Την εποχή που οι Πυξ Λαξ ήταν το πιο πετυχημένο γκρουπ της Ελλάδας, εμείς που δεν ήμασταν φαν, και γκρούπιζ, και φανατικοί ακόλουθοι, ξέραμε δύο: το Στόκα και τον Πλιάτσικα. Κι έπειτα, ακούσαμε γι’ ακόμα έναν. Έναν που δεν τον μάθαινες εύκολα, κι άμα τον μάθαινες δεν τον ξεχνούσες με τίποτα. Παράξενο όνομα. Μάνος Ξυδούς.

Στην πραγματικότητα ωστόσο, αυτό που σ’ έκανε να μην ξεχνάς ποτέ το Μάνο, αυτό που σ’ έκανε ν’ αρχίζεις από κείνον πια όταν μιλούσες για το γκρουπ με τις μπουνιές και τις κλοτσιές, ήταν ένα τραγούδι. Όχι ένα συνταρακτικό τραγούδι (γνώμη μου). Μα η απόδειξη πως, το αν θα ονομάσεις ένα τραγούδι “συνταρακτικό”, αρχίζει από τους στίχους και τη μουσική του, αλλά τελειώνει στη φωνή και την ερμηνεία. Ήταν το…

…”Κι εσύ εκεί”, μια απ’ τις πιο αδιανόητα δυνατές ερμηνείες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού!

Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί κανείς να πει ότι: “Κανείς δεν πρόκειται να τραγουδήσει Ρόζα σαν το Μητροπάνο”. Με τον ίδιο τρόπο που λες: “Κανείς δεν θα ξαναπεί Υπάρχω σαν τον Καζαντζίδη”. Μ’ αυτό τον ίδιο τρόπο, κανείς δεν πρόκειται να τραγουδήσει Εσύ εκεί όπως ο Μάνος”. Κι αυτό δεν είναι μαντεψιά. Είναι εντύπωση. Πολλοί προσπάθησαν (το τραγούδια φαίνεται εύκολο). Κανείς δεν τα κατάφερε. Κανείς δεν τα κατάφερε αυτή τη ζωντανή ανατριχίλα…

Φυσικά, ο Ξυδούς δεν είναι σπουδαίος μονάχα για μια ερμηνεία. Είναι σπουδαίος γιατί καταπιάστηκε και βρήκε την επιτυχία σε κάθε μορφή της μουσικής. Μουσικός παραγωγός που πίστεψε πρώτος τους Κατσιμιχαίους, που έβγαλε σόλο το Μίλτο Πασχαλίδη (τα Μπλουζ της Άγριας Νιότης είναι γραμμένα για το Μάνο), που στήριξε τον Παύλο (ένας είναι ο Παύλος!) και το Τζιμάκο (ΕΝΑΣ είναι ο Τζιμάκος!). Συνθέτης, στιχουργός, με ωραία τραγούδια, με ωραίες διασκευές, και πάνω απ’ όλα…

…με τρομακτική αλήθεια πάνω στη σκηνή!

Νομίζω πως τελικά, πρώτα και κύρια αυτό είναι που κάνει το Μάνο σπουδαίο, σημαντικό κι αξέχαστο. Ήταν αληθινός. Τραγουδούσε για πάρτη του. Απ’ τους Dreamers and the fool moon ως τους Πυξ Λαξ, κι ύστερα μόνος του μέχρι το πρόωρο τέλος, ο Ξυδούς περπάτησε στους δρόμους που γούσταρε, αγκαλιά με την αλήθεια του. Ένας σπουργίτης στη βροχή, της ερημιάς ιππότης, που του ‘γραψε κι ο Μίλτος. Κι αυτό είναι πρώτα και κύρια το σημαντικό, αυτό είναι που σε κάνει πραγματικά σπουδαίο, πραγματικό μάγκα και άνθρωπο που χαράζει την εποχή του (ανεξάρτητα απ’ το αν εκείνη το γνωρίζει). Να ‘χεις αλήθεια και να την ακολουθείς.

Αυτός είναι τελικά κι ο κύριος λόγος που αυτό το άρθρο δεν καταπιάνεται με λόγια, νότες, συνεργασίες και ιστορίες, μα πρώτα και κύρια μ’ ένα τραγούδι. Γιατί πάνω σ’ αυτό, ο Μάνος έβγαλε στη σκηνή τον εαυτό του. Το είναι του. Απέδειξε πως έχει αυτό το τόσο απλό, τόσο δύσκολο να περιγράψεις, αλλά και τόσο πραγματικά σπουδαίο. Αυτό που ελάχιστοι έχουν, και που οι περισσότεροι παλεύουν να κρύψουν πως δεν το ‘χουν, πίσω από θολές κουλτούρες, πίσω από μουσικές “για λίγους” και πίσω από λέξεις με δύσκολα, κρυφά νοήματα. Γιατί νομίζουν πως θα ξεγελάσουνε τον κόσμο. Τον κόσμο όμως, τον ξεγελάς για λίγο. Στο πολύ, στο μετά, ο κόσμος ξέρει.

Κι ο Μάνος Ξυδούς θα ζει για πάντα, μάγκας αληθινός κι αληθινός ροκάς!

Ένας ροκάς που έζησε όπως γούσταρε, κι έφυγε όπως ήθελε. Έφυγε νωρίς. Έφυγε άδικα. Έφυγε πάνω που μπαίναμε σε μια δεκαετία που τον είχε ανάγκη όσο καμία. Σε μια δεκαετία που το δήθεν και το τίποτα, φούσκωσαν απ’ τη μια κι από την άλλη, και μας έπνιξαν. Ο Μάνος ήταν απ’ αυτούς που θα μπορούσαν να σταθούν απέναντι. Να σταθούνε κόντρα. Όμως ο Μάνος δεν ήταν πια εδώ.

Είχε φύγει. Μα είχε φύγει πάνω στη σκηνή, έστω σε πρόβα. Έζησε τη στιγμή, κι έφυγε τραγουδώντας. Και σίγουρα, τώρα θα τραγουδάει με πάθος και με δύναμη, εκεί που πάνε οι ψυχές χωρίς πυξίδα…