Ήταν τζαζ, μα όχι ακριβώς. Ήταν σόουλ, μα όχι εντελώς. Ήταν μπλουζ, μα όχι και τόσο. Ήταν Ρέι, κι ήταν υπέροχο!

Όσο δεν είχε Όσκαρ ο Τζέιμι Φοξ, εμένα τ’ όνομα Ρέι μου ‘βγαζε Άλεν, και τ’ όνομα Τσάρλς πήγαινε πακέτο με το Μπάρκλεϊ. Ήμουν μικρός, είχα συνέχεια στο νου μου μια μπάλα του μπάσκετ, μα η μάνα μου προφήτευε: “Η εποχή του αθλητισμού περνάει, ύστερα έρχεται η εποχή της μουσικής”. Μισή έπιασε η μαντεψιά: η “εποχή του αθλητισμού” δεν έληξε ποτέ. Όμως στο πάλκο που δεν βγήκε η χοντρή να τραγουδήσει, βγήκαν άλλοι. Και πρώτος-πρώτος, ένας απίθανος τύπος με μαύρα γυαλιά, το Όσκαρ του Τζέιμι Φοξ, ο…

Ρέι που ήταν Τσαρλς, μα η γυναίκα τον φώναζε Τζακ και του ‘λεγε να πάρει δρόμο!

Για έναν πιτσιρίκο που μαθαίνει κιθάρα και παλεύει με τις μουσικές του Χατζιδάκι και του Μικρούτσικου, τα 4 ακόρντα σ’ επανάληψη ήταν μεγάλη ανάσα. Για έναν πιτσιρίκο που σκάρωνε στοιχάκια μαγεμένος απ’ τους στίχους του Σαββόπουλου, του Άλκη και του Γκάτσου, το “hit the road Jack, and don’t you come back” ήταν μια ρίμα που τη λάτρευες γιατί ταυτόχρονα ήταν εύκολη, όμορφη, αληθινή κι ας μη συγκλόνιζε το μέσα σου. Στο κάτω-κάτω, αυτό δεν ήταν ο Ρέι; Μια μεγάλη αισιόδοξη ανάσα στ’ αυτιά και την ψυχούλα σου;

Ένας τυφλός πιανίστας, μια ζωή γεμάτη δαίμονες, ένα χαμόγελο που δεν έφευγε στιγμή απ’ τα χείλη. Αισιόδοξη, έγραψα πιο πάνω; Ε, ναι, διάολε, ο Ρέι σε γέμιζε μ’ ελπίδες, σ’ έκανε να λες ευχαριστώ και να ελπίζεις στις καλύτερες μέρες. Με μουσική πεταχτή, χορευτική κι ενθουσιαστική, ή με μουσική μελαγχολική κι εσωτερική. Με μια σόουλ που έψαχνε σε καλούσε να κουνήσεις τα πόδια σου κάτω απ’ το τραπέζι, ή μ’ ένα μπλουζ που έψαχνε τον έρωτά του μέσα στην κρύα μεγάλη πόλη. Μια δισκογραφία γεμάτη ζόρια, ένα χαμόγελο γεμάτο ελπίδες:

Στο φινάλε, λεβέντη, όλα θα πάνε καλά!

Κάπως έτσι, ο Ρέι έγινε μέλος της ζωούλας μου. Μέσα από μια ταινία, μέσα από κάμποσα τραγούδια, μέσα από την ανάγκη μου ν’ ακούσω αυτό το σταυροδρόμι όλων των μουσικών της μαύρης Αμερικής. Τον είδα στους Blues Brothers, και χόρεψα στ’ ακόρντα του όσο εκείνο “φόραγε τα γυαλιά” του στα δύο αδέρφια που του “πρόσβαλαν” το πιάνο. Μα δεν πρόλαβα να τον δω ποτέ ζωντανά, δεν πρόλαβα να υπάρξω (έστω κι απ’ την τηλεόραση), μέλος κι εγώ σ’ ένα κοινό που άκουγε εισαγωγές και χειροκροτούσε το μεγαλείο ενός τόσο τεράστιου, κουλ τύπου. Είπαμε, τον έμαθα μετά το 2004. Μα εκείνος πια, δεν ήταν εκεί…

Τι τα θες; Όλοι οι μεγάλοι φεύγουν, μα ζουν για πάντα όσο ακούς κι απολαμβάνεις τα τραγούδια τους. Τα έργα τους! Κι ο Ρέι ζούσε μια κόλαση μες στον εθισμό του. Οι γυναίκες γύρω του, συχνά υπέφεραν πολύ περισσότερο απ’ τον ίδιο. Κι η λύση για όλα αυτά; Η στιγμή της χαράς, της γαλήνης, της ηρεμίας, το χαμόγελο μέσα στο δράμα; Η μουσική. Αυτός είναι κι ο λόγος που ο Τσαρλς τα κατάφερε τόσο καλά. Ναι, το ταλέντο του πελώριο. Μα πιο μεγάλη ακόμα η ανάγκη του να παίξει, να γράψει, να τραγουδήσει. Είναι αυτή η ανάγκη που σε κάνει να δένεσαι με τα τραγούδια του. Είναι αυτή η ανάγκη που φτιάχνει και τις δικές σου μέρες όταν τα ακούς.

Είναι η ανάγκη ενός τύπου που ‘χε τα πάνω και τα κάτω του. Μα πάντα στη μουσική, έβρισκε καταφύγιο. Κι ακούσια μάλλον, πρόσφερε καταφύγιο στις ζόρικες στιγμές του κόσμου ολόκληρου…