Θα ξεκινήσω με μία εξομολόγηση: Η σχέση μου με τον Νίκο Καζαντζάκη ξεκίνησε από μία σπόντα. Μία σύμπτωση που ξεκίνησε από τα φοιτητικά χρόνια. Όχι τα δικά μου, του πατέρα μου. Ήταν η εποχή που τα βιβλία και οι εγκυκλοπαίδειες πωλούνταν πόρτα-πόρτα, χέρι-χέρι. Το crush του πατέρα μου ήταν μία κοπέλα που έκανε περιστασιακά αυτό το επάγγελμα για να ενισχύσει το εισόδημά της. Ως γύπας που σεβόνταν τον εαυτό του, αγόραζε με κάθε ευκαιρία βιβλία και το χέρι του για έναν ανεξήγητο λόγο πήγαινε πάντα στο συγγραφέα από το Ηράκλειο της Κρήτης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βγουν το πολυπόθητο ραντεβού, τα βιβλία να μείνουν αδιάβαστα και να τα κληρονομήσω.
Ο Νίκος Καζαντζάκης αποτελεί έναν από τους τέσσερις λογοτέχνες/φιλοσόφους που έχουν επηρεάσει το mindset μου. Ο Oscar Wilde είναι εκείνος που απενοχοποίησε τις απολαύσεις μου και με δίδαξε πώς να τις γεύομαι μέχρι το μεδούλι. Ο Jean Baudrillard άνοιξε την πόρτα της υπερ-πραγματικότητας και με ώθησε στη δίνη της έκστασης της επικοινωνίας και ο Abu Ala al Maari το δρόμο του σκεπτικισμού αλλά και της θλίψης που μέσα της ενδεχομένως να βρίσκεται και η βάση της ύπαρξης. Ανοίγω παρένθεση: Στη συλλογή Λουζουμιγιάτ του al Maari βρήκε την έμπνευση ο Δάντης Αλιγκέρι για να γράψει τη Θεία Κωμωδία και συνιστώ να του δώσεις μία ευκαιρία.
Ωστόσο ο Νίκος Καζαντζάκης είναι εκείνος που έχω εμβαθύνει περισσότερο στο έργο του και έχει καταφέρει να μιλήσει στο μπερδεμένο μυαλό και την ακόμη πιο μπερδεμένη ψυχή μου. «Ο τελευταίος Πειρασμός, «Οδύσεια», «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Ο Φτωχούλης του Θεού», «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Βραχόκηπος», η συλλογή με τα «Ταξιδεύοντας» και τέλος η «Ασκητική», όλα έβαλαν το δικό τους λιθαράκι ώστε να ανασηκωθούν τα πέπλα και η ματιά μου να γίνει πιο ευθυτενής.
Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι εκείνος που με ταξίδεψε σε άγονα μέρη, εκεί όπου η ψυχή μου έμεινε γυμνή και εκτεθειμένη από τους αρχέγονους φόβους μου. Με πέταξε σε μία αχανή έρημο χωρίς ελπίδες και χωρίς ψευδαισθήσεις. Ξερίζωσε τον αφελή ρομαντισμό, μου πρόσφερε μία απελπισμένη εκδοχή του και μ’ έβαλε να κοιτάξω κατάματα την αλήθεια: Το «Τέρας της Ματαιότητας». Ήταν σκληρός αλλά ποτέ δε μου υποσχέθηκε πως θα μου φερθεί με το «γάντι». Μ’ έκανε επαναστάτη και μ’ έβαλε να σηκώσω το λάβαρο της αντίστασης απέναντι στο «Εγώ» μου. Ν’ αναζητήσω την προσωπική μου ανεξαρτησία. Μ’ έκανε ευπαθή απέναντι στην ολιγωρία, να διευρύνω τους ορίζοντές μου, να μη φοβηθώ να σπάσω κάθε τοίχο. Κάθε όριο. Ξανά και ξανά. Ασταμάτητα. Μέχρι να ματώνουν τα χέρια μου και η καρδιά μου. Και όμως να συνεχίζω.
Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι εκείνος που σήκωσε ένα γαλάζιο σύννεφο πάνω από τη σκληρή πραγματικότητα. Αυτό το γαλάζιο σύννεφο μπορεί να ενσάρκωνε τον έρωτα, τα ναρκωτικά, το ποτό, τον Θεό. Δεν είχε καμία σημασία, παρά μόνο η κατανόηση και η -έστω για λίγο- αποφυγή της καθημερινότητας. Ήταν η αφορμή για να ξεκινήσω να γράφω. Η γραφή έχει το χάρισμα να γίνεται μούσα, ιέρεια και μάντισσα μαζί. Να σε κατευθύνει προς το φως όταν τα πάντα γύρω σου σκοτεινιάζουν. Είναι το μέσο φωτεινό διάστημα που έλεγε ζωή ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο άνθρωπος που στις 26 Οκτωβρίου του 1957 άφησε την τελευταία του πνοή στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Ελεύθερος πραγματικά να βυθιστεί σε αυτή τη σκοτεινή άβυσσο που προερχόμαστε και καταλήγουμε.
Για πάντα θα ευγνωμονώ εκείνο το κορίτσι που πήγαινε από πόρτα σε πόρτα για τα προς το ζην και δε γνώρισα ποτέ. Που χωρίς να το γνωρίζει, θέλω να πιστεύω πως μ’ έκανε λίγο καλύτερο άνθρωπο. Και ευελπιστώ να μη μετάνιωσε ποτέ για εκείνο το ραντεβού με τον πατέρα μου.