Διαβαίνοντας με τα πόδια, ή με το αυτοκίνητο, την Πειραιώς, εκεί στο ύψος της Χαμοστέρνας, δεν γίνεται να μην θαμπωθεί το μάτι σου, από το κτίριο του Ιδρύματος Κακογιάννη. Όχι, δεν πρόκειται να μιλήσουμε για τις αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες του κέντρου των Αθηνών, αλλά για τον άνθρωπο, από τον οποίο πήρε το όνομα του, το ίδρυμα που δίνει καλό όνομα κι ανεβάζει το επίπεδο των πολιτιστικών εκδηλώσεων στη χώρα. Γεννήθηκε πριν από έναν αιώνα σχεδόν στην Κύπρο και σαν γόνος εύπορης οικογένειας, βρέθηκε πριν κλείσει τα 18, στο Λονδίνο προκειμένου να ολοκληρώσει τις νομικές του σπουδές, που ήταν κι απωθημένο του πατέρα του. 

Ο βιβλιόφιλος, που έγινε κινηματογραφιστής 

Από μικρό παιδί, κατανάλωνε βιβλία, προσπαθώντας να μάθει και να ζήσει σε όμορφους κόσμους μέσα από το διάβασμα. Μετά από ένα πέρασμα σαν ηθοποιός, αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με την σκηνοθεσία, και να φέρει στο πανί όλους αυτούς τους σπουδαίους κόσμους που οραματιζόταν. Κάπως έτσι βρέθηκε να σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία το 1954. “Το Κυριακάτικο Ξύπνημα“, έμελλε να συστήσει έναν σπουδαίο σκηνοθέτη στο κοινό και στους κριτικούς, με το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Χορν και Λαμπέτη να κεντάει στους ρόλους της, στήνοντας μια αθεράπευτα γλυκιά ρομαντική κομεντί, που είχε την τρυφερότητα του γαλλικού σινεμά, σε ένα αμιγώς ελληνικό τοπίο. 

Η “Στέλλα” δεν είχε ανάγκη κανέναν εκτός από το σκηνοθέτη της. 

https://www.youtube.com/watch?v=VNEDzD_RHJE

Πρόκειται για την ταινία που αναμφίβολα φιγουράρει στην κορυφαία τριάδα, των καλύτερων ελληνικών ταινιών όλων των εποχών. Με την αρχετυπική μορφή της Μελίνας Μερκούρη, ο Κακογιάννης υφαίνει ένα συγκλονιστικό γυναικείο πορτρέτο που αντανακλά το ίδιο το πρόσωπο του σινεμά. 65 χρόνια μετά, δεν υπάρχει κινηματογραφόφιλος να μην αναρωτιέται, πως συνέβη κάτι τέτοιο στην άγονη κι άγουρη Ελλάδα του 1955. Με το “Κορίτσι με τα Μαύρα” και το “Τελευταίο Ψέμα“, πήρε πολύ σημαντικά ζητήματα όπως ο ρόλος της γυναίκας, σε μια εποχή που φώναζε από μακριά τις πατριαρχικές της καταβολές και δεν τα έκρυψε κάτω από το χαλί της ομορφιάς των ελληνικών νησιών και της γραφικότητας των στενών τους( η πρώτη ταινία γυρίστηκε στην Ύδρα κι η δεύτερη στην Τήνο). Πήρε μάλιστα μπόλικα κινηματογραφικά ρίσκα, όπως το μονοκάμερο γύρισμα στο Κορίτσι με τα Μαύρα, που έβγαλαν τον Κακογιάννη ασπροπρόσωπο, βάζοντας τον στην ομάδα των πιο ανερχόμενων ευρωπαίων δημιουργών.

Ο “Ζορμπάς” του Καζαντζάκη, έγινε παγκόσμιος, γιατί δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά με τον Κακογιάννη. 

Μέσα από φολκλόρ αναμνήσεις που ξεκινούν σε ελληνικές ταβέρνες ομογενών στα πέρατα της γης και φτάνανε μέχρι τους πανηγυρισμούς των οπαδών της Φίτεσε όταν ο Νίκος Μαχλάς, έπαιρνε το Χρυσό Παπούτσι, το συρτάκι του Ζορμπά, είναι πολλά περισσότερα από μια κινηματογραφική αναφορά, που έκανε τον Άντονυ Κουίν να αγαπήσει την Ελλάδα, μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Είναι προφανώς, το όραμα ενός ανθρώπου που κοίταζε τον ήλιο του σινεμά, χωρίς να τυφλώνεται. Κοινό και κριτικοί υποκλίθηκαν στο ταλέντο του Κακογιάννη, που τσίμπησε και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ σκηνοθεσίας, σε μια πρωτόγνωρη επιτυχία, που αν δεν υπήρχε ο Γιώργος Λάνθιμος δύσκολα θα ξαναζούσαμε. Κι ενώ οι λαϊκοί μύθοι, ακόμη λένε για τις μπουνιές που έπαιξε με τον Κουίν στα γυρίσματα, ο Μιχάλης γύρισε ένα από τα κορυφαία biopic της κινηματογραφικής ιστορίας. Σκορσέζε, πατώνεις με το “Aviator”, για πες; 

