Πάνε σχεδόν 20 χρόνια που σε μια προβολή στο σπίτι του ξαδέρφου μου, είχα δει πρώτη φορά στα 14 μου το “Reservoir Dogs”. Κι όχι δεν θα αρχίσω τα κατεβατά, για το πως μου άλλαξε τη ζωή η πρώτη ταινία του Ταραντίνο, γιατί πολύ απλά σε εκείνη την ηλικία, η σχέση μου με το σινεμά άρχιζε και τελείωνε στο “ουάου τι γαμάτη ατάκα που είπε“! Τα χρόνια κάπως πέρασαν κι άρχισα να καταναλώνω ταινίες, με ρυθμό μεγαλύτερο από αυτόν που έτρωγα 3bit και πακοτίνια. Κάπου εκεί, εμφανιζόταν ένα μοτίβο. Κάθε ταινία που πετύχαινα με τον Χάρβεϊ, ήταν ταινίαρα. Θες “Pulp Fiction”; Θες “Ταξιτζή”; Θες “Τον Τελευταίο Πειρασμό”; Θες “Θέλμα και Λουίζ”; Θες “Από το Σούρουπο ως την Αυγή”;  

Από όλα είχε ο κινηματογραφικός μπαξές. Σπάνια πρωταγωνιστής, έπαιρνε δεύτερους ρόλους και κένταγε υποκριτικά, με τους fans να μαζεύουν υπογραφές για 2 βασικούς λόγους. Πρώτον, να αρχίζει να πρωταγωνιστεί περισσότερο και δεύτερο και βασικότερο, να πάρει επιτέλους ένα Όσκαρ. Η Ακαδημία του φέρθηκε τόσο ξεδιάντροπα που σε μια τιτανομέγιστη καριέρα με βασικούς ρόλους σε τουλάχιστον 20 ταινιάρες, να έχει μονάχα μια υποψηφιότητα για το “Bugsy“, του Barry Levinson. Ο Καϊτέλ, έδωσε ρέστα ως συνήθως, αλλά παραμένει μια από τις “χλιαρές” συμμετοχές της σινεματικής καριέρας του.  

Tο “αγαπημένο παιδί” του Μάρτιν Σκορσέζε

Γεννημένος στις σκληρές γειτονιές του Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης στις 13 Μαϊου 1939, ο Καϊτέλ ήταν ο αγαπημένος ηθοποιός του Σκορσέζε. Κι αν δεν πιστεύετε εμάς, ρωτήστε Ντε Νίρο και τον άλλο τον Λίο Ντι Κάπριο πως τον λένε, να σας το επιβεβαιώσουν. Βλέπεις, ο Καϊτέλ τακίμιασε νωρίς με έναν σκηνοθέτη που έμελλε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους του αμερικανικού σινεμά και πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη ταινία του Σκορσέζε. “Who’s That Knocking at my Door?“, το όνομα ενός απρόμαυρου εξαιρετικού φιλμ, που συστήνει τον Χάρβεϊ και την ερμηνευτική του δεινότητα, σε ένα σινεφίλ αρχικά ακροατήριο. 

Χρειάστηκαν να περάσουν έξι χρόνια προτού πρωταγωνιστήσει στο επικό αριστούργημα και πρώτη ΜΕΓΑΛΗ ταινία του Σκορσέζε. Ναι για τους “Κακόφημους Δρόμους” λέμε, σωστά κατάλαβες. Ο Charlie παραμένει ένας από τους σπουδαιότερους ρόλους στο γκανγκστερικό σινεμά, του οποίου τα ηνία κρατά ο Μάρτιν της καρδιάς μας. Μετά την πρώτη κινηματογραφική συνύπαρξη με τον Ντε Νίρο, ακολουθεί το χλιαρό για τα σκορσεζικά επίπεδα “Alice Doesn’t Live Here Anymore” για να ξανασυνταντηθούν τα δυο τους στην αγαπημένη ταινία όλων των εποχών, για τον γράφοντα! Στον “Ταξιτζή” παίζει συγκλονιστικά τον νταβατζή της Τζόντι Φόστερ κι αρχίζει το ταξίδι του για άλλες κινηματογραφικές πολιτείες, μέχρι να συναντήσει το φιλαράκι του, στον “Τελευταίο Πειρασμό” που του έδωσε τον ρόλο του Ιούδα. Αφού έδωσε μια ακόμη γαμωκαταπληκτική ερμηνεία, άφησε 30 χρόνια για να τα πουν ξανά επί μεγάλης οθόνης στο μαφιόζικό αποχαιρετιστήριο Magnum Opus του Σκορζέζε τον “Irishman με τους ασέβαστους να ξεπετάνε τη συμμετοχή του στην ταινία, περνώντας την στα ψιλά, ενώ δεν της έπρεπε τέτοια συμπεριφορά. 

