Ξέρεις, καμιά φορά χρειάζεται να δημιουργήσεις νέους τόπους, να αποχωριστείς τους ανθρώπους που μέχρι χθες έχτιζες πλάι τους τη ζωή σου. Χρειάζεται να αντέξεις τη μνήμη, να μεταβολίσεις το τραύμα, να γράψεις δεκάδες σελίδες ξέροντας απ’ την αρχή πως θα σκίσεις, ρίχνοτας τες τσαλακωμένες σε έναν κουβά αναμνήσεων. Καμιά φορά χρειάζεται κοιτάξεις πίσω σε ό,τι γκρέμισες και να μονιάσεις με τα φαντάσματα σου, να προχωρήσεις μέσα από τις αντιφάσεις που μας δημιουργεί η ζωή. Καμιά φορά, αξίζει να επιστρέψουμε σε ό,τι αφήσαμε να ερημώσει, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε ότι ανάμεσα τους φύτρωσαν ξανά λουλούδια.

Ο Χρήστος Πακιώτης, είναι ο Ογδόντα4 και επιστρέφει δέκα χρόνια μετά, με το πρώτο μέρος της τελευταίας μεγάλης εξόδου. Μεταξύ ενός πολύωρου ντοκιμαντέρ και μιας πανδημίας, άκουσα τα τότε ακόμη ακυκλοφόρητα πέντε τραγούδια του, και περασμένα μεσάνυχτα πια, του έστειλα τέσσερις λέξεις: “Βαλκάνια, άκρα, ποίηση, Ε13”. Η αλήθεια είναι πως τον ρώτησα και αν έχουμε διαφορά ώρας με τη Βουλγαρία όπου ζει, καίγοντας κάμποσα κύτταρα του εγκεφάλο του, σπάζοντας μια για πάντα τον πάγο.

Στη Βουλγαρία λοιπόν και αναρωτιέμαι αν έχει καταλήξει τι ενώνει και τι χωρίζει την πατρίδα που άφησε με αυτήν που βρήκε, ποια ψυχικά αποθέματα χρειάστηκε να συγκροτήσει προκειμένου να χτίσει μια ζωή, πάνω στην ανάμνηση της προηγούμενης. “Η Ελλάδα είναι μία χώρα που διαρκώς χορεύει γύρω από τη μετριότητα. Το «ΠΑΣΟΚ» που ανά καιρούς ευαγγελιζόμαστε ως μία έννοια γενική και αόριστη, καλλιέργησε μία νοοτροπία πολύ συγκεκριμένη, με τις επιπτώσεις της να είναι φανερές ακόμη και 40 χρόνια μετά. Όμοια ενός εθνικού πολέμου. Οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά. Η Βουλγαρία, ακόμη μαζεύει τα κομμάτια της 30 χρόνια μετά την πτώση του σοσιαλισμού, και όσων ακολούθησαν. Παλεύει δηλασή να οικειοποιηθεί δυτικές νοοτροπίες και να ενστερνιστεί συμπεριφορές και αντιλήψεις που την Ελλάδα την κατέστρεψαν. Γενικά, διαπιστώνω πως η Ευρώπη χρησιμοποίησε την Ελλάδα σαν ένα εκπληκτικά ανθεκτικό πειραματόζωο για τις επόμενες χώρες στη λίστα. Σχετικά με τη νέα ζωή που δρομολόγησα, έχω να σου πω πως δεν δυσκολέυτηκα ποτέ να χτίσω κάτι καινούριο εδώ. Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν πως είμαι πολύ ευέλικτος άνθρωπος με χιούμορ, κάτι που με διαχρονικά με έχει βοηθήσει”.

Κάπως γελάω με το “ΠΑΣΟΚ”, μιας και συχνά το αναφέρει στις συνομιλίες μας, σαν τον δαίμονα που κυρίευσε τον νεοέλληνα και που σήμερα προσπαθούμε να ξορκίσουμε μέσα από κάμποσες “βαλκανοευρωπαϊκές” αντιφάσεις που μας εκθέτουν, κάνοντας μας να μοιάζουμε πολλές φορές με καρικατούρες.

Δεν μου είναι ξεκάθαρο αν ο Χρήστος θέλει να είναι μουσικούς, είναι όπως κάτι περισσότερο από σίγουρο ότι διαχρονικά αναζητά το να είναι δημιουργικός.Τριγυρνώντας στα Βαλκάνια, που μπορεί να συναντήσει κανείς τη δημιουργία, να αμφισβητήσει και ανανοηματοδοτήσει το ίσως όχι πάντα ελαφρύ φορτίο μιας εμποτισμένης κουλτούρας; “Νιώθω πως είμαι ένας χρονογράφος, που μέσα από την καθόλα αστικοποιημένη ζωή του συνεχίζει να καταγράφει, κάπου εκεί, μεταξύ σαμπάνιας και Beastie Boys. Αυτό συνεχίζω και κάνω ακόμη και τώρα. Εδώ που ζω πλέον, με κρατάνε τα τοπία των εργατικών πολυκατοικιών, οι παλιές αυλές, τα τεράστια πάρκα και οι ιστορίες των ανθρώπων”.

