Πριν λίγες μέρες, ένα visual poem έδωσε εικόνα και κίνηση στα δυο τραγούδια που θέλησε να μας χαρίσει ως μικρά spoilers του επερχόμενου δίσκου του ο Παύλος Παυλίδης. Τη σκηνοθεσία του οπτικού αυτού ποιήματος ανέλαβε ο Βασίλης Κεκάτος και μιλώντας για spoilers, μάλλον τέτοιο ρόλο έπαιξε η μικρού μήκους ταινία του “Όταν Κοιμάσαι ο Κόσμος Αδειάζει”, στην πρώτη καραντίνα. Την ταινία σχεδόν χρωμάτισε το κομμάτι του Παυλίδη «Περιμένω» και το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι συναντώντας και τους δυο στην ανησυχητικά ήσυχη Φωκίωνος Νέγρη, είναι αν το γεγονός ότι το «Περιμένω» έγινε το soundtrack της μικρού μήκους ταινίας, ήταν και το έναυσμα για την “Άνοιξη – Στο Μάτι Του Κυκλώνα”.

Μαθαίνω πως Παυλίδης και Κεκάτος είχαν συναντηθεί για πρώτη φορά, με μια άλλη αφορμή. Πρακτικά, για μια παράσταση που εν τέλει ακύρωσε η ίδια η πανδημία, αλλά πρόλαβε να δώσει χώρο στον σπόρο της βαθιάς οικειότητας μεταξύ των δυο, με άτυπο κέντρο της τη Γαλλία, στην οποία έχει ζήσει αρκετά χρόνια ο Παυλίδης και από την οποία επέστρεψε βραβευμένος πια ο Κεκάτος. 

«Όταν συναντηθήκαμε κατάλαβα πως υπάρχει ένας πολύ κοινός κώδικας στον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, πέραν της μουσικής και του σινεμά. Αισθάνθηκα μια οικειότητα που ήταν παράξενη, γιατί δεν ανήκουμε καν στην ίδια γενιά. Υπήρχε μια ΩΡΑΙΑ αίσθηση από τη δική μου πλευρά και μια ευχή για το να μπορέσουμε να συνεργαστούμε για τον οποιοδήποτε λόγο στο μέλλον», αναφέρει ο Παύλος. «Υπάρχει ένα τραγούδι που είχε γράψει παλιά ο Παύλος, όταν ήταν με τα Ξύλινα Σπαθιά ακόμα, το «Νερό που Κυλάει». Του λέω ότι αυτό είναι το αγαπημένο μου τραγούδι του και μου απαντάει ‘ξέρεις, νομίζω πως αυτό είναι και το δικό μου αγαπημένο τραγούδι για κάποιους καθαρά βιωματικούς λόγους. Είναι ένα τραγούδι όχι τόσο γνωστό όσο τα μεγάλα, τα θρυλικά των Ξύλινων Σπαθιών. Προσπαθούσαμε, λοιπόν να δούμε πώς θα συνεργαστούμε», αναφέρει ο Βασίλης και κάπως έτσι τρεις φαινομενικά ασυνάρτητες μεταβλητές οδήγησαν στην πρώτη τους καλλιτεχνική πια συνάντηση: πανδημία, έρωτας και «Περιμένω». 

