Μεγαλώνοντας εκεί προς τα Δυτικά Προάστια των Αθηνών, εκτός από το Gucci φόρεμα του Μαζώ, είχαμε μπόλικη μουσική ιστορία να περηφανευόμαστε, πριν μας καταπιεί ένα κατιτίς η καγκουρίλα. Στην πόλη μάλιστα, που ξεκινάει από το Α και τελειώνει το Ω, μπόλικοι ρεμπέτες και ρεμπέτισσες σαν την Μαρίκα Νίνα και τη Ρίτα Αμπάτζή, μαζί με μπουζουκό-βιρτουόζους όπως η φατριά των Πολυκανδριωτών, ο Στράτος Παγιουμτζής, με τον πιο δημοφιλή, στη συνείδηση των περισσοτέρων, να παραμένει ο Ζαμπέτας.
Κάπου εκεί, δίπλα του βρίσκεται κι ο Εντελαμαγκέν Σπύρος Ζαγοραίος. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αθήνα, έφτιαξε το καλλιτεχνικό του όνομα στο μαγευτικό Αιγάλεω, στις εκβολές του ποταμού Κηφισού. Σήμερα, αν περάσεις από το σημείο, που βρισκόταν το θρυλικό “Εντελαμαγκέν”, θα βρεις ένα κρεοπωλείο, με μια μικρή μαρμάρινη πλάκα που μας ενημερώνει ότι σε εκείνον τον χώρο, μεγαλούργησε ο Σπύρος Ζαγοραίος, που γεννήθηκε μια μέρα σαν κι αυτή στη γειτονιά του Παγκρατίου το 1928.
Η μέρα που έχασε το χέρι του, παίζοντας με τους συμμαθητές του
Στις αρχές του 1940, σε μια από τις πιο δημοφιλείς πόλεις της Αττικής σήμερα, την Αγία Παρασκευή, τα σχολιαρόπαιδα παίζανε με χειροβομβίδες μιας και βρισκόμασταν εν καιρώ πολέμου και γερμανικής κατοχής. Κάπως έτσι, όσο ο Ζαγοραίος, περιεργαζόταν μια χειροβομβίδα, εκείνη εξερράγη. “Τότε, μέσα στον πόλεμο, πηγαίναμε στην περιοχή Κοντοπήγαδο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης και μαζεύαμε χόρτα. Καθώς μάζευα, λοιπόν, βρήκα μέσα στα χόρτα ένα κουτάκι με ένα καρφί από πάνω. Το κουτάκι αυτό, λοιπόν, το πήρα στο σπίτι. Επειδή οι γονείς μάς είχαν φοβίσει με διάφορα, το έκρυψα μέσα στα χόρτα και το έβαλα μέσα στο δωματιάκι μου. Όταν έφυγε ο πατέρας και η μάνα μου, πήρα το σκεπάρνι και αρχίζω και το χτυπάω. Σε μια στιγμή ήρθαν οι τοίχοι κάτω. Δεν έμεινε τίποτα από το σπίτι. Το κουτάκι αυτό ήταν χειροβομβίδα“, είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του.
“Εντελαμαγκέν”
Ο Ζαγοραίος όπως ήταν λογικό, βίωσε τον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό στο πετσί του, σαν μονόχειρας. Ήταν ο “κουλός”, τον οποίο προσπερνούσαν αρκετοί στο διάβα τους. Όλα αυτά βέβαια μέχρι που έπιανε το μικρόφωνο να τραγουδήσει. Δεν θα μπούμε στη λογική να παραθέσουμε όλα τα τραγούδια και τις συνεργασίες που είχε στο ενεργητικό του, αυτός ο σπουδαίος τύπος. Αντίθετα, θα σταθούμε λίγο παραπάνω στον μαγκιόρικο τρόπο, που εξέφερε τραγουδιστά τις λέξεις. Βλέπεις στη βραχνάδα του έκρυβε μπόλικο σπαραγμό κι αυτή την καλώς εννοούμενη αλητεία, που δεν καταλάβαινε από ψευτόμαγκες κι έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, σε ντο, φα, σι νότες.
Ο Ζαγοραίος σπίκαρε του Βοτανικού τον Μάγκα σε μια Πειραιώτικη χασικλίδικη αργκό, που καλαμπούριζε διάφορες ξένες γλώσσες, βάζοντας τρικλοποδιές στους λογοκριτές της εποχής κι έκτοτε έδωσε στο ζεϊμπέκικο, έναν από τους πιο σημαντικούς ύμνους, που γνώρισε ποτέ τούτος ο χορός. Ένας ερμηνευτής που ήταν τελείως χέβι μέταλ, ο Σπύρος Ζαγοραίος, τραγούδησε αρκετές φορές την “παραβατική” συμπεριφορά και μπήκε στο πάνθεον των πιο σημαντικών λαϊκών τραγουδιστών. Κλείνοντας το μάτι στην πολιτική ορθότητα και τον καθωσπρεπισμό της εποχής, διάλεξε μεριά με τους απέναντι, τους περιθωριακούς, τους αγύρτες, τους αλήτες, τα χαρτόμουτρα και τους μπελαλήδες. Κι αν προσωπικός πόθος του γράφοντα, θα ήταν να είχε προλάβει ο Ηλίας Πετρόπουλος να γράψει τη βιογραφία του, δυστυχώς δεν συνέβη ποτέ. Δεν πειράζει όμως. Ο Ζαγοραίος βλέπεις τραγούδησε και για τους μάγκες, τους χασικλήδες, τους παπατζήδες, τις καναβουριές, τις ταβέρνες, για μπεγλέρια και μπαγλαμαδάκια κι έβαλε φαρδιά πλατιά το όνομα του σε νέον πινακίδα, στην ελληνική μουσική ιστορία του τόπου του.
Ζαγοραίε ρίξε μια προσευχή
Ψάχνοντας να βρούμε στοιχεία για τη ζωή του, πέσαμε πάνω στη δήλωση της Υφυπουργού Πολιτισμού, Άντζελας Γκερέκου, που συνόδεψε την αναγγελία του θανάτου του. “Ο Σπύρος Ζαγοραίος έβαλε ανεξίτηλο το δημιουργικό του αποτύπωμα, στο λαϊκό τραγούδι, αφήνοντας πίσω του μεγάλες, διαχρονικές επιτυχίες και μια πλούσια δισκογραφική δραστηριότητα. Ενεργός καλλιτέχνης έως τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έδωσε την ευκαιρία και στους νεότερους να γνωρίσουν έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας χρυσής εποχής“.
Βέβαια για ένα μάγκα του διαμετρήματος του Ζαγοραίου, δεν υπάρχει ιδανικός επικήδειος. Ίσως, ένα νεύμα από εκείνο “Το Πιτσιρικάκι” που ζήτησε δίχως φόβο και πάθος από τον πολιτσμάνο ένα τσιγαράκι. Πέρασε καιρός και μεγάλωσε και παντού ρώταγε “ποιος είδε τα μάτια που αγαπάει;” Μια στο τόσο τον πιάνανε τα διαόλια του και φώναζε “Ζήτω η Αλητεία”. Κι αν τον “πλάνεψε η Ντόλτσε Βίτα, αυτή που λεν ζωή γλυκιά“, εκείνος έμεινα για πάντα ένα αλάνι, θρασύ πιτσιρικάκι, με πονεμένη καρδιά. Σύχναζε στο “Εντελαμαγκέν”, στο Αιγάλεω.