Ο Moby βρίσκεται στην έρημο, στέκεται στην άκρη ενός πελώριου βράχου.
Η ηλικία αυτού του θηριώδους όγκου υπολογίζεται σε δισεκατομμύρια έτη. Οι γεωλόγοι έχουν εκτιμήσει ότι κάθε τρία-τέσσερα εκατοστά του βράχου οριοθετούν μια περίοδο περίπου 5.000 ετών. Όποια μορφή ζωής υπήρξε στην περιοχή κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος πιθανόν να έχει αφήσει το ίχνος της σε αυτά τα 2-3 εκατοστά, όσο δηλαδή είναι η διάμετρος ενός νομίσματος των 50 λεπτών.
Αυτές οι χαώδεις διαφορές στις κλίμακες, στα μεγέθη, στην αντίληψη του χρόνου συνυπάρχουν και ανάλογα με το ποια επιλέγουμε αποκτούμε και μια εντελώς διαφορετική προοπτική για τη θεώρηση του κόσμου και της ζωής μας. «Οι περισσότεροι από εμάς, συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου, μεγαλώνουμε και θεωρούμε πώς ό,τι κάνουμε, ό,τι μας συμβαίνει είναι πάντα σημαντικό και σπουδαίο. Ας αναρωτηθούμε όμως σε σχέση με τι. Μάλλον δεν θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε το ίδιο αν κρίνουμε την παρουσία μας σε σχέση με την ηλικία του σύμπαντος» , λέει ο Moby.
Το ζήτημα της προοπτικής είναι η πρώτη αφορμή για να αρχίσει η κουβέντα μας. Το Μάιο ο Moby κυκλοφόρησε το Reprise (Deutsche Grammophon). Συνεργάστηκε με την Budapest Art Orchestra, αλλά και ένα πλήθος εκλεκτών guests, και δούλεψαν πάνω σε νέες εκτελέσεις και ενορχηστρώσεις των πιο γνωστών του κομματιών, εκείνων που αγαπήθηκαν φανατικά στα 90s και τα 00s. Μάλιστα, εδώ και λίγες κυκλοφορεί και μια εμπλουτισμένη εκδοχή του άλμπουμ με σχόλια του Moby για κάθε ένα από τα 14 κομμάτια. Όπως παραδέχεται και ο ίδιος, «δεν δούλεψα με τον τρόπο που είχα συνηθίσει, δεν ήμουν μόνος μου κλεισμένος σε ένα στούντιο με τα μηχανήματά μου».
Παρόλα αυτά, στα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά, μια τέτοια κυκλοφορία λειτουργεί ως ένα ορόσημο καθώς αποτελεί μια ανασκόπηση της μέχρι τώρα διαδρομής. Η προοπτική του Moby ωστόσο διαφέρει: «Ξέρεις, κάθε φορά που νιώθω ότι παίρνω την καριέρα μου ή καταστάσεις στη ζωή μου πολύ σοβαρά, πάντα υπενθυμίζω στον εαυτό μου τι ένιωσα όταν βρέθηκα σε αυτόν τον βράχο: είμαι ένα ανθρώπινο ον, που η διάρκεια της ζωής του είναι απειροελάχιστη, και σκουντουφλάω εδώ και εκεί προσπαθώντας να κατανοήσω την ανθρώπινη συνθήκη».
Μια τέτοια θεώρηση έρχεται να ακυρώσει μια σειρά εύλογων ερωτημάτων που σχετίζονται με την επιλογή του Moby να κυκλοφορήσει τώρα το Reprise: έφτασε η ώρα ενός πρώτο απολογισμού, ολοκληρώνει κάποιο κεφάλαιο και περνάει σε ένα νέο;
«Μάλλον κυκλοφόρησα το Reprise επειδή η δουλειά μου είναι να κυκλοφορώ δίσκους, γεγονός που ακόμα και σήμερα μου φαίνεται παράξενο διότι ποτέ δεν είχα την προσδοκία ότι θα κυκλοφορούσα έστω και έναν δίσκο».