Μια σινεματική ωδή στο αρχαίο ελληνικό δράμα.

https://www.youtube.com/watch?v=aphO_70O9t8

Ακόμη και για έναν σκηνοθέτη του βεληνεκούς του, η απόφαση του Κακογιάννη, να φέρει στη μεγάλη οθόνη την τριλογία των έργων του Ευρυπίδη, ξεκινώντας με την “Ηλέκτρα“, με μια συγκλονιστική Ειρήνη Παππά, έπειτα με τις “Τρωάδες” (με πρωταγωνίστρια την Κάθριν Χέιμπορν, την μεγαλύτερη ίσως σταρ της εποχής), ολοκληρώνοντας με την “Ιφιγένεια”. Σίγουρα η τριλογία είναι το Κακογιάννειο magnum opus,  μιας και του λόγου του, υφαίνει τρία αριστουργήματα, αποδίδοντας με μεγάλο σεβασμό και σκηνοθετική ιδιοφυΐα τα έργα του Ευριπίδη. Σε ένα άγονο τοπίο, επαναδημιουργεί τον τόπο, μιλώντας αποστομωτικά για τα αρχέγονα ένστικτα καθαίροντας τους θεατές, μέσα από τη νέμεση των πρωταγωνιστών.  

Ο Κακογιάννης, υπήρξε ανήσυχο πνεύμα μέχρι το κύκνειο άσμα του, τον “Βυσσινόκηπο“, με την Σαρλοτ Ράμπλινγκ, τον Άλαν Μπέιτς κι έναν πιτσιρικά Τζέραρντ Μπάτλερ, πριν γίνει Λεονάιντας να εικονογραφεί ένα απωθημένο του σκηνοθέτη, σε μια από τις άνισες στιγμές της φιλμογραφίας του. Σε εκείνη στέκεται το παραγνωρισμένο αριστούργημα του, “Όταν Βγήκαν τα Ψάρια στη Στεριά“. Ίσως η πιο “Black Mirror” ταινία που βγήκε ποτέ μαζί με την “Πρωινή Περίπολο” του Νίκου Νικολαΐδη, έφαγε τρελό κράξιμο όταν κυκλοφόρησε και πέρασαν πολλά χρόνια, μέχρι να της αναγνωριστεί η τόλμη της, σαν μια φουτουριστική σάτιρα του ενοχλητικού παρόντος της εποχής, μιας και κυκλοφόρησε το 1967. Τσιμπημένη με γκροτέσκες αναφορές, λοιδωρήθηκε, καθώς έσκασε μύτη σε ένα κοινό που δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένo.  

O Kακογιάννης, σκηνοθέτησε πλήθος παραστάσεων, στην άλλη του μεγάλη αγάπη, το θέατρο, όμως το αντίκρισμα του στο σινεμά, ήταν, είναι και θα είναι τεράστιο, μιας και μιλάμε για έναν άνθρωπο που διαμόρφωσε την κινηματογραφική αντίληψη γενεών ολόκληρων θεατών. Λειτουργώντας έξω από συμβάσεις, νόρμες και πολλές φορές εποχές, ο άνθρωπος που οραματίστηκε τον νυχτερινό φωτισμό της Ακρόπολης και τον έκανε πράξη, έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του, σε οτιδήποτε συνοδεύει τη φράση, ελληνικός κινηματογράφος. Και για αυτό θα τον θυμόμαστε πιότερο!  

https://www.youtube.com/watch?v=cejrW9NFlJU

“Eγώ κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά κι εμπνέομαι είτε από έργα κλασικά που είναι σύντροφοι της ζωής μου ή από γεγονότα ζωντανά της επικαιρότητας. Δεν υπάρχει μία ενιαία γραφή [στο έργο μου], διότι εγώ προσπαθώ να μη σερβίρω τα έντερά μου στον κόσμο. Υπάρχουν σκηνοθέτες που έχουν μια μυωπική αντίληψη του κόσμου κι αυτήν σερβίρουν κατ’ επανάληψη”.