«Όταν έσκασε η πανδημία και εγώ είχα πάει να μείνω στην ερημιά, στην πρώτη καραντίνα, για ένα δίμηνο, μαζί με τον φωτογράφο μου, συνειδητοποίησα κάτι: Με έναν παράξενο τρόπο, ενώ είχα αγοράσει τον δίσκο αυτό του Παύλου και των B-Movies, «Αυτό το πλοίο που όλο φτάνει», παλιά και είχα κολλήσει στα πιο γνωστά κομμάτια, ήταν σαν να μην είχα παρατηρήσει αυτό το κομμάτι του δίσκου, το «Περιμένω», που ήταν το τελευταίο κομμάτι του δίσκου αν θυμάμαι σωστά. Ήμουν, λοιπόν, στο αυτοκίνητο, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τα πράγματα, κάπως σε σοκ όπως όλοι μας, και συνειδητοποιώ πως ακούω αυτό το τραγούδι σε λούπα. Και συνέβη επίσης κάτι μεταφυσικό. Εγώ πριν ξεκινήσει η καραντίνα άρχισα να βλέπω ένα κορίτσι και όλα κόπηκαν λίγο βίαια, γιατί εγώ αποφάσισα να φύγω. Κάθε βράδυ ήθελα να της στείλω αυτό το τραγούδι, το ‘Περιμένω’ και να της πω ότι το ακούω και κάπως τη σκέφτομαι και κάπως την αισθάνομαι κοντά μου, αλλά δεν το έκανα. Ένα βράδυ μου λέει εκείνη ‘ξέρεις, ακούω ένα τραγούδι κάθε βράδυ τελευταία και σκέφτομαι εσένα’ και ήταν αυτό το τραγούδι του Παύλου, το ‘Περιμένω’. Της λέω ‘δεν γίνεται, δεν θα με πιστέψεις ποτέ, αλλά κάθε βράδυ σκεφτόμουν να σου το στείλω’. Τότε συνέπεσε η πρόταση από τη Στέγη, και το βρήκαμε πολύ ωραία ιδέα με τον φωτογράφο μου να κάνουμε μια ταινία εκεί με ό,τι έχουμε και επειδή σκέφτηκα ότι θέλω να κάνω μια ταινία για αυτό το κορίτσι, εκεί ήρθε ο Παύλος, στον οποίο τηλεφώνησα λέγοντας πως υπάρχει αυτό το κορίτσι, αυτό το τραγούδι, αυτή η ταινία», λέει ο Βασίλης, παραδεχόμενος πως αν δεν υπήρχε το τραγούδι δεν θα υπήρχε καν αυτή η ταινία. «Αυτή είναι η πρώτη φορά που μου το λέει αυτό τόσο ξεκάθαρα», σχολιάζει ο Παύλος γελώντας. 

Για τον Παύλο, η επιλογή του συγκεκριμένου τραγουδιού ήταν μια ακόμα σφραγίδα επιβεβαίωσης στο κοινό βλέμμα των δυο. Στον παρόμοιο τρόπο με τον οποίο διαβάζουν την πραγματικότητα. «Χάρηκα που το τραγούδι μου έγινε soundtrack. Μάλλον επειδή είναι λιτό κατάφερε να συνδυαστεί εύκολα με εικόνα», αναφέρει. Τον Βασίλη από την άλλη, το άκουσμα του τραγουδιού στη δεδομένη συνθήκη ήταν μια βοήθεια για να σηκώσει το βάρος της υπομονής, μιας αρετής που βίαια μας έκανε να εξασκήσουμε η πανδημία. «Είχε κάτι το θεϊκό, με έναν γλυκό τρόπο, όχι με έναν τυραννικό τρόπο. Ήταν μια πολύ τρυφερή υπενθύμιση ότι κάποτε ανοίγουν οι ουρανοί». Ο Παύλος αναφέρει πως με αυτή την αφορμή και μιλώντας με τον Βασίλη για το παλιό, καλό σινεμά, του είχε πει πως το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν μια αναφορά στον Αλέξη Δαμιανό. “Στην ουσία το νόημα του τραγουδιού, ότι κάποτε ανοίγουν οι ουρανοί, αλλά και να μην ανοίξουν σήμερα δεν πειράζει ,αυτή η προοπτική έχει σημασία. Είναι κάτι που αναφέρεται σε ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ που έχουν κάνει για τη ζωή του Δαμιανού όπου μιλάει ο ίδιος. Τον συναντά μεγάλο, σχεδόν προς το τέλος της ζωής του, ο κινηματογραφικός του βιογράφος και κάθεται ο Δαμιανός στα σκαλιά του σπιτιού του εκεί στην Εύβοια και του περιγράφει τη σχέση του με τη θρησκεία. Του λέει ο Δαμιανός πως όταν ήταν παιδάκι του έλεγαν πως στα Θεοφάνια ανοίγουν οι ουρανοί και εκείνος όταν ήταν παιδάκι το πίστευε αυτό. Πως καθώς μεγάλωσε, κατάλαβε πως μάλλον δεν θα συμβεί αυτό, αλλά συνειδητοποίησε και πόσο σπουδαία ήταν η προσμονή για κάτι τέτοιο. Το να το περιμένει κανείς. Αυτή ήταν η αφορμή για να δημιουργηθεί αυτό το τραγούδι, το «Περιμένω».”

