Νωρίς το μεσημέρι, χτύπησε το τηλέφωνο. Από την άλλη μεριά της γραμμής, μια πνιχτή φωνή: “Πέθανε ο Μανώλης Γλέζος, Χρύσα”. Μεγαλώνει ο πατέρας μου, τα δάκρυα το σκάνε πιο εύκολα από τα μάτια του και είμαι σίγουρη πως εκείνη τη στιγμή έσκυψε το κεφάλι του. Μια κλήση ελάχιστων δευτερολέπτων, σε ένα κατάφωτο μεσημέρι, ανάμεσα σε πεσμένα στο πάτωμα πέταλα ανεμώνας, η Άνοιξη αυτή μάτωσε λίγο ακόμη.
Από την απέναντι πολυκατοικία ακούγεται ξαφνικά δυνατά Μαρία Δημητριάδη. Βγαίνω στο μπαλκόνι και μια γυναίκα πάνω από 80, καθαρίζει τα ξερά φύλλα από τη γλάστρα της. Στη γειτονιά ηχεί: “Εμπρός αδέρφια εμπρός κι είναι μαζί μας ο λαός, στα πιο μεγάλα μας τα κατορθώματα, μες στις πέτρες και στα χώματα”. Μάλλον με είδε έτσι αλλόκοτη, σαστισμένη και με τις πιτζάμες και μου χαμογέλασε. “Σήμερα, πεθαίνουν οι ήρωες της δικής μου γενιάς”, είπε και δεν με ξανακοίταξε.
Ίσως αυτό που ξεχωρίζει τους ήρωες από τους υπόλοιπους ανθρώπους, είναι η μοιραία διαπίστωση της θνητότητας τους, η επιλογή τους να μπορούν να πεθάνουν ανά πάσα στιγμή για την ελευθερία, είναι η παντοδυναμία του τώρα που παλεύει για το αύριο, σκαρφαλώνει σε έναν βράχο με έναν σουγιά και ένα φαναράκι και κατεβάζοντας τη ναζιστική σημαία επιστρέφει σπίτι, με ένα κομμάτι της για λάφυρο. Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντα, καταδικάζονται ερήμην σε θάνατο, σφραγίζοντας μια για πάντα την ανάγκη μας να πιστεύουμε ότι ο κόσμος θα αλλάξει, από αυτούς που θα τολμήσουν να το ονειρευτούν.
Κοιτάζω τη βιβλιοθήκη. Έχω ώρα κολλήσει, σκέφτομαι ότι πρέπει να γράψω για την πορεία του στο ΚΚΕ και στην ΕΔΑ, για τη δημοσιογραφική του πορεία στον Ριζοσπάστη και στην Αυγή. Σκέφτομαι τις 28 δίκες που παραπέμφθηκε για αδικήματα Τύπου και κάπως τα 97 χρόνια ζωής του, μοιάζουν λίγα. Πάντα στα πάνω ράφια έχω τα αγαπημένα μου βιβλία και τα βιβλία αυτά είναι όλα του Καμύ, του ανθρώπου που μαζί με τον Σαρτρ θα γράψουν στον Καραμανλή για τον Γλέζο και την επικείμενη εκτέλεση του, για ένα πλήθος κατηγοριών: “Πέρα από κάθε κομματικό πνεύμα, θα ήθελα να σας εκφράσω τα συναισθήματα με τα οποία οι ελεύθεροι Γάλλοι διανοούμενοι παρακολουθούν την υπόθεση Γλέζου. Η φιλία και το χρέος της προσωπικής ευγνωμοσύνης που αισθανόμαστε για τη χώρα σας μας οδηγούν να πάρουμε θέση στην υπόθεση αυτή. Απευθύνοντας έκκληση στα πιστεύω σας περί δικαιοσύνης, θα ήμασταν ευγνώμονες εάν θελήσετε να δείξετε ευμένεια ως προς τον διανοούμενο Μανώλη Γλέζο, του οποίου δεν ασπάζομαι τις πεποιθήσεις μεν, αλλά θεωρώ ότι η γενναιότητα του είναι άξια, αν μη τι άλλο, εκτίμησης“.