Ο Moby διαχρονικά τοποθετείται με ένα τρόπο μηδενιστικό απέναντι στις όποιες προσδοκίες: δεν είχε καμία προσδοκία ότι θα έμπαινε στη δισκογραφία, δεν είχε καμία προσδοκία ότι η μουσική του θα γινόταν τόσο μαζικά αποδεκτή, δεν είχε καμία προσδοκία ότι το Play θα περνούσε στην ιστορία ως ένας από τους επιτυχημένους δίσκους των 90s, για την ακρίβεια, ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι θα ήταν το απόλυτα αποτυχημένο κύκνειο άσμα του δισκογραφικά.
«Αν το Reprise σηματοδοτεί κάτι, ένα ‘‘νέο κεφάλαιο’’ ας πούμε, αυτό είναι ότι πλέον μου έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου πως αυτό που με ενδιαφέρει είναι η πνευματική λειτουργία της μουσικής, η δυνατότητα που σου δίνει να δημιουργείς συναισθήματα και να επηρεάζεις τα συναισθήματα των ακροατών σου. Προφανώς, είναι σημαντικά τα είδη και οι κατηγοριοποιήσεις, είναι σημαντική η καριέρα και η αποδοχή, αλλά σε καμία περίπτωση δεν γίνεται να τοποθετούνται πιο ψηλά από την πνευματική διάσταση της μουσικής δημιουργίας».
Το ζήτημα της ανασκόπησης, της τοποθέτησης των πραγμάτων σε μια ευρύτερη οπτική επανέρχεται και με την κυκλοφορία του Moby Doc (διαθέσιμο στην Ελλάδα από τις 30/7 μέσω του itunes), ενός επίσης απολογιστικού χαρακτήρα μουσικό ντοκιμαντέρ που δημιούργησε ο ίδιος σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη Rob Gordon Braive.
«Είναι ένα διαφορετικό μουσικό ντοκιμαντέρ, το οποίο στηρίζεται στην αλήθεια, αλλά χαρακτηρίζεται και από ένα σουρεαλισμό. Δεν θα δείτε τα γεγονότα σε χρονολογική σειρά, η αφήγηση είναι αντισυμβατική, ενώ on camera μιλάω μόνο εγώ και ο David Lynch. Το λέω με βεβαιότητα ότι δεν μοιάζει με κανένα άλλο του είδους».
***
O Moby κάνει άνω-κάτω την σκηνή του Rock of Gods στο λιμάνι του Πειραιά.
Τρέχει, σπάει την κιθάρα του, σκαρφαλώνει στα ηχεία, δίνει μία και πετάει πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, πάνω από τα κουφάρια των Λιπασμάτων και της ΑΓΕΤ Ηρακλής, πάνω από το φουγάρο της ΔΕΗ. Ένας μικρόσωμος γίγαντας που ορθώνει το ανάστημά του πάνω και από τα βουβά και αγέρωχα σιλό.
Είναι η πρώτη εμφάνιση του Moby στη χώρα μας, σε ένα event που συμβόλισε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της συναυλιακής ζωής μιας ολόκληρης γενιάς, αλλά και ενός ιστορικού φεστιβάλ καθώς το Rock of Gods ήταν ο πρόδρομος του Rockwave. Έχουν περάσει 25 χρόνια από εκείνο το live, οι αναμνήσεις του Μοby είναι κάπως συγκεχυμένες, σε αντίθεση με εκείνες του ελληνικού κοινού το οποίο τον ερωτεύτηκε παράφορα.
Η φετινή χρονιά όμως σηματοδοτεί κι μια άλλη πιο σημαντική επέτειο, τα 30 χρόνια της κυκλοφορίας του GO, η οποία μας πηγαίνει πάλι στον Lynch καθώς το πιο διαδεδομένο mix είναι εκείνο με το sample από το Laura Palmer’s Theme του Angelo Badalamenti που ακουγόταν στη θρυλική τηλεοπτική σειρά Twin Peaks.
«Μου είχαν ζητήσει από την εταιρεία μερικά ακόμα mixes, πέρα από την πρώτη εκδοχή. Θυμάμαι που δούλευα μόνος στο studio και στα διαλείμματα έβλεπα τη σειρά -είχα φάει κόλλημα», εξηγεί ο Moby. «Όταν άκουσα το κομμάτι του Badalamenti δεν το σκέφτηκα πολύ, είπα ότι έπρεπε να το δοκιμάσω στο GO. Κάπως έτσι προέκυψε το Woodtick Mix. Ναι, δεν είναι κάποια τρομερή ιστορία. Δεν παύει όμως να είναι η ιστορία ενός μουσικού που του άρεσε πολύ αυτή η σειρά».