Μέχρι τώρα, η συνάντησή τους ακούγεται meant to happen. Φτάνοντας στο σήμερα, η συνεργασία τους για το visual poem των κομματιών «Άνοιξη» και «Στο Μάτι του Κυκλώνα», έχει ακριβώς την ίδια μαγεία: απόλυτη εμπιστοσύνη και βλέμμα προς την ίδια κατεύθυνση. «Όταν έφτιαξα αυτό το τραγούδι, την Άνοιξη, σκέφτηκα ότι θα ήθελα να έχει και ένα βίντεο κλιπ, γιατί θα έβγαινε σαν πρώτο single του δίσκου που έρχεται. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, απευθύνθηκα στον Βασίλη. Του τα έστειλα, τα κουβεντιάσαμε και κατέληξε πως η Άνοιξη είναι τελικά το κομμάτι που τον ενδιαφέρει. Δεν συναντηθήκαμε καν, έγινε τηλεφωνικά όλο αυτό και σε κλίμα απόλυτης εμπιστοσύνης. Αυτό είναι το πιο ωραίο στην υπόθεση νομίζω, μαζί με το αποτέλεσμα», λέει ο Παύλος. Στο μεταξύ, βάζοντας τους τίτλους των δυο τραγουδιών στη σειρά, εύκολα σκέφτεται κανείς πως αποτελούν τον υπέρτιτλο της ζωής μας στο τώρα. Ζούμε την Άνοιξη στο Μάτι του Κυκλώνα με έναν τρόπο. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε επίτηδες, αλλά το «προκάλεσε» ο Βασίλης Κεκάτος, συνειδητοποιώντας αφού έκανε τα γυρίσματα, πως έχει έξτρα υλικό, αρκετό για να «ντύσει» ένα ακόμα κομμάτι. Στην ουσία, είχε τραβήξει δυο διαφορετικά σύμπαντα.

«Στην αρχή υπήρχε κάτι αρρενωπό πολύ, το οποίο γινόταν όλο και πιο εύθραυστο όσο κυλούσε η μέρα. Εκεί, λίγο πριν ροδίσει ο ουρανός λιώνει αυτό το πράγμα, γίνεται ρευστό και ο ένας λιώνει στο σώμα του άλλου και φυτρώνουν λουλούδια με την άνοιξη κάπως ανάμεσά τους και μες στα σώματά τους. Ύστερα έρχεται η νύχτα και είναι πραγματικά ένας κυκλώνας. Δηλαδή κάτι το οποίο έρχεται από ένα άγνωστο μέρος και τους κάνει όλους να πετάνε. Τους παίρνει κάπως στο στροβίλισμά του και τους σηκώνει προς τον ουρανό», λέει. Ο Παύλος του είπε πως υπάρχει ένα ακόμα κομμάτι, το οποίο μάλιστα θα του αρέσει και πολύ και κάπως έτσι, το ‘Στο Μάτι του Κυκλώνα’ μπήκε στην εξίσωση. «Ήταν σαν να έγινε για αυτό όλη η ταινία, για να φτάσει σε αυτό το τραγούδι. Είχα και πάλι την τύχη να με εμπιστευτεί ο Παύλος και η εταιρία, η United We Fly, και να δοκιμάσουμε κάτι που δεν έχει γίνει εδώ, να μη γίνουν δυο βίντεο κλιπ, αλλά ένα, που να έχει μέσα δυο τραγούδια και σιωπές».

Μερικές φορές, σε επίπεδο συνεργασιών, η λέξη εμπιστοσύνη χρησιμοποιείται σχεδόν μηχανικά, χάνοντας ίσως την αξία της. Στην περίπτωση αυτών των δυο, είναι το βασικό συστατικό όλης τους της συνάντησης για το visual poem. Ο Παύλος, πηγαίνοντας κόντρα στη φύση του, του να είναι πάντα παρών σε ό,τι έχει την επαγγελματική του σφραγίδα, δεν πήγε καν στα γυρίσματα. Η μοναδική οδηγία που κατά κάποιο τρόπο έδωσε στον Βασίλη, ήταν το να έχει κατά νου μια συγκεκριμένη σκέψη του για την άνοιξη: «Η Άνοιξη δεν είναι μόνο η αναγέννηση και τα λουλούδια που καταφέρνουν και σπάνε τους μαρμάρινους σταυρούς. Η άνοιξη μπορεί να καταφέρνει να κερδίζει τον θάνατο, αλλά είναι επίσης είναι δυο κριάρια που συγκρούονται. Νομίζω πως κάπως έτσι μπορεί να βοήθησα στο concept. Υπάρχει και σύγκρουση στην άνοιξη, όχι μόνο ένωση. Στιχουργικά το τραγούδι κάνει ακριβώς το αντίθετο. Λέει «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Συγκρουόμαστε. Φτάνουμε να μη βλέπουμε καν τι ακριβώς είναι αυτό με το οποίο πάμε να συγκρουστούμε και καταλήγουμε μονόφθαλμοι, γιατί βλέπουμε μόνο τη δική μας πλευρά. Και παρόλα αυτά η άνοιξη περνάει ανάμεσά μας και κάνει ακριβώς αυτό, να μας ενώνει. Ήθελα να τονίσω στον Βασίλη αυτό το σημείο της σύγκρουσης και νομίζω πως το ανέλυσε απόλυτα».

