Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ έγραψε πως: “Όλη η ποίηση του Καρούζου είναι Ύπαρξη και μόνο Ύπαρξη”, για να συμπληρώσει τον στίχο του ίδιου:
 “-Δεν σε βλέπω καλά τι έχεις;
   -Έχω ύπαρξη…”.

Ο Νίκος Καρούζος, είναι ο άνθρωπος που δεν πρέπει να του ξεθυμώσουμε στους αιώνες, για τον τρόπο που μας καταράστηκε, να μας ταλαιπωρούν για πάντα οι ελπίδες. Εκεί, πάνω σε χαρτοπετσέτες, πακέτα τσιγάρα και αποδείξεις, άφηνε το απόσταγμα από τις τερατώδεις φιλοσοφικές, θεολογικές, επιστημονικές και μουσιολογικές γνώσεις του, που κατέληγαν άλλοτε σκισμένες και άλλοτε χαρισμένες σε φίλους και αγνώστους.

Ο βαθιά αναρχικός –φύση και θέσει-  ποιητής, που άφησε ένα χνάρι φροντίδας να έχουμε να ακουμπάμε τις γρατζουνιές μας, στάθηκε πάντα από την πλευρά της υπέρβασης να κονταροχτυπιέται με γιγάντειες ιδέες και μορφές, μπολιάζοντας τες με δικά του νοήματα.

“Πρέπει να ξέρεις ότι εγώ τα δόγματα ή τα καίω ή τα κοπρίζω”.

Το σαρκαστικό του χιούμορ, αποτέλεσε ένα ρόλο στοχαστικού σχολιασμού, μια λυτρωτική επαναφορά στη ζοφερή πραγματικότητα.

“Μου φαίνεται πως ένα καλό ξύσιμο διαρκείας, λυτρώνει περισσότερα απ’ την ποίηση”.

Ο Νίκος Καρούζος, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και κυνηγήθηκε από την παρακρατική – φασιστική οργάνωση Χ. Έζησε για χρόνια εξόριστος, για να φύγει τελικά από τη Μακρόνησο με νευρικό κλονισμό.

Ο μεγάλος ποιητής, δεν τοποθετήθηκε ανάμεσα στους μεγάλους της γενιάς του, μιας και η απουσία εθνοκεντρισμού τον κράτησε ευτυχώς μακριά από το βάθρο.

“Πάλι τα ρούχα μου σήμερα στο καθαριστήριο
πάλι σιδέρωμα για λανθασμένο αύριο
δεν είμαστε στα καλά μας να υπάρχουμε έτσι ανελέητα”.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, θα γράψει για τον Καρούζο:
“Μὲ τὸν ἀξέχαστο Νῖκο Καροῦζο εἴμασταν φιλαράκια. Ὁ Καροῦζος μίλαγε (ἤ, μᾶλλον ἀγόρευε) ὑπέροχα. Ὅταν ἤθελα νὰ τὸν ἀκούσω, κατηφόριζα ὡς τοῦ Λουμίδη, ὅπου ἦταν βέβαιο πώς θὰ τὸν εὕρισκα πάντα ἐκεῖ. Κάποτε-κάποτε, καταλήγαμε σὲ καμιὰ ταβέρνα. Ὁ Καροῦζος, πρὶν ἀρχίσει νὰ πίνει, ἔτρωγε στὰ γεμάτα. Ἔτρωγε σιωπηλός. Μετὰ ζήταγε ἂπ’ τὸ γκαρσόνι νὰ μάσει τὰ μπάζα, δηλαδὴ τὰ ἄδεια πιάτα καὶ τὰ πιρούνια. Καί, τότε, μόνον τότε, ξεκίναγε νὰ πίνει καὶ νὰ μιλάει. Ὁ Καροῦζος ἦταν ὡραῖος ἄντρας, ἀλλὰ δὲν τόξερε. Εἶχε μεγάλη μόρφωση καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη πνευματικότητα. Μίλαγε ἐπὶ παντὸς θέματος: ἀπὸ τὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη μέχρι τὴν ζωγραφική τοῦ Δέρπαπα. Καὶ ὅταν μίλαγε, ἦταν σχεδὸν γοητευτικός.

Καμιὰ φορά ἐρχότανε σπίτι μου καὶ μὲ ψιλορώταγε γιὰ τὰ βιβλία πού ἑτοίμαζα. Συνήθως, σκάλιζε τὰ χρωματιστὰ στυλὸ τοῦ γραφείου μου. Καὶ ἔπειτα καθότανε κι ἔγραφε μικρὰ ποιηματάκια, χρησιμοποιώντας πάντοτε ἕνα στυλὸ μὲ διαφορετικὸ χρῶμα. Μιὰ μέρα κάθισε καὶ μοῦ ἔγραψε κάτι λακωνικὲς συμβουλές. Θυμᾶμαι πώς ἔγραφε κατ’ εὐθείαν, δίχως κομπιάσματα, δίχως νὰ διορθώνει τίποτε. Τώρα, ἔπειτα ἀπὸ σχεδὸν τριάντα χρόνια, ψάχνοντας τὸ ἀρχεῖο μου, ὅλο καὶ βρίσκω τέτοια χαρτάκια τοῦ Καρούζου. Καὶ ὁμολογῶ ὅτι, συγκινοῦμαι πολύ”.

Ακολουθούν κάποια ποιήματα του, δώρο στην ψυχή μας:

“Ξόδεψα μακρινούς περίπατους για να καταλάβω:
Η ζωή δεν έχει τόση ζωή μέσα της.
όλο το ζήτημα είναι, να δούμε μονάχα πού βγάζει τις φλόγες.
Τότε προσεχτικά πλησιάζουμε κρατώντας μια χαρτοσακκούλα”.
[Δεύτερη Εποχή]

“Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.
Μια μουσική
άξια των συγκινήσεων μας
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα…

Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει, η ψυχή τη μοναξιά της.
[Διάλογος Πρώτος]

1

Να γυρίζεις — αυτό είναι το θαύμα -—
με κουρελιασμένα μάτια
με φλογωμένους κροτάφους απ’ την πτώση
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είναι η αιτιότητα
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι όμως στη χειμωνιάτικη γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ’ τ’ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις — αυτό είναι το θαύμα.

2

Θα περάσουν αποπάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος
τα ίδια τα όνειρα μας θα μας σώσουν.

Αγάπη μείνε στην καρδιά —
αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
Με την αγάπη
Θα σηκώσουμε την απελπισία μας
Απʼ το αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία.
Και προπαντός
ας μην αφήσουμε την αγάπη
να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα…

3

Άπλωσε η γαλήνη τα φτερά της
ωσάν αλησμόνητος κύκνος ονείρου
σ’ αυτά τα έρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τα πουλιά.

4

Η αγωνία μου υψώνεται,
ως τα εδελβάις άνθη.

5

Τα όνειρα βλαστοί στο στήθος
κλήματα μέσ’ στην καρδιά
διαγώνια εκδικούνται το χώμα
σκοτώνοντας εμάς.
[Τα πουλιά δέλεαρ του Θεού]