Όταν ήμουν πιτσιρικάς, είχα μια σχέση πάθους με εκείνη τη μεγάλη τηλεόραση που είχαμε στο πατρικό της μάνας μου στην εξωτική Λαμία, λίγο κάτω από το Κάστρο της πόλης. Εκεί, ένα καυσωνικό απόγευμα Παρασκευής άκουσα την γιαγιά μου να λέει πως αυτή είναι ωραία ταινία, υπερθεματίζοντας για ένα ακόμη “Εγώ με την αξία μου κι όχι με ξένες πλάτες“, δράμα με πρωταγωνιστή τον Ξανθόπουλο. Περιμένοντας καρτερικά να τελειώσει, είδα πως αμέσως μετά θα παιζόταν στη δημόσια τηλεόραση μια ταινία κάποιου Ελία Καζάν, που πρωταγωνιστεί ένας κάποιος άλλος, Μάρλον Μπράντο.
H ταινία ήταν το Λιμάνι της Αγωνίας κι είχε πρωταγωνιστή τον Μπράντο, στο ρόλο του Τέρι Μαλόι, ενός λιμενεργάτη (φαντάσου έναν Σέρπικο, πριν τον Σέρπικο) που μόνος του κι όχι με ξένες πλάτες προσπαθεί να καθαρίσει τη διαφθορά στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, ρίχνοντας μπουνιές, όπου δεν πιάνει ο λόγος του. Οργισμένο είδωλο της δεκαετίας του 50, ο Μάρλον Μπράντο ήταν ο άντρας που ερωτεύτηκαν οι περισσότερες γυναίκες, εκείνη την περίοδο, κερδίζοντας στα σημεία ίσως τον “Επαναστάτη χωρίς Αιτία”, Τζέιμς Ντιν. Βλέπεις ο Στάνλει Κοβάλσκι του, ήταν ο καλύτερος όλων των εποχών και το “Λεωφορείο ο Πόθος”, έγινε η μόνιμη επωδός κάθε αναφοράς στον καλό εμπορικό κινηματογράφο της εποχής.
Ο Μπράντο, υπήρξε ανέκαθεν δύστροπος, εκκεντρικός, χωρίς να κάνει ποτέ στην καριέρα του καμία έκπτωση ως προς τις πολιτικές του απόψεις και τις πεποιθήσεις του! Φαντάσου πως ο “Ατίθασος” ήταν για εκείνη την γενιά ότι το “Rumble Fish” για την αντίστοιχη του ’80 κι έμοιαζε βγαλμένο από τη ζωή του. Τη στιγμή που ντυμένος στα μαύρα δερμάτινα καβάλησε τη θρυλική Triumph Boneville του, κρύβοντας στο βλέμμα καντάρια αλητείας κι ανυπακοής, είχαμε τη γέννηση ενός κινηματογραφικού rock icon, που έγινε αφίσα σε εφηβικά δωμάτια, μπλουζάκι, σουβέρ, ποτηρόπανο, τοιχογραφία, μέχρι όνομα κοκτέιλ!
Ακολούθησε μια στείρα κινηματογραφική δεκαετία, για τον Μπράντο που ξεχωρίζουν μόνο οι συμμετοχές του στο “Mutiny on the Bounty” και την “Κόμισσα από το Χονγκ Κονγκ“, μια από τις χειρότερες ταινίες ίσως του Τσάρλι Τσάπλιν.
Κι ενώ το ’60, δεν θα μνημονεύεται σχεδόν ποτέ, για τα καλλιτεχνικά ανδραγαθήματα του Μπράντο, το αντιστρόφως ανάλογο θα συμβεί την επόμενη δεκαετία την οποία και θα σφραγίσει με τρεις υπέρταινιάρες! Πάρε χαρτί και κράτα σημειώσεις για το μαφιόζικο έπος του “Νονού” και την υπέροχη ιστορία του Μπράντο, να μπουκώνει βαμβάκια για να πετύχει φωνή Ντον Κορλεόνε. Μην ξεχάσεις να θυμηθείς τον Paul στο “Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι” του μάστορα του ερωτισμού, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Για το τέλος της δεκαετίας κρατάμε τον ανατριχιαστικό συνταγματάρχη Γουόλτερ Ε. Κουρτς στο αντιπολεμικό αριστούργημα, “Αποκάλυψη Τώρα”.
Ένα μεγάλο κινηματογραφικό μπρέικ του, δεν μας άφησε αναμνήσεις του από τη δεκαετία του 1980, μένοντας με το πέρασμα του στον “Δον Ζουάν”, πλάι στον Τζόνι Ντεπ. Τελευταία του ταινία, ευτυχώς ήταν το υποτιμημένο διαμαντάκι που ακούει στο όνομα “Score” και συναντάται επί μεγάλης οθόνης, με τους έτερους δύο υποκριτικούς τιτάνες, Ρόμπερτ Ντε Νίρο κι Έντουαρντ Νόρτον.
Κι ενώ ο Μάρλον έφυγε μια μέρα σαν κι αυτή πριν 16 χρόνια, η κληρονομιά του βαστάει ακόμη και γεννά μια ωδή στον καλώς εννοούμενο κωλοπαιδισμό του, που δεν λογάριασε κοτζάμ απονομή Όσκαρ, στέλνοντας μια ιθαγενή της φυλής των Απάτσι να παραλάβει το βραβείο του, διαμαρτυρόμενος για τον τρόπο που αντιμετώπιζε το Χόλυγουντ τους ιθαγενείς. Ακόμη, μιλάμε για τον άνθρωπο που δεν έβαλε στάλα νερό στο κρασί του, όταν χρειάστηκε να μιλήσει για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών, αποδομώντας παράλληλα το ροκσταριλίκι των ηθοποιών του Χόλιγουντ σε λίγες γραμμές. Για αυτά κι άλλα τόσα που χρειάζονται μια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη να χωρέσουν, θα κάνουμε σήμερα, μέρα που είναι μια υπόκλιση παραπάνω.