Ο Παύλος Παυλίδης είδε τα τραγούδια του να παίρνουν εικόνα για πρώτη φορά ως θεατής και το αποτέλεσμα τον συγκίνησε. «Εκτός από τη συγκίνηση και από τα πρώτα δευτερόλεπτα που καταλάβαινα πόσο υπέροχη είναι η φωτογραφία, το πρώτο που αισθάνθηκα ήταν σαν να ακούω τα τραγούδια μου για πρώτη φορά. Εκεί αισθάνθηκα ότι αυτό είναι επιτυχία, ανεξάρτητα από το πόσο θα αρέσει σε κάποιον, γιατί μπορεί και να μην αρέσει, σε διάφορα επίπεδα και να έχει και τα δίκια του. Δεν με ενδιέφερε. Σκέψου ότι αυτά τα τραγούδια τα δούλευα σε επίπεδο παραγωγής εκείνες τις ημέρες είχα πια χορτάσει να τα ακούω. Δεν άντεχα πια να τα ακούω, γιατί όταν τα φτιάχνεις και πας να κάνεις το fine tuning εστιάζεις σε όλα τα προβλήματα που ίσως ακόμα δεν πρόλαβες να λύσεις ή να τελειοποιήσεις. Ήταν φοβερό, γιατί όπως έβλεπα να κυλάει το ταινιάκι, εξαφανίστηκαν όλες μου οι σκέψεις και με παρέσυρε τόσο πολύ που μπορώ να σου πω ότι ταράχτηκα. Ταράχτηκα και δάκρυσα», τονίζει. Αναρωτιέμαι πώς γίνεται δυο άνθρωποι από τόσο διαφορετικές γενιές, να καταφέρνουν να ζουν τη χαρά μιας συνεργασίας χωρίς καθόλου στρες. «Αυτό συμβαίνει όταν πολύ απλά και πεζά ο ένας εκτιμά τη γνώμη του άλλου», λέει ο Βασίλης. «Εγώ έχω αγαπήσει τη μουσική του Παύλου από τότε που θυμάμαι να ακούω μουσική. Θυμάμαι την ‘Ξεσσαλονίκη’ ας πούμε, με τους κολλητούς μου να τη γράφουμε ο ένας στον άλλον, γιατί είχαμε ένα δισκάδικο μόνο στο νησί που είχε ένα αντίτυπο και το πήρα εγώ. Γράφαμε τον δίσκο ο ένας στον άλλο και τον ακούγαμε και με αυτόν, ας πούμε, δομήθηκε και η δική μας προσωπικότητα, ο τρόπος που αισθανόμαστε, σε πολλά επίπεδα. Οπότε για εμένα ήταν τιμή να δουλέψω για τον Παύλο και θα το έκανα οποιαδήποτε άλλη στιγμή μου το ζητούσε, χωρίς καν να το σκεφτώ».

