Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, γεννήθηκε μια μέρα σαν και αυτή, το 1948, στην Αθήνα. Έζησε 42 ολόκληρα χρόνια, το δικό μας λίγο, το δικό του πολύ, μιας και κατάφερε μέσα σε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες να αλλάξει τη μοίρα την ελληνικής ροκ σκηνής. Η πορεία του ως ερμηνευτής και τραγουδοποιός, ξεκίνησε το 1970 από τη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε μαθηματικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Μαζί με τον Παντελή Δεληγιαννίδη, δημιούργησαν το συγκρότημα “Δάμων και Φιντίας”. Αργότερα, το επιτυχημένο ντουέτο ενσωματώνεται με τα “Μπουρμπούλια” -που μέχρι εκείνη τη στιγμή έπαιζαν με τον Διονύση Σαββόπουλο-και κυκλοφορούν τον δίσκο “Ο Ντάμης, ο ληστής”, που κατόπιν λογοκρισίας μετονομάστηκε σε “Ο Ντάμης, ο σκληρός”.

Με αυτό το σχήμα, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, πραγματοποίησε τις πρώτες του απόπειρες να “παντρέψει” το ροκ με την ελληνική μουσική μέχρι και το 1974, οπότε και διαλύθηκε το συγκρότημα για να ακολουθήσει ξανά τον Διονύση Σαββόπουλο. Το επόμενο βήμα του έλαβε χώρα μέσα από τη συνεργασία του με το συνθέτη, Γιάννη Μαρκόπουλο, ως τραγουδιστής στα έργα του “Οροπέδιο”, “Θεσσαλικός κύκλος”, “Τολμηρή επικοινωνία” και “Ηλεκτρικός Θησέας”. Το 1976, μαζί με τους αδερφούς Σπυρόπουλους δημιούργησαν το συγκρότημα “Σπυριδούλα” και κυκλοφόρησαν από κοινού το δίσκο με την ονομασία “Φλού”, ενώ το 1979 συνεχίζει την πορεία του φτιάχνοντας το σχήμα “Εταιρία Καλλιτεχνών”, μαζί με τους μουσικούς Παπαντίνα, Νέστορα και Τζιμόπουλο με αγγλικό στίχο. Η συγκεκριμένη περίοδος συμπίπτει με την παρθενική του εμφάνιση στον κινηματογράφο, πρωταγωνιστώντας στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου, “Ο Ασυμβίβαστος”, όπου και ερμηνεύει τα τραγούδια του soundtrack.

https://www.youtube.com/watch?v=OUX-JBn5Bw8

Στη συνέχεια της καριέρας του στο μουσικό πεντάγραμμο, συνεργάζεται επίσης με τους “Απροσάρμοστους” φτάνοντας στο 1982, που τα τραγούδια τους “Η” και “Αντεργκράουντ με στράς” λογοκρίνονται για “προτροπή στη χρήση ναρκωτικών”, όπως επίσης και το τραγούδι “Ύστατη στιγμή” για “προσβολή της δημοσίας αιδούς”, ενώ κάποια χρόνια αργότερα, πραγματοποιεί μια συγκλονιστική εμφάνιση στο Ηρώδειο, στα πλαίσια της συναυλίας του Γιάννη Μαρκόπουλου, “Τολμηρή επικοινωνία”.

Όποιο βήμα κι αν πραγματοποιούσε ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ήταν συνυφασμένο με την επιτυχία και τα τραγούδια του αγαπήθηκαν ευρέως από το ελληνικό κοινό, που δεν έχανε την ευκαιρία να εκφράζει έμπρακτα την επιδοκιμασία και το θαυμασμό προς το πρόσωπό του, ακολουθώντας τον σε κάθε στάδιο της μουσικής σταδιοδρομίας του. Εκείνο όμως που, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, σήμανε την αρχή του τέλους, ήταν η σταδιακή παράλυση του αριστερού του χεριού, το καλοκαίρι του 1990. Η συγκεκριμένη ιστορία σε συνδυασμό με το θάνατο της μητέρας του λίγους μήνες πριν, τον έκαναν ψυχολογικό ράκος. Σε όλες τις επόμενες καλλιτεχνικές του δραστηριότητες άρχισε να εμφανίζεται με το χέρι δεμένο δείχνοντας έντονα σημάδια κατάπτωσης, μέχρι που το Δεκέμβριο του ίδιου έτους και συγκεκριμένα το απόγευμα της 6ης Δεκεμβρίου, αφήνει την τελευταία του πνοή, στο σπίτι του, από υπερβολική δόση ηρωίνης.

Ο “πρίγκιπας” της ελληνικής ροκ, πέρασε ίσως και άθελα του στην αιωνιότητα της εφηβείας μας, πείθοντας μας ότι μπορούμε να προχωρήσουμε για όσο εμείς θέλουμε, μέσα από τις αντιφάσεις μας, χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, μέσα στη βαρβαρότητα της ενηλικίωσης.

