Όταν πάει η συζήτηση στου ποιητές της Ελλάδας, μες στα 4-5 ονόματα που θα ‘ρθουν στο μυαλό σου, σίγουρα θα ‘ναι και το δικό του. Κι όταν πάει η συζήτηση στα Νόμπελ της ελληνικής ποίησης, η ουσία όλη δεν είναι σ’ αυτούς που το πήραν, όσο σ’ εκείνον που δεν το πήρε. Στο τέλος-τέλος, προσωπική μου γνώμη (κι αν θέλετε να τη στηρίξω, να το κάνω, μα σ’ άλλο άρθρο, άλλη φορά): ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι η πιο σπουδαία κορυφή στην οροσειρά της ποίησης που μιλάει ελληνικά!

Στο σήμερα ωστόσο, όσοι γουστάρουν τον Καβάφη ζούνε μαζί μ’ ένα παράπονο – το ίδιο παράπονο που συνοδεύει κάθε καλλιτέχνη που έγινε στη ζωή του διάσημος. (Ή έστω, ύστερα απ’ αυτή). Κι αν θέλεις να στο πω μια μια κουβέντα το παράπονο αυτό, ορίστε, να: σουξέ.

Ιθάκη. Θερμοπύλες. Άντε και τον Αντώνιον που τον απολείπει ο Θεός, άντε και τους Βαρβάρους που ‘ναι να έρθουν αύριο. Αυτά. Κι έχει ο άνθρωπος τόσα και τόσα που αξίζουνε την προσοχή σου, αν θέλεις να διαβάσεις ποίηση όμορφη, βαθιά κι αληθινή. Οπότε να, σήμερα πήρα που λες το θάρρος, κι εδώ από κάτω σου ‘χω μαζέψει άλλα 5 ποιήματα του Καβάφη, που αξίζουν να τα ξέρεις όσο κι η Ιθάκη. Διάβασέ τα, κι έπειτα διάβασε, αν θες, και τα υπόλοιπα…

Υ.Γ. Θα θες!

Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-655 μ.Χ.

Μια πανοπλία να σε προστατέψει απ’ τους ανθρώπους. Όχι στον πόλεμο, μα μες στην κοινωνία. Μια πανοπλία φτιαγμένη από λόγια, κι από τρόπους, κι από φυσιογνωμία. Η κοινωνία του Καβάφη δεν έχει τίποτα διαφορετικό απ’ όλες τις προηγούμενες, απ’ τις επόμενες, απ’ τη δική μας. Δεν σ’ αποδέχεται όπως είσαι, ούτε σε συγχωρεί. Οι άνθρωποι πλησιάζουν για να δουν πού είσαι μπόσικος κι εκεί να σε καρφώσουν, όχι με σπαθιά και δόρατα πια, αλλά με λέξεις και με προσβολές. Αλλ’ αν τη φτιάξεις (πες πως την έφτιαξες), γίνεται ωστόσο να ζήσεις μια ζωή φορώντας πανοπλία;

Αυτό σκέφτεται ο Καβάφης κι επιλέγει (σε δεύτερο χρόνο) να προσθέσει την τελευταία στροφή – να πάρει ένα ποίημα κοινωνικής φοβίας, και να το κάνει (ψευδο)ιστορικό, να ειρωνευτεί τις δυο πρώτες στροφές που ο ίδιος έγραψε, να ειρωνευτεί τον ήρωά του. Ν’ αποφανθεί: “Αυτά είναι καύχηση, κι ίσως να φτιάξεις πανοπλία, μα η ζωή θα κάνει αυτό που θέλει – μπορεί και να σε “διώξει” στα 27 σου. Ζήσε! καλύτερα…”. Χρόνια μετά, ο Δεληβοριάς θα γράψει έναν Καθρέφτημόνο και μόνο για να τον σπάσει στο φινάλε…

Απιστία

Η μπαμπεσιά του Απόλλωνα: μια τραγική ειρωνεία. Κι όλα θα ξεκινούσαν και θα τέλειωναν εκεί, στη μυθολογική ομορφιά της ιστορίας και στην ποιητική μαστοριά του στίχου, αν ο Καβάφης δεν φρόντιζε να προσθέσει από πάνω το χωρίο της Πολιτείας του Πλάτωνα. Όμως μ’ εκείνο το χωρίο, το ποίημά του παίρνει πια μια σπουδαία θέση, διαφορετική: κόντρα στον Όμηρο και τον Αισχύλο που θέλουν τους θεούς να ‘ναι υπαίτιοι για τις τύχες και τις επιλογές του ανθρώπου! Ο ποιητής σαν να προσπαθεί να “καθαρίσει” μπροστά στον Πλάτωνα τ’ όνομα των ποιητών, για να μπορέσουν πια να βρούνε θέση στην Πολιτεία του φιλοσόφου. Κι όλη η διήγηση πια, μοιάζει με σαρκασμό απέναντι στα πράγματα που… δεν γίνηκαν έτσι!