Ο Παύλος από την άλλη εκπλήρωσε μια βαθιά του επιθυμία με αυτή τη συνεργασία: το να συναντηθεί με τους κινηματογραφιστές. Και φαίνεται κάτι παραπάνω από πρόθυμος και για μια επόμενη συνεργασία με τον Βασίλη Κεκάτο. «Για μένα, γιατί γράφω με έναν συγκεκριμένο τρόπο τους στίχους μου, πάντοτε, επί τριάντα χρόνια που κάνω πια αυτή τη δουλειά, το όνειρό μου ήταν να συναντηθώ με τους κινηματογραφιστές. Με τους ανθρώπους του σινεμά. Όταν συνάντησα τον Βασίλη, πριν καν δω την ταινία για την οποία βραβεύτηκε, τον άκουγα να μου περιγράψει το πώς έζησε όλο αυτό το ταξίδι. Μου περιέγραψε το πώς βρέθηκε στις Κάννες, πριν χρόνια, το πώς έψαχνε ένα κοστούμι για να μπει εκεί μέσα. Εκεί στην ουσία ένιωσα την πραγματική οικειότητα και την αίσθηση ότι όντως μιλάω με έναν συγκροτημένο καλλιτέχνη. Δεν τη χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ αυτή τη λέξη, δεν μου χρειάζεται, αλλά στην περίπτωση του Βασίλη ένιωσα ακριβώς αυτό. Εκεί κατάλαβα ότι αυτό το παιδί είναι αφηγητής και ξέρει να αφηγείται. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να δω ακριβώς πώς θα βάλει τα πλάνα του και πώς ακριβώς θα σκηνοθετήσει. Απλώς με παρέσυρε η αφήγησή του και σκέφτηκα πως μάλλον ναι, έχω αρχίσει και συναντιέμαι με τους νέους κινηματογραφιστές. Δεν υπάρχει πιο χαρμόσυνο πράγμα, να αισθάνεσαι πως φτάνεις σιγά σιγά σε κάτι που επιθυμούσες παλιότερα.»

«Είναι οριακά προκλητικό προς όλες τις κατευθύνσεις το κείμενο και αν κάποιος δεν ήθελε να συμμετέχει σε ένα τέτοιο statement, θα τον καταλάβαινα απόλυτα. Εγώ αποφάσισα να μιλήσω έτσι, εννοώντας μέχρι και την τελευταία λέξη από αυτές που λέω»

Τα τραγούδια του νέου δίσκου, γράφτηκαν στην καραντίνα τα περισσότερα, με κάποια από αυτά να έχουν έντονες αναφορές και πολύ σαφή βιώματα από αυτή την όχι ιδιαίτερα μακρινή περίοδο. Εν τω μεταξύ, αν κάποιος θεώρησε την ‘Άνοιξη’ και το ‘Στο Μάτι του Κυκλώνα’ αντιπροσωπευτικά δείγματα του τι έχει να περιμένει, μάλλον κάνει λάθος. Πρακτικά, ο Παύλος μας διαβεβαιώνει «πως τα δυο κομμάτια που παρουσιάσαμε με τον Βασίλη είναι αρκετά παραπλανητικά. Είναι κάπως σαν να διαλέξαμε το πρώτο και το τελευταίο τραγούδι αυτού του δίσκου, ο οποίος έχει όμως μια πορεία και πολύ πιο έντονη και πολύ πιο θορυβώδη και μεγαλύτερων εντάσεων στη μέση του. Είναι σαν να έχουμε διαλέξει τα δυο άκρα του δίσκου, κάπως για να σας ξεγελάσουμε». Μιλώντας για την Άνοιξη, ο Παύλος λέει πως νιώθει πολύ μεγάλη χαρά που ο Βασίλης θέλησε να του δώσει την καλλιτεχνική του στήριξη σε έναν στίχο τόσο πολιτικό. «Είναι οριακά προκλητικό προς όλες τις κατευθύνσεις το κείμενο και αν κάποιος δεν ήθελε να συμμετέχει σε ένα τέτοιο statement, θα τον καταλάβαινα απόλυτα. Εγώ αποφάσισα να μιλήσω έτσι, εννοώντας μέχρι και την τελευταία λέξη από αυτές που λέω», αναφέρει. 

