Μετά την απώλεια του πατέρα του, ένας νεαρός γιατρός ταξιδεύει σε ένα απομακρυσμένο χωριό για το αγροτικό του. Εκεί συναντά μια μυστηριώδη γυναίκα, σημαδεμένη από μια παράξενη δερματική πάθηση, που κάνει το δέρμα της να μοιάζει με φλοιό δέντρου, την οποία αποφασίζει να βοηθήσει και άθελά του να πέσει σε μια παγίδα.
Ο σκηνοθέτης, Μίνωας Νικολακάκης, μιλά για την πρώτη μεγάλη μήκους ταινία του, που φέρνει στο φως άγνωστες ιστορίες της ελληνικής επαρχίας. Η “Άλυτη” έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Τορόντο τον Σεπτέμβριο του 2019, παίχτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και βρήκε διανομή στο εξωτερικό.
Πώς θα εξηγούσες την υπόθεση της Άλυτης σε έναν άνθρωπο στην ουρά του σινεμά για να τον πείσεις να κόψει εισιτήριο; Είναι ένα σκοτεινό παραμύθι, σαν αυτά που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας στα χωριά. Ίσως έχει συμβεί και σε κάποιο συγχωριανό σου.
Πώς μπορεί να προσεγγίσει ένας άντρας σκηνοθέτης τη ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας που ζει περιθωριοποιημένη; Μήπως πρωταγωνιστής της Άλυτης δεν είναι η Δανάη αλλά ο Πάνος; Νομίζω και οι δύο έχουν ίδια βαρύτητα, αφού εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς κόσμους οι οποίοι συχνά συγκρούονται, αλλά στην Άλυτη ερωτεύονται. Η ιστορία έχει κατασκευαστεί με την πρόθεση να δίνει χώρο στο θεατή να επιλέξει με ποιον χαρακτήρα θα ταυτιστεί και γιατί και πιθανόν στην πορεία να αλλάζει γνώμες. Ο καθένας έχει το ελεύθερο να επιλέξει τον δικό του πρωταγωνιστή ανάλογα με το πως μιλάει σε αυτόν προσωπικά η ταινία. Η Δανάη είναι ένα συλλογικό δημιούργημα, αφενός από εμένα και τον συνσεναριογράφου Τζον Ντε Χόλαντ, ο οποίος της έδωσε την τρυφερότητα, της Αναστασίας -Ραφαέλας Κονίδη που της έδωσε σάρκα και οστά και ένα ρομαντισμό αλλά και του Προμηθέα Αλειφερόπουλου που ήταν ο παρτενέρ της και την όρισε εκ του αντιθέτου. Προτιμώ τις συνεργασίες που ο καθένας φέρνει το σημαντικό του κομμάτι και θέλω να κάνω χώρο για αυτό, οπότε η προσέγγισή της ήταν μια συλλογική διαδικασία εξερεύνησης, προβών και δοκιμών.
Που έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας, πόσο διήρκησαν και τι σου έμαθε η διαδικασία των γυρισμάτων; Σε μία διάρκεια ενός μήνα, σαν καραβάνι από αντάρτες γυρίσαμε την Άλυτη μέσα στο πανέμορφο καστανοδάσος του Κοσμά, ένα κεφαλοχώρι ανάμεσα στο Λεωνίδιο και τη Σπάρτη. Επιλεκτικά γυρίσματα έγιναν και στην Καστάνιτσα Κυνουρίας. Ήταν μια πυκνή και έντονη διαδικασία και μου έμαθε να αφήνομαι στη ροή των πραγμάτων και στη στιγμή. Όταν κάνεις γυρίσματα σε ένα κλειστό χώρο έχεις αρκετά τoν έλεγχο των πραγμάτων, στη φύση όμως είναι διαφορετικά καθότι υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες, όπως ο καιρός ο παράδειγμα. Άφησα κατά μέρους τις παγιωμένες ιδέες που είχα ως σκηνοθέτης και δούλεψα πάνω σε αυτό που μου δόθηκε, το οποίο ήταν απελευθερωτικό και πιο οργανικό με την ιστορία μας.