Μα η πιο μεγάλη επιτυχία του Καβάφη είναι πως, μ’ όποιον τρόπο κι αν το διαβάσεις (σαν τραγική ειρωνεία ή σαν ειρωνική αντίθεση στον Όμηρο), το ίδιο ωραίο και σπουδαία γραμμένο παραμένει…

Μανουήλ Κομνηνός

Μηδένα προ του τέλους…” λέει ο Σόλωνας, μα ο Αλεξανδρινός το πάει ένα βήμα… στο πλάι. Δεν γίνεται ξεκάθαρο αν ο ίδιος ασπάζεται την ύπαρξη Θεού (μες στο έργο του άλλωστε, είναι φορές που αντιδρά στο Χριστιανισμό – κυρίως τότε που το δόγμα στρέφεται ενάντια στη σάρκα και τις ηδονές της, κι είναι άλλες που τον αγκαλιάζει – σε θέματα ηθικής, ανθρωπισμού και ταπεινοφροσύνης). Μα σίγουρα στέκεται με χαμόγελο και θαυμασμό απέναντι στην πίστη. Και θέλει “ευτυχισμένο” τον βασιλιά που έζησε τη ζωή του μες στις απολαύσεις, μα βρήκε στα στερνά έν’ αποκούμπι, “…ευφράνθηκε που δείχνει όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου“. Κι ας λένε οι πληρωμένοι αστρολόγοι ο,τι θέλουν…

Εν Σπάρτη

Ένας βασιλιάς που πρέπει να “θυσιάσει” τη μάνα του για την πόλη, μια μάνα που με χαρά “…γέλασε∙ κ’ είπε βεβαίως πηαίνει”. Κι η βασιλομήτωρ Κρατησίκλεια δεν χρησιμοποιείται εδώ μονάχα ως έξοχο δείγμα Σπαρτιάτισσας μάνας, που όπως ζητάει “ταν ή επί τας”, έτσι φροντίζει να τ’ ακολουθεί κι η ίδια. Παρουσιάζεται επίσης, πρότυπο του ηγέτη που αξίζει η πόλη του να τον θαυμάζει. Χαρά της η ταπείνωση αφού έτσι θα κατάφερνε να γίνει “…στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτην ακόμη“, αλλά και ποια ταπείνωση; Ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τη θυσία για την πόλη τους με γέλιο και παλικαριά, κανένας “χθεσινός” δεν γίνεται να τους ταπεινώσει…

Μέρες του 1896

Το μόνιμο παράπονο του ποιητή, για το παράλογο δάχτυλο της κοινωνίας που δείχνει ένα κορμί ευτυχισμένο και το κατηγορεί συνέχεια γι’ αμαρτίες. Και παίρνει θέση ο Καβάφης απέναντι σ’ αυτό (θύμα κι εκείνος της συμνότυφης εποχής του): “Μια ερωτική ροπή του λίαν απαγορευμένη και περιφρονημένη, (έμφυτη μολοντούτο) υπήρξεν η αιτία: ήταν η κοινωνία σεμνότυφη πολύ“. Κι όχι μονάχα κατηγορεί αυτούς που στρέφουν, μ’ όπλο τις γλώσσες του κουτσομπολιού, το δάχτυλο εναντίον του (για μια ροπή ερωτική και έμφυτη), αλλά περνάει στην αντεπίθεση. Θαρραλέα στο τέλος χειροκροτεί τον ήρωα και τον εαυτό του που: “που άνω απ’ την τιμή, και την υπόληψί του έθεσε ανεξετάστως της καθαρής σαρκός του την καθαρή ηδονή”. Κι η κοινωνία συσχέτιζε κουτά, κι ακόμα το ίδιο κάνει…