Η Άνοιξη, μέσα από τα λόγια του Παύλου, προτείνει να δούμε και την πλευρά του άλλου πριν βγάλουμε τα όπλα μας. Ακόμα και αν μοιάζει αντίπαλος. «Όχι για να σταματήσουμε να στηρίζουμε τη δική μας άποψη, αλλά όταν συγκρουστούμε, να μπορούμε να σεβαστούμε τον αντίπαλό μας ή όχι, αν δεν του αξίζει. Αλλά πριν να χτυπήσουμε τα κεφάλια μας, δεν πρέπει να κοιταχτούμε στα μάτια; Εξ ολοκλήρου όμως. Στην ουσία για εμένα είναι ένα μανιφέστο ενάντια στον δογματισμό. Αυτός ο δογματισμός είναι που κάνει και τον χριστιανό να μη βλέπει σαν άνθρωπο τον μουσουλμάνο, τον βουδιστή, τον λευκό, τον μαύρο, τις άντρες, τις γυναίκες. Είναι σαν να μη θέλουμε πολλές φορές να δούμε όλη την πλευρά του άλλου και καταλήγουμε μονόφθαλμοι. Οι μεν να κοιτάνε από εδώ και οι άλλοι από εκεί. Μιλάω για το πόσο θλιβερούς μας κάνει το κάθε δόγμα που μας κάνει να βλέπουμε αποκλειστικά μέχρι εκεί που μας επιτρέπει».
Αντίστοιχα, ο Βασίλης θαύμασε το θάρρος του Παύλου να πάρει μια τέτοια θέση και όσο μιλάει για αυτό, σε πραγματικό χρόνο, αρχίζει να συνειδητοποιεί πώς στο άκουσμα της ‘Άνοιξης’ οδηγήθηκε σε μια προσωπική του εμπειρία, μια ανάμνηση. Αυτή η εμπειρία πιθανότατα του έφερε την έμπνευση για ένα βίντεο με αγόρια, που ενώ ακολουθούν στρατιωτικές πρακτικές, παλεύουν σώμα με σώμα, αλλά στο τέλος καταλήγουν σχεδόν να αποδέχονται τη δίψα τους για επαφή, στα όρια του ερωτισμού, ή απλώς της πάταξης της σκληρής πανοπλίας που τους φοράει μια κοινωνία που συντονίζει την παραγωγή «σωστών αρσενικών» και άλλων σχετικών δυστοπικών παραμυθιών. 

«Η αλήθεια είναι πως με ταξίδεψε λίγο πίσω το τραγούδι και όσο μιλάμε μάλλον βρήκα και τη ρίζα της ταινίας την οποία φτιάξαμε. Όταν ήμουν στρατιώτης, στο Μεσολόγγι, είχα φτιάξει τις παρέες μου με άτομα που είχαν ιδέες προς το πολιτικό σύμπαν της αριστεράς. Στο στρατόπεδο, είχαμε και έναν πιτσιρικά, 18 χρονών, με τον οποίο έπρεπε να κάνω σκοπιά. Το παιδί αυτό δήλωνε ακροδεξιός. Αυτό στο στρατό γίνεται να το κάνεις. Υπάρχει ο χώρος για να μπορείς να εκφραστείς κατά αυτόν τον τρόπο, πολύ ελεύθερα και με ασφάλεια. Οι άλλοι όταν τους έβαζαν στη σκοπιά μαζί του, έβρισκαν τρόπο και διέφευγαν και εγώ έκανα ακριβώς το αντίθετο. Κάθισα να του μιλήσω στη σκοπιά και οι φίλοι μου τσαντίστηκαν μαζί μου. Δεν καταλάβαιναν γιατί το κάνω αυτό και με ρωτούσαν αν πίστευα ότι εγώ θα του βάλω μυαλό. Τους έλεγα πως δεν προσπαθώ να του βάλω μυαλό, πως θέλω να ακούσω τι έχει να πει, γιατί είναι 18 χρονών, γιατί είναι μακριά από εμένα, γιατί θέλω να ακούσω τι σκέφτεται αυτό το παιδί που τελικά καθόλου δεν ήταν αυτό που πίστευε. Ήλπιζε να τον στείλουν στον Έβρο, γιατί νόμιζε πως έτσι θα αποδείξει κάτι, η οικογένειά του ήταν πάμφτωχη, ο ίδιος έλεγε ότι μισεί τους Αλβανούς κι όμως μέσα στο στρατόπεδο έκανε παρέα με έναν Αλβανό. Εγώ με έναν τρόπο είδα αυτό που ήταν αυτό το παιδί, όπως περιγράφει ο Παύλος στο τραγούδι. Κι όταν τελειώσαμε τη σκοπιά του είπα κάποια πράγματα, χωρίς να προσπαθήσω να τον διδάξω κάτι προφανώς, χωρίς να τον πατρονάρω. Πιο πολύ ιστορίες του έλεγα. Δεν ξέρω τι απέγινε τελικά, αλλά ελπίζω να φυτεύτηκε εκεί ένας σπόρος.» 