Πόσο υπαρκτό χωριό είναι η Άλυτη; Το συναντούμε στην ελληνική επαρχία; Η Άλυτη είναι ένα φανταστικό χωριό, κράμα παρατημένων σημείων της Καστάνιτσας και του Κοσμά, με μια μικρή πινελιά ειδικών εφέ. Σε κάποιο βαθμό πιστεύω ναι, στα πλαίσια πάντα κλειστών μικρο-κοινωνιών που έχουν παραδοθεί σε μία ρουτίνα η οποία δεν αλλάζει ποτέ και την οποία έχουν πολλές φορές κληρονομήσει από τους παλαιότερους. Υπάρχουν πολλά μυστικά, οι συμπεριφορές που έρχονται κόντρα σε αυτές τις πεποιθήσεις δαιμονοποιούνται και περιθωριοποιούνται. Το πιο ενδιαφέρον: παρότι στα χωριά αυτά μπορεί να συμβαίνουν περίεργα πράγματα, κανείς δεν κάνει κάτι για αυτά αλλά ούτε και ζητά βοήθεια από φόβο μην κακοχαρακτηριστούν.
Μετά το Midsοmmer, υπάρχει μια παγκόσμια τάση στο σινεμά για ταινίες τρόμου (και σειρές) που σχετίζονται με δεισιδαιμονίες και παγαναστικές παραδόσεις. Εκεί εντάσσεται και η δική σου ταινία; Υπάρχουν παρεμφερή στοιχεία με το είδος που αναφέρεις και η Άλυτη ως ταινία καταπιάνεται με μια στοιχειακή γυναίκα, και αναμφισβήτητα φλερτάρει με το παγανιστικό στοιχείο και τη φύση. Το Midsommer είναι αμιγώς μια ταινία τρόμου, ιδιαίτερη στο είδος της, η οποία όμως “φωνάζει”. Εννοώ ότι το στοιχείο τρόμου είναι πολύ έντονο και έχει στόχο να οδηγήσει το θεατή σε μία οριακή κατάσταση. Αντιθέτως η Άλυτη είναι μια ταινία χαμηλών τόνων η οποία “ψιθυρίζει”. Έχουν αρκετά κοινά στη βάση τους αλλά και πολλές διαφορές.
Πόσους μύθους για μάγισσες μελέτησες για τις ανάγκες της ταινίας και τι έμαθες για την ελληνική λαογραφία που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας; Οι μάγισσες νομίζω είναι μια αγγλοσαξονική, ίσως και γοτθική, εκδοχή ιδιαίτερων γυναικών ή ερμηνεία τους από τα αντίστοιχα ήθη της εποχής. Κάνοντας μελέτη στο έργο του Νικολάου Πολίτη αλλά και σε παραλογές, ανακάλυψα τη μαγική φύση των δρυάδων και γενικότερα μεταφυσικών γυναικείων παρουσιών, στενά συνδεδεμένων με τη φύση. Το πιο σημαντικό, ιστορίες που η αξία τους δε βασίζεται ούτε στην φρίκη, ούτε στον τρόμο, ούτε στις ανατροπές. Βασίζεται στην ανθρώπινη ιστορία αλλά και σε ένα πέπλο μαγικού ρεαλισμού που την αναδεικνύει, και αν κάποιες φορές περιγράφονται αποτρόπαια πράγματα, όλα γίνονται με μια λιτότητα και ηρεμία “ψιθύρου”.
Τα δίπολα είναι είναι ένας εύκολος τρόπος κατηγοριοποίησης ανθρώπων. Με πόσα “έπαιξες” ως σκηνοθέτης και πιστεύεις ότι φύση και πολιτισμός θα συγκρούονται πάντα ή υπάρχει περίπτωση να συναντηθούν κάπου; Παρότι οι βασικοί χαρακτήρες ανήκουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους, προσπαθήσαμε να τους δώσουμε γνωρίσματα καθημερινών ανθρώπων όσον αφορά την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων τους. Έχουν τόσο θετικά όσο και αρνητικά στοιχεία, και η αλήθεια τους βρίσκεται μέσα στις άπειρες γκρίζες ζώνες της ανθρώπινης ύπαρξης. Θα με κάνει χαρούμενο αν οι θεατές δυσκολευτούν να υποστηρίξουν ή τον ένα ή τον άλλο αλλά και να ταυτιστούν με τις διάφορες πτυχές τους. Θα ήταν μονοδιάστατο απλά να έχουμε έναν ‘καλό’ και έναν ‘κακό. Η φύση και ο πολιτισμός μπορούν να συναντηθούν σε ένα πολύ λειτουργικό σημείο και σε διάφορες φάσεις της ιστορίας το έχουν προσεγγίσει αρκετά. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τη φύση και τον δυτικό τρόπο ζωής όμως.