To μαγικό ραβδάκι του Ταραντίνο

Μέχρι να συναντήσει τον κύριο Ταραντίνο και να μπουστάρει την καριέρα του πρωταγωνιστώντας στα υπέρ-έπη “Reservoir Dogs” & “Pulp Fiction“, περιπλανήθηκε κινηματογραφικά με όχι και τόσο μεγάλη επιτυχία. Πρόλαβε να δώσει όμως στοιχειωτικές ερμηνείες στο “Fingers” και τη “Δύναμη της Σάρκας” του υπέρ-μάστορα Νίκολας Ρεγκ. Α, έκανε κι ένα πέρασμα στο “Δύο Τζέικ“, μια ταινία που ο μόνος λόγος που αξίζει να τη θυμάσαι, είναι ότι τη σκηνοθέτησε ο Τζακ Νίκολσον. 

Το μαγικό ραβδάκι του Ταραντίνο έπιασε τόπο ξανά και μας έδωσε την ευκαιρία να τον δούμε σε σειρά από αξέχαστα ταινιάκια. “Θέλμα και Λουίζ“, “Bugsy”, “Cop Land“, “Μαθήματα Πιάνου” και το Αγγελοπουλικό “Βλέμμα του Οδυσσέα“, αρκούν νομίζω για να καταλάβεις, περί τίνος μιλάμε! Ωστόσο, αν δεν δεις το “Smoke“, τότε έχεις χάσει μια από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν τα 90s κι έναν φασωματικά υπέροχο Καϊτέλ. Αν δεν έχεις εικόνισμα τη “Διαφθορά“, του Έιμπελ Φεράρα με εκείνον σαν μετανοημένο διεφθαρμένο μπάτσο που θέλει να βρει συγχώρεση από το Θεό, μπλεγμένος σε ένα έγκλημα με καλόγριες, δεν είσαι φίλος μας. Αν πάλι, ούτε εξ’ ακοής δεν έχεις το “From Dusk Till Dawn“, τότε έχεις χάσει το καλύτερο παπαδίσιο ξυλίκι σε βαμπίρ, που έχει υπάρξει ποτέ στο σινεμά. 

Κάπου εκεί ο Χάρβει ξαναχάθηκε σε αποτυχημένες επιλογές και μπόλικες ιταλιάνικες παραγωγές, σε μια εκ των οπόιων, τα είπαν επί οθόνης με τον Γιώργο Βογιατζή. Να είναι καλά κι αυτός ο άγιος άνθρωπος, ο Γουές Άντερσον που τον έβαλε στα “Moonrise Kingdom” & “Grand Budapest Hotel” σε καστ που ζηλεύουν μέχρι κι οι Avengers! 

Σήμερα στα 81 του, κρύβει στις ρυτίδες του προσώπου του τόσα καντάρια ταλέντο και σινεμά, που δεν μας βγαίνει το μέτρημα. Μιλάμε για τον πιο αγαπημένο καρατερίστα που γέννησε ο αμερικανικός σινεμάς. Δεν κατάφερε ποτέ να γίνει Ντε Νίρο, γιατί δεν τον ένοιαξε ποτέ. Ένας τόσο αθεράπευτα κουλ άνθρωπος, που κάθε ηθοποιός που σέβεται τον εαυτό του, αναφέρει σαν επιρροή στο παίξιμο του. Ξεκινάμε λοιπόν σήμερα, ειδική καμπάνια, να του δώκουμε κι ένα Όσκαρ αναδρομικό γιατί ΕΤΣΙ! 

O τρόπος με τον οποίο βλέπω τα πράγματα, τη ζωή γενικότερα είναι σαν μια μάχη. Βγήκα “πιο πλούσιος” λοιπόν, όταν κατάλαβα πλήρως την παραπάνω παραδοχή. Όταν κατάλαβα ότι η ίδια η ύπαρξη, είναι μια μάχη“.