Τα αγόρια έμαθαν να είναι αγόρια και μόνο και να μην ακούν το κορίτσι μέσα τους και οι άντρες να μην ακούν τη γυναίκα μέσα τους. Αυτό δεν έχει να κάνει με τις σεξουαλικές προτιμήσεις, έχει να κάνει με το πρίσμα με το οποίο βλέπεις τον κόσμο.

Συζητάμε για την τοξική αρρενωπότητα, που τα πλάσματα του βίντεο που δημιούργησε ο Βασίλης φαίνεται να αποτινάσσουν με τις πιο απλές αφορμές, με ένα λουλούδι ή με ένα άγγιγμα. «Η τοξική αρρενωπότητα έχει δυο πόλους», αναφέρει. «Όσο καταστροφική είναι, είναι και αυτοκαταστροφική. Δηλαδή, τα αγόρια έμαθαν να είναι αγόρια και μόνο και να μην ακούν το κορίτσι μέσα τους και οι άντρες να μην ακούν τη γυναίκα μέσα τους. Αυτό δεν έχει να κάνει με τις σεξουαλικές προτιμήσεις, έχει να κάνει με το πρίσμα με το οποίο βλέπεις τον κόσμο. Εγώ προσωπικά, όπως έκανα σε αυτό το βίντεο κλιπ που κάναμε με τον Παύλο, όπως σε πολλά από τα έργα μου ίσως, με ενδιαφέρει να προσεγγίσω την ευθραυστότητα του άντρα. Όχι απαραίτητα τον ομοερωτισμό του. Θεωρώ ότι όταν βγάζεις από τους άντρες την πανοπλία, αυτό το φοβερά βαρύ περίβλημα και απογυμνώνονται, μένουν απλώς άντρες, γυναίκες ή κάτι ανάμεσα, και εμένα με αφορά αυτό το πράγμα», λέει συνεχίζοντας: «Είναι ωραίο στην προσπάθεια αυτή της αποδόμησης της ματσίλας, να δούμε από λίγο πιο κοντά τους ανθρώπους».

Καθόμαστε σε ένα καφέ, πάνω στη Φωκίωνος, χωρίς ίχνος μουσικής, ίσα ίσα να μαλακώνει τις σιωπές. Ρωτάω τον Παύλο πώς νιώθει για την απουσία μουσικής από την εστίαση. «Βρέθηκα στη Βέροια την προηγούμενη βδομάδα για κάποιο λόγο, στην οποία πόλη έχω μεγαλώσει και έχω μια παγιωμένη εικόνα για το τι είναι. Βρέθηκα στο κέντρο της, που έχει ομορφύνει πάρα πολύ. Νομίζω ότι μου φάνηκε τελικά πάρα πολύ όμορφη, επειδή μπορούσα να προχωράω στους πεζόδρομους, χωρίς να ακούω τη μια μουσική να βιάζει και να ακυρώνει την άλλη. Γιατί στην ουσία η μουσική υπόκρουση που έχουν τα μαγαζιά είναι σαν να επιτίθεται ηχητικά το ένα μαγαζί στο άλλο. Κατάλαβα ότι οι άνθρωποι φώναζαν στα μαγαζιά, γιατί ήταν πολύ δυνατά η μουσική υπόκρουση. Με το που έπαψε να είναι δυνατά η μουσική υπόκρουση, οι άνθρωποι άρχισαν να μιλάνε πιο ήρεμα, να ψιθυρίζουν, να συνεννο ούνται σε μια άλλη ένταση. Άλλαξε ο τόνος. Επίσης, εδώ στη Φωκίωνος που καθόμαστε, που συμβαίνει ακριβώς το ίδιο, πριν από λίγες ημέρες είδα ένα μουσικό συγκρότημα. Κάτι παιδιά που γύριζαν με μια όμορφη κοπέλα που έβγαζε και ένα καπέλο και χόρευε από μαγαζί σε μαγαζί και αισθάνθηκα ότι αυτή είναι η μουσική. Είχαν νταούλια, ζουρνάδες, βιολιά, χόρευαν και τραγουδούσαν, νομίζω, παραδοσιακά τραγούδια και τους υποδέχονταν από μαγαζί σε μαγαζί. Άκουσα τη μουσική τους. Είπα να αυτό που βλέπω τώρα είναι μουσική. Και ήταν στον δρόμο. Βάδιζαν και τραγουδούσαν και χόρευαν. Είναι διαφορετικό το να είναι η ένα μουσική κομμάτι που συμπληρώνει την αισθητική του χώρου και κάποιος να την έχει φροντίσει και άλλο να μεταμορφώνεται η μουσική σε αλληλοσυγκρουόμενο θόρυβο από διαφορετικές πηγές. Είναι κάτι που έχει κάνει η καραντίνα, που χωρίς να το έχουμε διαλέξει, επαναπροσδιορίζουμε κάποια πολύ βασικά πράγματα. Αυτό δεν είναι πάντοτε κακό», μου λέει. «Αυτό που είναι κακό είναι ότι αυτή την ησυχία που αυθαίρετα μας έχουν επιβάλει, την πληρώνουν κάποια παιδιά που θα δούλευαν σε πολλούς χώρους και τώρα είναι απλά αδύνατο».