Δέκα χρόνια μετά με νέο δίσκο και προσπαθώ ακούγοντας τον να καταλάβω, αν πρόκειται για μια εποχή που ανοίγει ή για μια που παλεύει να κλείσει. Αναρωτιέμαι αν αυτή είναι η κενή Διαθήκη, τι έρχεται να διορθώσει από την Παλαιά; Η διαθήκη είναι «Κενή», γιατί αρνείται πλέον να συμβολίσει το οτιδήποτε. Όπως έχω πει ξανά, είμαι ένας άνθρωπος που απέχει από τη δημιουργική εξωστρέφεια, πολύ απλά γιατί πάσχω από έλλειψη συγκέντρωσης και όρεξης. Μεγάλη αμαρτία αυτό που λέω, αλλά όλα είναι στον αέρα. Καμία εποχή δεν αρχίζει και καμία δεν τελειώνει. Απλά συμβαδίζω με το ενιαίο της ζωής μου χωρίς να πολυσκέφτομαι”.

Ακούγοντας τον δίσκο, ο Χρήστος με ρώτησε ποιο τραγούδι ξεχώρισα. Του είπα ότι στο ντοκιμαντέρ που έβλεπα πριν λίγο υπήρχε η Μάγδα, ότι η προσφώνηση “Ε, Παύλο θα αργήσω”, μου έφερε λίγο νερό στα μάτια, του είπα ότι τα “Ημερολόγια” ξεκινάνε σε μια καρέκλα ψυχολόγου και γελώντας μου είπε να αφήσω τα θεραπευτικά μου απ’ έξω. Παρόλα αυτά, ο Χρήστος είναι ο φίλος του Παύλου και ο Ενεστώτας, δεν είναι από τυπογραφικό λάθος. “Εκείνος ο Σεπτέμβρης του 2013, δεν θα μεταβολιστεί ποτέ μέσα μου. Όλοι μας, συγγενείς, φίλοι μα και άγνωστοι αφήσαμε ένα κομμάτι μας εκεί πίσω. Μικρό, μεγάλο δεν έχει σημασία. Μια κοινωνία ολόκληρη αναγκάστηκε να θυμάται για πάντα. Το κομμάτι «Ημερολόγια» με βρίσκει στην καρέκλα του θεραπευόμενου, όπου ο θεραπευτής τελικά καταλήγει να είναι κάποιος παλιός μου ακροατής ο οποίος προσπαθεί μέσα από τη δυναμική των παλιών στίχων μου, να με φέρει σε επαφή με την πραγματικότητα και την ηθική μου ανάκαμψη στις προσωπικές μου σχέσεις. Η ιστορία είναι καθόλα αληθινή και έλαβε χώρα πρόπερσι στην Αθήνα”.

Ο Χρήστος μου εξηγεί πως “επιστρέφει η παλαιότερη πουτάνα στο κουρμπέτι”, με κανένα απολύτως κόστος. Δεν αφορά κανέναν το μουσικό μου έργο πλέον. Τα χρόνια περνάνε και η ανάγκη των ακροατών αυξάνεται για φρέσκους ήχους και φρέσκες ιδεοληψίες σε συνεχείς δόσεις. Βαριέμαι αφόρητα να παρακολουθήσω αυτήν τη μηχανή του κιμά. Υπάρχουν εκατοντάδες καλλιτέχνες που ακριβώς επειδή βιοπορίζονται από τη μουσική τους, αναγκάζονται να σκαρφαλώνουν αυτό το βουνό επικαιρότητας. Εγώ, το βιοποριστικό μου θέμα το έχω τακτοποιημένο σε μεγάλο βαθμό, λειτουργώντας και πάλι από τη σκοπιά του καλλιτέχνη, από ένα άλλο όμως μετερίζι. Εκεί, υπάρχει πλέον ένα φιλοθεάμον κοινό που πληρώνει αδρά για τις υπηρεσίες και τις ιδέες μου. Στέκομαι  στο μπαλκόνι μου στην ανθισμένη Ovcha Kupel και απλά σχεδιάζω. Που και που σκέφτομαι ιδέες για σενάρια, τραγούδια, ζωγραφικά έργα. Αυτό είναι όλο! Πάντα με την έλλειψη υπομονής και πειθαρχίας που με διέπει από παιδί”.

Επαναλαμβάνω τις λέξεις “ποίηση”, “άκρα”, “Βαλκάνια”, “Ε13”.

“Η Τέχνη γενικά σήμαινε και σημαίνει τα πάντα για μένα. Όλη η ζωή μου είναι ένα art installation σε εξέλιξη, με διαρκείς αναφορές στους ήρωες μου. Θα μπορούσα κάλλιστα να ταυτιστώ με τον Κωνσταντίνο Τζούμα στα κουρέλια του Νικολαΐδη, με τον Νίκο Καββαδία στη γέφυρα, με την καλλιτεχνική επιχειρηματικότητα του Αndy Warhall, με τον εικονογραφημένο χαρακτήρα του Φανούρη Άπλα, στην Αθήνα του ‘90.

