Μια ογκώδης τηλεοπτική συσκευή με σφηνωμένο ένα παχύ κρύσταλλο και από τα έγκατα των ηλεκτρολογικών συνδέσεων να φτάνει στα αφτιά μας κάθε Σάββατο απόγευμα η φωνή του Κώστα Μπατή σε ζωντανή μετάδοση. Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη ανάμνηση που θα ήρθε στο μυαλό των περισσότερων, όταν θα πληροφορήθηκαν τη θλιβερή είδηση του θανάτου του Κώστα Μπατή από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 61 ετών.

Είναι άτιμο πράγμα η νοσταλγία. Εξωραΐζει, λειάνει γωνίες και πολλές φορές μπορεί να δημιουργήσει μια όχι αντιπροσωπευτική εικόνα όσων νομίζεις ότι θυμάσαι. Από την άλλη, είναι αναγκαία γιατί μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς για πρόσωπα και εμπειρίες. Είναι όμορφο και λυτρωτικό να γνωρίζουμε ότι μπορούμε να μοιραζόμαστε βιώματα και συναισθήματα, τα οποία αξιωθήκαμε να τα ζήσουμε από κοινού τη στιγμή της γέννησης τους. Και ίσως σε αυτό να οφείλεται αυτό το μικρό σφίξιμο στο στομάχι που νιώσαμε όσοι προλάβαμε να παρακολουθήσουμε ελληνικό μπάσκετ τη δεκαετία του ’90.

Ο Μπατής εκδημοκράτισε ένα σπορ που για μεγάλο μέρος του κόσμου παρέμενε άγνωστο

 

Ο Κώστας Μπατής δεν ήταν η φωνή του μπάσκετ -υπήρχαν και υπάρχουν άλλοι συνάδελφοι του που ταύτισαν σε εκείνα τα χρόνια του μπασκετικού πληθωρισμού την παρουσία τους με τις τηλεοπτικές μεταδόσεις. Ούτε ήταν μια φωνή που συνδυάστηκε με κάποια χαρακτηριστική φράση ή ορολογία. Πολλοί έχουν σπεύσει να σημειώσουν ότι εκείνος καθιέρωσε τον όρο “κοντό σουτ”, ας παραδεχθούμε ωστόσο ότι πρόκειται περισσότερο για ένα κάπως αδόκιμο μεταφραστικό δάνειο και όχι για φράση “σήμα κατατεθέν”. 

 

Ο Μπατής ξεχώριζε για τη νηφαλιότητα των περιγραφών του και τις γνώσεις του γύρω από το άθλημα, σε εποχές που κυριολεκτικά ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα οι αθλητικοί δημοσιογράφοι που ήξεραν όντως το άθλημα που περιέγραφαν. Η έκρηξη, άλλωστε, του ελληνικού μπάσκετ συνέπεσε με την έκρηξη της ελληνικής ιδιωτικης τηλεόρασης με αποτέλεσμα να υπάρχει καθημερινά τουλάχιστον μία μετάδοση αγώνα μπάσκετ. Χρειάζονταν, λοιπόν, άνθρωποι οι οποίοι θα μπορούσαν να εξηγήσουν στους θεατές τι είναι αυτό που έβλεπαν. Ο Μπατής εκδημοκράτισε ένα σπορ που για μεγάλο μέρος του κόσμου παρέμενε άγνωστο. Μίλησε απλά για αυτό, χωρίς ίχνος επιτήδευσης. Ο μόνος αστερίσκος τοπθετείται στα τελευταία χρόνια της καριέρας του, όταν, προτάσσοντας την ταυτότητα του οπαδού του Παναθηναϊκου, έκανε μεταδόσεις και αρθρογραφούσε χωρίς κανείς να γνωρίζει αληθινά αν όσα έγραφε και έλεγε τα πίστευε ή ήθελε να εκνευρίζει τους ολυμπιακούς κάνοντας την πλάκα του.

 

Θα ακουστεί αντιφατικό ως προς τα παραπάνω, αλλά ο Μπατής ξεχώριζε και για τον αυθεντικό και πηγαίο ενθουσιασμό του. Τα εγκωμιαστικά του σχόλια δεν είχαν σκοπό να τον καταστήσουν αρεστό σε θεατές και παράγοντες ούτε ήταν ο τύπος που κυνηγούσε με κάθε κόστος την ατάκα στη διάρκεια μιας μετάδοσης. Ο ενθουσιασμός του ήταν προϊόν των ετών που είχε υπάρξει και ο ίδιος επαγγελματίας μπασκετμπολίστας. Ήταν ο θαυμασμός ενός πρώην αθλητή προς έναν νεότερο του. Ο Μπατής ήταν σε θέση να  αντιληφθεί πόσο δύσκολη είναι μια άμυνα, ένα σουτ ή ένα κάρφωμα. Αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια του μπορούσε να το μεταφράσει σε ώρες προπόνησης.  Ήταν ένας θαυμασμός σχεδόν πατρικός, μια υπόκλιση στο ανώτερο ταλέντο και την διαρκή προσπάθεια.

 

Σε διάφορα βίντεο του Youtube θα τον ακούσεις να ξεσηκώνεται από χαρά. Μπορεί να είναι ένα κάρφωμα του Μπάρλοου μπροστά στον Μουρεσάν ή ένα απίστευτο σουτ του Διαμαντίδη. Καμία μετάδοση όμως δεν συνοψίζει καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε το άθλημα, όσο το παρακάτω βίντεο από τον αγώνα του Ολυμπιακού με τους Chicago Βulls το 1997. Το στιγμιότυπο δεν μεταδόθηκε ποτέ στον αέρα, αλλά είναι τόσο χαρακτηριστική αυτή η σχεδόν παιδική χαρά όταν καλείται να περιγράψει πώς νιώθει καθώς παρακολουθεί ζωντανά τον Τζόρνταν.

 

  

Όταν κάποια στιγμή τον προβοκάρει το κοντρόλ, δεν κρατιέται: “Με το κοστούμι και τα σκαρπίνια να με βάλεις, θα παίξω και ας περάσει από πάνω μου να καρφώσει. Τη φωτογραφία θέλω να έχω μόνο”.

 

Ο ξαφνικός θάνατος του Κώστα Μπατη ήρθε σαν υπενθύμιση ότι αυτή η εποχή που αγαπήσαμε το ελληνικό μπάσκετ, πράγματι υπήρξε, όσο και αν εδώ και χρόνια μοιάζει με μια θαμπή ανάμνηση. Δεν απαραίτητα μια εποχή “χρυσή”, διότι στη διάρκειά της δεν εξέλιπε ούτε η μεγαλομανία ή τα παιχνίδια εξουσία, αλλά σίγουρα ήταν μια εποχή, σε αντίθεση με τη σημερινή, σού έδινε αφορμές να μιλήσεις για το ελληνικό μπάσκετ και κυρίως για την Α1.