Λίγο πριν το θάνατό του είχε μάθει ότι πέρασε τις εξετάσεις του Πολυτεχνείου. 17 χρονών παλικάρι. Έμενε στην οδό Λευκάδος 7. Οι εφημερίδες της Χούντας έγραψαν για την δολοφονία του “Μεταξύ των φονευθέντων , είναι ο Διομήδης Κομνηνός, ετών 17, με βεβαρυμένον παρελθόν”. Τι σήμαινε αυτό το παρελθόν για τους Συνταγματάρχες και τους κονδυλοφόρους τους; 

“Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο, δέκα χρονών, ξυπόλυτος, με μια φέτα ψωμί στην τσέπη, βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.Στα δέκα επτά μ’ένα πλακάτ στο χέρι: ψωμί – παιδεία – ελευθερία” γράφει ο Δημήτρης Ραβανής-Ρέντης. Ήταν εκεί, στο Πολυτεχνείο, από τις 14 Νοέμβρη. Στο σπίτι του πήγαινε μόνο για να φάει, να πλυθεί και να αλλάξει.

Τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου 1973

Ο Κομνηνός ήταν μαθητής λυκείου μέσα στο Πολυτεχνείο. Μαζί με  τους αγωνιστές, τους άλλους μαθητές και φοιτητές ενώθηκαν στη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου, Μάρνη και Αβέρωφ, μεταφέροντας τραυματίες. Τραυματίστηκε και ο ίδιος θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που έριξαν – σκοπεύοντάς τον από απόσταση 10 μέτρων άνδρες της φρουράς του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Χτυπήθηκε από ελεύθερους σκοπευτές που βρίσκονταν στην ταράτσα του κτιρίου. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές και τον γιατρό Αντώνη Κοντόπουλο στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του ΕΕΣ και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (μετέπειτα Γενικό Κρατικό). Η σκισμένη του μπλούζα βρίσκεται σε έκθεμα θυμάτων του Πολυτεχνείου και χρησιμοποιήθηκε από τη χήρα του Σαλβαδόρ Αλιέντε, Ορτένσια, για να σκουπίσει τα δάκρυά της.

Ο πατέρας του, χρόνια μετά σε συνέντευξη του στην ΕΡΤ θυμάται την νύχτα που έχασε τον ήρωα του ως εξής: “Πήγα στο νεκροτομείο για αναγνώριση πτώματος. Μου έδειξαν το παιδί μου παγωμένο και νεκρό. Τον φίλησα στα ανοικτά του μάτια και στην πληγή στην καρδιά κι έκοψα μια τούφα από τα μαλλιά του. Ο αστυνομικός μου είπε “αχ αυτά τα παιδιά… δεν ακούνε”. Ήταν η δική του εκδοχή…”.