Το GO είναι το κομμάτι που μετέτρεψε το Moby σε πρόσωπο της rave κοινότητας. Η πρώτη σχετικά μαζική του επιτυχία. Το 1996 τα καύσιμά της είχαν αρχίσει να τελειώνουν. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς είναι πιθανόν η μοναδική εποχή που ο Moby καλλιεργεί προσδοκίες για κάτι. Η κυκλοφορία του Animal Rights είναι προ των πυλών και πιστεύει ότι θα πάει την καριέρα του ένα βήμα μπροστά. Τα πράγματα πήγαν κατά διαόλου.
Εκείνο το άλμα στον Πειραιά σηματοδότησε την αρχή ενός καθοδικού σπιράλ. Η ένταση της δίνης οριζόταν από αλλεπάλληλες αρνητικές κριτικές, από αμήχανα Live σε άκυρα venues μπροστά σε ελάχιστο κοινό και από την αναζήτηση νέας δισκογραφικής μετά την παταγώδη αποτυχία του δίσκου.
Μετά ήρθε το Play -τελεία και παύλα.
Ο Moby στο εξώφυλλο χοροπηδά. Αυτή τη φορά το σάλτο τον πήρε από το μικροσκοπικό του διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη και τον εκτόξευσε στη στρατόσφαιρα. Για την καριέρα του, το Play είναι σαν ένας μεθοριακός σταθμός. Ο Moby μπαίνει με το βαλιτσάκι του, φρεσκάρεται για λίγο στην τουαλέτα και αντικρύζει για τελευταία φορά μια εκδοχή του εαυτού που θα έμενε πίσω – τελευταία υπενθύμιση ότι ίσως δεν χρειάζεται να κυνηγά σαν πιστό σκυλί τη φήμη. Πηγαίνει στο γκισέ, περνά τον έλεγχο, επιβιβάζεται στο συρμό του για να ξεκινήσει ένα φρενήρες ταξίδι: ηδονιστικά και λαμπερά πάρτι, ασταμάτητες περιοδείες, celebrities φίλοι, αφίσες που κάλυπταν τις επιφάνειες ολόκληρων κτηρίων.
Χρόνια αργότερα, στο «Κι έτσι διαλύθηκαν όλα» (εκδ. Οξύ), τον δεύτερο τόμο των απομνημονευμάτων του ο Moby τα καταγράφει όλα αυτά με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης και τον τρυφερό ναρκισσισμό ενός ανθρώπου που έχει ζήσει τι σημαίνει να είσαι star. Ίσως να μην συζητούσαμε καν σήμερα, το 2021, για εκείνη την εποχή, αν ο ίδιος ο Moby δεν έκλεινε ένα κεφάλαιο του βιβλίου με τη φράση: «‘‘Μα κοίτα, αυτή εκεί είναι η Νάταλι Πόρτμαν και είναι καλή μαζί μου’’».
Αν ήξερε τι θα επακολουθούσε, ίσως να μην έγραφε ποτέ αυτές τις 13 λέξεις ο Moby (και τις εκατοντάδες ακόμα που αφορούσαν τη «σχέση» του με την Portman). Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή: σε αντίθεση με όσα αναφέρονταν στο βιβλίο, η Portman όχι μόνο αρνήθηκε ότι φλέρταρε τον Moby, αλλά ότι ήταν εκείνος αυτός που την προσέγγισε κάπως άβολα. Και δεν έμεινε εκεί, επανειλημμένα δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να είχε σχέση μαζί του καθώς όταν γνωρίστηκαν εκείνη ήταν μόλις 18 ετών και ο μουσικός 34. Ο Moby είναι στα μανταλάκια για μια ιστορία για την οποία έχει ευθύνη σχετικά με τον τρόπο που τη μετέφερε.