Ακολουθούν 5 τραγούδια που κατάφεραν να κάνουν κρακ στην καρδιά μας, χωρίς να τη σπάσουν. 

1. Rock ‘n’ roll στο κρεβάτι

Σε μια από τις τελευταίες ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, μόλις 13 μέρες πριν τον θάνατο του, ο Παύλος θα απαντήσει στον Μιχάλη Λημνιό στην ερώτηση του τι ήθελε να πει με αυτό το κομμάτι. Ακολουθεί ο διάλογος:
“-Κοίταξε να δεις, αυτό το κομμάτι το ‘χα γράψει ως εξής: Ήμουνα σε μονή κατάσταση, μοναχικός, και έψαχνα να βρω και εγώ κάτι.
-Ένα rock ‘n’ roll;
-Όχι ένα rock ‘n’ roll…
-Mια rock ‘n’ roll ζωή;
-Ούτε μια rock ‘n roll ζωή, μη λέμε σαχλαμάρες τώρα… Μια γυναίκα έψαχνα να βρω!”.

2. Ο Χαρμάνης

Δύο χρόνια πριν τον θάνατο του, εκόθηκε ο δίσκος “Τα μπλουζ του πρίγκηπα”, που περιείχε και αυτό το τραγούδι. Δίσκος με πειραματικές ηχογραφήσεις και ένα εγχείρημα που είχε ξεκινήσει από το 1972. Μπλουζ + Ρεμπέτικο =  Λοβ. heart

3. Ηλεκτρικός Θησέας

Ίσως ό,τι πιο πολιτικά διαχρονικό, σε στίχους του Δημήτρη Βάρου και μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. 
“Ζωγράφισε ένα ήλιο στο ταβάνι
Μίλησε με τ’ αγέρι της νυχτιάς
Και χόρεψε μαζί με τη σκιά σου
Στους ήχους μιας αδύναμης καρδιάς
Πάρε τηλέφωνο την μοναξιά σου
Ή βγες ξανά στο δρόμο της φωτιάς”

4. Η φαντασία στην εξουσία

Το τραγούδι ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά από τον Παύλο Σιδηρόπουλο στους Ρομαντικούς Παραβάτες και στον ομότιτλο δίσκο. Ο δίσκος ξεχώρισε για τον ιδιαίτερο ήχο του και αποτελεί μια σύμπραξη Σιδηρόπουλου, Στέλιου Βαμβακάρη και Δέσποινας Γλέζου.

5. Άντε και καλή τύχη μάγκες

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος φαντάστηκε τον προπάππου του να τον επισκέπτεται και να του λέει πως ακριβώς να γράψει το άλμπουμ και μετά έγραψε για αυτή τη φαντασίωση ένα γράμμα:

Είχα ακούσει για τον προπάππου μου ότι τον είχαν ξεχασμένο κάπου στην Αμερική.
Όπως άλλωστε το συνήθιζε, απρόσκλητος, μίαν ωραίαν πρωίαν, που λέτε, με σηκώνει απ το κρεβάτι, και πριν προλάβω καλά καλά να πιω τον καφέ μου, με καθίζει στην κόκκινη πολυθρόνα και μου λέει:
“Μόλις έφτασα αεροπορικώς, εξ Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Έμαθα ότι γράφεις ροκ εν ρολ. Θέλω να μου γράψεις ένα δίσκο, γιατί, εκεί πέρα από Zorba the Greek δώστου συρτάκι, δώστου ο γραφικός Zorba, δώστου χορό οιτρελο-Αμερικάνοι, να σου Zorba the Freak, ο Ζορμπάς. Θέλω λοιπόν, αυτόν τον δίσκο, για να μάθουν οι συμπατριώτες μου, ότι δεν έμεινα εκεί με σταυρωμένα τα χέρια. Μόνο, ένα από αυτά, γράφτο στ’ Αμερικάνικα, για μια Αμερικάνα, που ερωτεύτηκα και μ’ έκανε ρεζίλι των σκυλιώνε. Σού ‘χω ετοιμάσει τον στίχο του, διόρθωσέ το, αν έχει λάθη. Σού ‘χω και κάτι στα Ελληνικά γραμμένα, βάλε και κάνα δυο έτσι ωραία ορχηστρικά, κάνα δυο παλιά σου αλλά μοντέρνα παιγμένα, να βάλει κι ένα ο παραγωγός σου, τέλος πάντων τα βρίσκετε εσείς οι ροκενρολίστες, κι αυτό είναι. Στο εξώφυλλο θέλω να βάλεις έτσι μια δικιά σου φωτογραφία όταν ήσουνα μικρός,  όπως σε θυμάμαι ντυμένο καουμπόη. Νά ‘χει τ’ όνομά μου με μεγάλα γράμματα και να βοηθήσει και καμιά κοπελιά που να ‘ναι και όμορφη για να μην ξεχνιόμαστε κιόλας δισέγγονε”.