Διάβασες όλες τις κριτικές που γράφτηκαν για την πρώτη σου ταινία; Διάβασα αρκετές και ένιωσα ένα χείμαρρο από συναισθήματα. Συνέπεσαν στην ίδια περίοδο κριτικές από επαγγελματίες αλλά και θεατές, τόσο από Αμερική όσο και από Ελλάδα, όπως επίσης και από την USA TODAY, τους LA TIMES και άλλα μέσα που και μόνο ότι ασχολήθηκαν με την ταινία είναι μαγικό. Είμαι χαρούμενος και έκπληκτος γιατί είχε κυρίως θετική ανταπόκριση, χωρίς να λείπουν φυσικά και κάποιοι δυσαρεστημένοι. Αν κάτι προσπαθούμε να “πούμε” με την Άλυτη, είναι ότι μερικές φορές πρέπει να προσπαθούμε να δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του άλλου, συνεπώς ακόμα και μια δυσαρεστημένη γνώμη μου προκαλεί ενδιαφέρον. Αν είναι εκφρασμένη και με ένα συγκροτημένο τρόπο, είναι και ιδιαιτέρως χρήσιμη.
Η ταινία σου έκανε πρεμιέρα στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Τορόντο κι έλαβες μέρος σε εκείνο της Βαρσοβίας και της Ινδίας. Θέλεις να μας μεταφέρεις τις εμπειρίες σου από αυτά τα ταξίδια; To φεστιβάλ του Τορόντο είναι μια μοναδική εμπειρία καθότι είναι η πλέον σινεφίλ διοργάνωση όπου στηρίζεται σθεναρά σα μηχανισμός από τους κατοίκους της περιοχής και όπου γίνονται πρεμιέρες που θα απασχολήσουν τα Όσκαρ αλλά και όλη την υπόλοιπη κινηματογραφική σεζόν. Ενδεικτικό είναι ότι κάναμε πρεμιέρα την ίδια ώρα με το Τζόκερ. Επίσης έχει ένα τεράστιο μάρκετ και γίνονται πωλήσεις για διανομή παγκοσμίως. Χαίρομαι που η ταινία άγγιξε τους ντόπιους αλλά και τον απόδημο ελληνισμό. Σε ένα πιο τοπικό επίπεδο το ίδιο συμβαίνει και με της Βαρσοβίας, όπου όλες οι αίθουσες είναι κατάμεστες γιατί πρόκειται για ένα αρκετά mainstream event. Δυστυχώς, λόγω υποχρεώσεων δεν κατάφερα να πάω στην Ινδία αλλά είμαι σίγουρος ότι θα ήταν ιδιαίτερη εμπειρία αφού έχουν μια τεράστια κινηματογραφική βιομηχανία και οικειότητα στο σινεμά. Έχω πολύ μεγάλη απορία τί “ανάγνωση’” θα έκαναν στην Άλυτη.
Σχεδόν 40 και ήδη έκανες την πρώτη σου ταινία μεγάλου μήκους. Η Άλυτη παίζεται σε αμερικανικές αίθουσες και γράφουν για σένα το Deadline και το Indiwire. Ζεις το όνειρο; Προσπαθώ να είμαι προσγειωμένος και να κάνω τις σωστές κινήσεις ούτως ώστε η Άλυτη να διανεμηθεί σε διάφορες χώρες και να συμμετάσχει σε φεστιβάλ. Ευελπιστώ εξαιτίας της, η επόμενη ταινία που ετοιμάζω να είναι μια πιο εύκολη και άμεση εμπειρία. Είναι δύσκολο να μιλήσω για όνειρο γιατί το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η ταινία είναι το αποτέλεσμα οχτώ χρόνων δουλειάς με πάρα πολλές απογοητεύσεις και απορρίψεις, και δεν έγιναν όλα απλά σε μια βραδιά. Είμαι ευγνώμων που η ταινία έκανε ό,τι έκανε.