«Ήταν κάτι που μου προξένησε σύγχυση και προβληματισμό, παρά το γεγονός ότι εδώ και χρόνια έχω πάρει το μάθημα μου με τα social media. Κάπου το 2005 ή 2006, είχα πέσει πάνω σε ένα post σε ένα από τα δημοφιλή message boards της εποχής, στο οποίο ο συντάκτης έγραφε ότι με μισεί τόσο πολύ που θέλει να με μαχαιρώσει και να με βλέπει να αιμορραγώ μέχρι να πεθάνω. Και τότε κατάλαβα ότι δεν ήταν καθόλου υγιές να θυσιάζω την ψυχική μου ηρεμία για ανθρώπους που δεν γνωρίζω».
Για τον ίδιο αυτή η υπόθεση δεν είναι κάτι που θα τον χαρακτηρίσει. «Ξέρεις, ζω μια απλή ζωή: γράφω μουσική, πάω για πεζοπορία, βλέπω μερικούς φίλους πού και πού και αυτό είναι όλο. Ο εαυτός σου και η αυτοεκτίμηση σου δεν διαμορφώνονται από όσους δεν γνωρίζεις. Αντίθετα, καθορίζονται από το ποιος είσαι, από τους φίλους, την οικογένειά, τη δημιουργικότητά σου, την πνευματικότητά σου».
***
Ο Moby αιωρείται. Οι ήχοι του ταξιδεύουν στον αέρα με προορισμό το πουθενά.
Η κυκλοφορία του Reprise είναι μια ιδανική αφορμή για να μιλήσει για όσα σημαίνει η μουσική για εκείνον. Το πιο ενδιαφέρον για τον ίδιο σε αυτή την κουβέντα είναι ότι πολύ συχνά δεν παραβλέπουμε κάτι πολύ βασικό: την ίδια τη φύση της μουσικής και των ήχων. «Ξέρεις, όλοι λέμε ότι η μουσική μάς επηρεάζει συναισθηματικά. Στην πραγματικότητα όμως η μουσική δεν είναι παρά μόρια αέρα που χτυπούν τα αφτιά μας με κάπως διαφορετικό τρόπο. Υπό αυτό το πρίσμα, η μουσική καθεαυτή δεν δημιουργεί τίποτα, απλώς πιέζει τον αέρα».
Τα εξηγεί λοιπόν όλα η φυσή; Για τον Moby όχι. «Όπως όλες οι τέχνες, έτσι και η μουσική θεωρώ ότι διαθέτει πνευματική μαγεία: αυτή η πίεση του αέρα μπορεί να κάνει κάποιον να χορέψει, να κλάψει, να πηδήξει από ενθουσιασμό. Μπροστά σε αυτό το μυστήριο, δεν έχει σημασία η όποια καριέρα, οι οριοθετήσεις και όσα αφορούν την επαγγελματική διάσταση της μουσικής».
Ωστόσο, ούτε ο ίδιος έχει πάντα αυτήν την οπτική. «Έχει αλλάξει σημαντικά ο τρόπος που βλέπω τη μουσική. Στην αρχή, ερωτεύτηκα αυτή τη δύναμη που έχει με την οποία επηρεάζει τα συναισθήματά μας. Αυτός είναι ο πυρήνας της. Στη συνέχεια όμως, με γοήτευσαν αναπόφευκτα και όλα τα γύρω-γύρω: οι μπάντες, τα είδη, οι κατηγοριοποιήσεις, οι κοινότητες, οι δισκογραφικές, οι περιοδείες».
Και τώρα, πού βρίσκεται; «Πλέον έχω επιστρέψει ξανά στο διαχρονικό και σταθερό πυρήνα της μουσικής τέχνης, εκεί από όπου αντλεί την πνευματική της δύναμη και ομορφιά».
Όπως λοιπόν δεν έχει αλλοιωθεί ο πυρήνας της δημιουργίας της μουσικής, έτσι δεν έχει αλλοιωθεί και ο πυρήνας της πρόσληψής της. «Από όταν ξεκίνησα μέχρι τώρα έχουν διαφοροποιηθεί τα πάντα γύρω από τη μουσική. Την ίδια στιγμή, το πιο σημαντικό έχει μείνει και θα παραμένει ίδιο – είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε αισθητηριακά τη μουσική ως έμβια όντα. Ακόμα έχουμε μόνο δύο αφτιά. Όσες αλλαγές και αν συμβούν στη μουσική βιομηχανία, θα υπάρχει πάντα εκεί ένας ακροατής με δύο αφτιά και θα ακούει».