Πάντα μέσα στην Τέχνη με γοήτευαν οι φυσιογνωμίες με το σκιώδες παρελθόν, το αβέβαιο παρόν και το προδιαγεγραμμένο μέλλον, σαν μια άσκηση ισορροπίας στην οποία έπρεπε να διακριθώ για να μην τους μοιάσω και στα τρία. Τα “άκρα” μπαίνουν εκεί γύρω σαν ένα σύνολο κανόνων που κάποιος θέσπισε για σένα και δεν θα τον βρεις ποτέ να του ζητήσεις τον λόγο. Πάντα τα αψηφούσα και ποτέ δεν γεύτηκα την “κανονικότητα” ως άνθρωπος. Αυτό είχε και τα καλά του και τα κακά του.

Τα Βαλκάνια και γενικότερα οι μετασοσιαλιστικές χώρες, με γοήτευαν από τότε που γνωριστήκαμε μέσα από τις αφηγήσεις των Αλβανών, Βούλγαρων, Ρουμάνων, Πόντιων και άλλων λαών που εγκαταστάθηκαν στο λιμάνι του Πειραιά στις αρχές του ’90. Μάθαινα λέξεις, ποιήματα και έκανα φίλους που τους κρατάω μέχρι σήμερα. Η ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώτος γέννησε μέσα μου την ανάγκη να εξερευνήσω το πριν, το τώρα και το μετά. Οι αναφορές στην Τέχνη μου σχετικά με τα Βαλκάνια, κρατάνε χρόνια…

Ως Ε13, ορίσαμε μία παρέα ανθρώπων που κατα κύριο λόγο βγαίναμε τα βράδυα (με τις απρόσμενες καταλήξεις να καραδοκούν καθημερινά) και κατα δεύτερο κάναμε μουσική. Ο κόμβος σύνδεσης μας ήταν ο Παύλος. Ίσως οι εναπομίναντες κάποτε να ολοκληρώσουμε το έργο αυτό, καθαρά σαν έναν φόρο τιμής. Τα τραγούδια που σήμερα κυκλοφορούν, είναι τα demos που γράφτηκαν, τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια πριν.

Σε μια πρόσφατη συνέντευξη του, μου εξηγεί πως απογοήτευσε τον δημοσιογράφο σε πολιτικό επίπεδο. Και σε δικό μας τηλέφωνο επέμεινε να αυτοπροσδιορίζεται ως luben, κάτι που προφανώς δεν με απέτρεψε από το να τον ρωτήσω πώς μεταβολίζει σε προσωπικό επίπεδο τις κοινωνικοπολιτικές ματαιώσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. “Ίσως πλέον να μη με αφορά να αλλάξω κάτι πέραν του μόνου που μπορώ να αλλάξω και δεν είναι άλλος από τον εαυτό μου, να παλεύω δηλαδή καθημερινά ώστε να γίνομαι η καλύτερη των εκδοχών μου για μένα. Ξέρεις το να προσπαθείς να αλλάξεις τον κόσμο χωρίς ταυτόχρονα να προσπαθείς να αλλάξεις τα μελανά στοιχεία σου, είναι για μένα απλή εκτόνωση, ο τρόπος να μη δεις τα τέρατα μέσα σου.
Δεν μπορεί να παλεύεις στον δρόμο για μία δίκαιη κοινωνία βασισμένη στις ατομικές ελευθερίες και ταυτόχρονα να προβαίνεις σε σκηνές ζηλοτυπίας στη σύντροφο σου, ασκώντας βία στο παιδί σου ως μέσο εκπαίδευσης.  Δεν μπορείς να διατείνεσαι για την ισότητα των φίλων, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθείς πορνογραφία. Και προς θεού, είμαστε άνθρωποι με αδυναμίες και πάθη. Ίσως για αυτό πρέπει ταυτόχρονα με όποιον αγώνα κάνουμε εκεί έξω, να κάνουμε και έναν μέσα μας. Έχει και εκεί τέρατα και μεγαλύτερα από όσο φανταζόμαστε. Και είναι μεγαλύτερα γιατί είναι δικά μας”.

Όταν τον ρωτάω που θα ήθελε να ταξιδέψει αυτός ο δίσκος, μου λέει πως αδιαφορεί, πως είναι χαρούμενος που τον έγραψε και αυτό του αρκεί. Τώρα που μιλάμε μάλλον ετοιμάζει το δεύτερο μέρος του δίσκου, σχεδιάζει κάπου στη μαύρη θάλασσα και παίρνει τηλέφωνο όταν βαριέται να γράψει. Ο Χρήστος ξέρει ότι το “ΠΑΣΟΚ” είναι ακόμη εδώ, αφήνοντας σε όλους μας κατάλοιπα που χρειάζεται διαρκώς να αναστοχαζόμαστε, σε φωνάζει με το επώνυμο σου όταν τελικά Ελλάδα και Βουλγαρία, έχουν ούτε λεπτό διαφορά στην ώρα.

Ακούστε τον δίσκο, έτσι και αλλιώς όλοι σε αυτά τα Βαλκάνια βολοδέρνουμε.