Πώς σας ανακάλυψαν οι Dark Star Pictures; Ζήτησαν την ταινία από τους Γάλλους sales μου, Stray Dogs. Οι Dark Star είναι μια boutique εταιρεία διανομής με έμφαση στο genre περιεχόμενο και χαίρομαι που πίστεψαν ότι υπάρχει χώρος για την Άλυτη στο αμερικάνικο κοινό. ‘Οπως μου είπαν, η ανθρώπινη σχέση που βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας όπως επίσης και τα στοιχεία μύθου, μυστηρίου αλλά και φολκλόρ, ήταν ικανά για να ξεπεράσουν το “σκόπελο” της ελληνικής γλώσσας για την εκεί αγορά. Είναι ενδιαφέρουσα συνθήκη το να “πλασάρεις’” μια ταινία σου αλλιώτικα σε ένα ακροατήριο διαφορετικής ψυχοσύνθεσης γιατί βλέπεις και άλλες πτυχές της ταινίας, το οποίο νομίζω οι Dark Star έκαναν πολύ καλά.
Η πανδημική κρίση άλλαξε τις ζωές μας και φυσικά επηρέασε και τη βιομηχανία του κινηματογράφου. Σε αυτή τη «νέα κανονικότητα» πώς δουλεύει ένας δημιουργός; Η διαδικασία του να κάνεις μια ταινία από μόνη της έχει πολύ αναμονή, ιδιαίτερα σε ένα ταραχώδες και εύθραυστο σύστημα όπως το ελληνικό. Κατά ένα τρόπο τα πράγματα είναι σχετικώς το ίδιο αγωνιώδη, αν και η παύση της πανδημίας έδωσε λίγο χρόνο για πιο ήρεμες σκέψεις. Ήδη ετοιμάζω μια μικρού μήκους και την επόμενη μεγάλου μήκους μου. Είμαι ερωτευμένος με μια συγκεκριμένη ιδέα και θα απολαύσω να την εξερευνήσω σε σεναριακή μορφή. Κατά τα άλλα, οι περιορισμοί και οι όροι που έχουν επιβληθεί στη βιομηχανία του κινηματογράφου είναι δυσβάσταχτοι, σε συνδυασμό με το ότι έχουν “χτυπηθεί” ανεπανόρθωτα οι ήδη λαβωμένες αίθουσες. Μοιραία κάτι τέτοιο επηρεάζει και τους δημιουργούς, εφόσον θέλω να πιστεύω, ότι στόχος του οράματός τους είναι να προσφέρουν μια συλλογική εμπειρία, που μόνο στις αίθουσες γίνεται.
Πώς ένας απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών καταλήγει κινηματογραφιστής; Νομίζω είμαι ένας κινηματογραφιστής που κατέληξα πολιτικός μηχανικός που κατέληξα κινηματογραφιστής. Ήδη κατά τη διάρκεια των σπουδών μου έκανα τις πρώτες “επαγγελματικές’” μικρού μήκους και ήταν παιδικό μου πάθος να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία, οπότε δεν μπήκα ποτέ σε κάποιο δίλημμα. Οι σπουδές μου με βοήθησαν πολύ γιατί μου έδωσαν πολύτιμη εμπειρία στην οργάνωση αλλά και τη συνεργασία. Έτσι έμαθα πως να δομώ ένα σενάριο, να οργανώνω μια αφήγηση και να στήνω μια παραγωγή. Επίσης εξασκήθηκα στο να συνδιαλέγομαι με ανθρώπους διαφορετικών ειδικοτήτων για να πετύχουμε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα κοινού στόχου, σε ορισμένο χρόνο με περιορισμένη χρηματοδότηση. Δεν είναι αυτά μερικά από τα πιο απαραίτητα προσόντα για να κάνεις μια μεγάλου μήκους;
Μπορεί ο έρωτας να νικήσει τα πάντα; Θέλω να πιστεύω πως ναι, αν καταφέρει να νικήσει το μεγαλύτερο αντίπαλό του. Το μυαλό.
Info: Η ταινία κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες από τη NEO FILMS. Μια συμπαραγωγή του ΕΚΚ, της ΕΡΤ και της COSMOTE TV