κόσμος. Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά παίξαμε σε μια αίθουσα με πολυελαίους, ξύλινο πάτωμα και έναν μεγάλο καθρέφτη στο κέντρο της. Ήταν σαν να κατοικούσαμε πάντα σε αυτή την αίθουσα και να υποδεχόμαστε τον κόσμο σπίτι μας. Σαν να γιορτάζουμε και να χορεύουμε μαζί. Η παράσταση ήταν ίδια αλλά το περιβάλλον την έκανε εντελώς διαφορετική.