Ο Γιάννης Ρίτσος του Επιτάφιου, της Σονάτας του Σεληνόφωτος και της Ρωμιοσύνης. Ο Γιάννης Ρίτσος της υποψηφιότητας για βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Γιάννης Ρίτσος που ξεκίνησε ως βοηθός βιβλιοθηκαρίου για να καταλήξει να είναι σήμερα ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές που θυμόμαστε και διαβάζουμε, έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του όλα όσα διαβάζουμε σήμερα, δακρύζοντας, για έναν άνθρωπο που έβαλε το φόβο της φθοράς, της μοναξιάς, αλλά και της ορμητικής ανάγκης διεκδίκησης ενός μεγάλου έρωτα, έστω και την τελευταία στιγμή.

Από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα που συναρμολογούν το αποτύπωμά του στην τέχνη, σήμερα διαβάζουμε πέντε ποιήματά του, που με έναν παράξενο τρόπο φέρνουν έναν αντιηρωισμό στο φως ενός αστικού πεδίου, που στη φάση που είμαστε, ίσως να ενέχει και το στοιχείο της κοινωνικής απομόνωσης. Μα ούτως ή άλλως, τα ποιήματα του Ρίτσου μπορούν να γίνουν κομμάτι κάθε πραγματικής ή και εγκλωβισμένης, εγκεφαλικής δυστοπίας.

Ο ΩΡΑΙΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ

Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια./ Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε./ Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε./ Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα./ Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου/ μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι/ στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός,/ φορώντας τις λευκές σου μπότες.

ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ

Πίσω απ΄τη μάντρα ,σπασμένα γυαλιά,/ σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,/ τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους/ ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,/ σαν άστρο παραμελημένο,/ έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα./ Μαζί κι εγώ.

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

Πριν από εσένα ήσουν εσύ;/ Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας./ Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα/ τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι/ μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι/ πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο./ Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».

ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ

Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα΄δες απ΄την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. / Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ΄ακούσουν.

ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΡΚΟ

Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος./ Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της / λάμπουν ωραία. Όμως , προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου/ να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.

Από την ποιητική συλλογή “Το Υπερώον”.