Συζητώντας για τα live που τόσο μας έχουν λείψει, ο Παύλος δεν μπορεί να μην αναφέρει πως αυτό που βιώνει σήμερα ο χώρος των καλλιτεχνών και των μουσικών είναι ολοκληρωτική καταστροφή και όχι απλώς πρόβλημα. Του υπενθυμίζω το live streaming της Στέγης, από το Principal, που κάπως νιώσαμε να μας ξεδιψάει από αυτή την παρατεταμένη στέρηση συναυλιών. «Εσείς είδατε εμάς να παίζουμε. Εμείς, εγώ, ο Φώτης και ο Δημήτρης είχαμε απέναντί μας 20-30 τεχνικούς, κάποιους φίλους, υπέροχα παιδιά, καταπληκτικοί στη δουλειά τους όλοι. Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που μας κοίταζαν. Ήταν όλοι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να μας βοηθήσουν. Ήταν προς τιμή της Στέγης που έδωσε δουλειά σε αυτό τον κόσμο και δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα, όταν μπήκα σε αυτό τον χώρο. Ήταν σαν να βλέπω τους φίλους μου να είναι σαν πλοία δεμένα σε λιμάνι. Αυτή την αίσθηση μου έδιναν. Ήταν συγκινητικό με έναν παράξενο τρόπο. Όχι απαραίτητα ευχάριστο. Υπάρχει πάρα πολλής κόσμος με απίστευτο ταλέντο και απίστευτη όρεξη και γνώση που αδικείται πάρα πολύ σοβαρά. Και οικονομικά και ψυχολογικά και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μπορούμε να φανταστούμε. Είναι απίστευτα βίαιο αυτό που συμβαίνει.»

Ο Παύλος γράφοντας την ‘Άνοιξη’ και ο Βασίλης που μέσα από την τέχνη του βάζει το δικό του κομμάτι στο όραμα της ΛΟΑΤΚΙ+ ορατότητας, έχοντας παράλληλα, τον προσωπικό του χώρο έκφρασης και στα προσωπικά του social media, στο μυαλό μου γίνονται επόμενοι πιθανοί στόχοι της κουλτούρας της ακύρωσης. Στην εποχή μας μια λάθος λέξη, ένα λάθος σημείο στίξης, ένα άρθρο που μπήκε λίγο πιο μετά στην πρόταση, δείχνει να είναι αρκετό για να γίνει κάποιος ο επόμενος χρήστης που θα αποκαθηλώσουμε με μένος, τυφλό, σαν αυτό που περιγράφει η ‘Άνοιξη’. «Εγώ έχω αποφασίσει να πορεύομαι όπως νιώθω και να μην περιμένω από το κοινό απαραίτητα να με καταλάβει. Από τους ανθρώπους μου περιμένω να με καταλάβουν. Και από το κοινό περιμένω να αγαπήσει ή όχι αυτό που φτιάχνω κάθε φορά, με την ίδια αγωνία», τονίζει ο Βασίλης. «Και τον ουρανό να ανοίξει», προσθέτει ο Παύλος και κάπως το μυαλό μας επιστρέφει στο «Περιμένω» και πάλι, και η συζήτηση κάνε έναν μεταφυσικό κύκλο, που δεν ενοχλεί κανέναν. Γιατί τελειώνει η Άνοιξη και περιμένουμε τον Κυκλώνα να μας σηκώσει προς τον ουρανό. Μπορεί και όχι.  

| Φωτογραφίες: Γιώργος Αδάμος |