Όσο και αν ανοίξουμε το μυαλό μας, για να συλλάβουμε το μέγεθος ενός ανθρώπου, που οι μεγάλοι του πνεύματος ύψωσαν το αδιαμφισβήτητο ανάστημα τους προς υπεράσπιση του, κάπως πάντα θα περισσεύει το γεγονός πως σε έναν αγώνα μπάσκετ, κάπου στο 1963, ο Φιντέλ Κάστρο, συνάντησε τον Μανώλη Γλέζο, ξέροντας τους αγώνες του από πριν, καταλήγοντας πως “Οι επανάστασεις δεν γίνονται με το ζόρι”.
Ο άνθρωπος που πέρασε 16 χρόνια της σχεδόν αιώνιας ζωής του, σε φυλακές και εξορίες, δεν σταμάτησε να ντύνεται κάθε πρωί την επανάσταση, χωρίς τον ναρκισσισμό του επαναστάτη. Πάνε ακριβώς δέκα χρόνια από εκείνον τον Μάρτη στο Σύνταγμα, όπου ο Μανώλης Γλέζος, μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό, από χημικά που ψεκάστηκαν στο πρόσωπο του. Και δεν τόλμησε στιγμή να καθίσει πάνω στις δάφνες των αγώνων του και δεν ντράπηκαν να πουν ότι δεν ήξεραν ποιος ήταν, πνίγοντας τον στα δακρυγόνα. Δεν ήξεραν και δεν θα μάθουν ποτέ, πως είναι να πορεύεσαι αδούλωτος σε μια πραγματικότητα γεμάτη αλυσίδες, πως είναι ο χρόνος να κυλά χωρίς να σε προσπερνά. Όταν δύο συντάκτες από τον Guardian σταθούν απέναντι του, στο τέλος ενός αφιερώματος για τα Δεκεμβριανά, εκείνος θα αναρωτηθεί:
“Γιατί συνεχίζω; Γιατί αγωνίζομαι μέχρι σήμερα που είμαι 92 χρονών και δύο μηνών; Νομίζετε ότι αυτός που μιλάει είναι ο Μανώλης. Λάθος. Δεν είμαι αυτός. Κάθε φορά που έστελναν κάποιο από εμάς στο εκτελεστικό απόσπασμα, μας έλεγε να μην τον ξεχάσουμε. Να τον σκεφτόμαστε κάθε φορά που λέμε «καλημέρα». Να λέμε το όνομα του όταν υψώνουμε τα ποτήρια μας. Γι’ αυτό συνεχίζω. Γιατί ο άνθρωπος που σας μιλάει είναι όλοι αυτοί. Αγωνίζομαι για να μην ξεχαστούν αυτοί”.
Ξέρεις τι κρατάω από τον Μανώλη Γλέζο αυτό το χάραμα Τρίτης; Αυτήν τη θαμπή από βροχή φωτογραφία, αυτήν τη γροθιά που υψώθηκε για σχεδόν έναν αιώνα, φάρος στους αγώνες μας, κουράγιο στα πισωγυρίσματα μας. Τον Μανώλη Γλέζο που μέχρι το τέλος, γονάτιζε μπροστά σε μνημεία ανθρώπων που θυσιάστηκαν για την ελευθερία, αγκάλιαζε τη Μάγδα, σύμμαχος σε μια ακόμη μάχη απέναντι στον φασισμό.
Δεν σταματάει να μας ματώνει αυτή η Άνοιξη, δεν μας αφήνει καν να αποχαιρετήσουμε τους ανθρώπους μας, όπως τους αξίζει. Βγήκα ξανά στο μπαλκόνι, η ηλικιωμένη γυναίκα είναι ξανά εκεί, βλέπω τον καπνό από το τσιγάρο της. “Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη. Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά και ανανταριάζει”. Ο Μανώλης Γλέζος, φεύγει την εποχή της μοναξιάς, έζησε όμως μέσα σε όλον τον κόσμο. Κι όσο και αν είναι άδικο να μην μπορούμε να αφήσουμε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο φευγιό του, εμείς θα μιλάμε μέσα από τους δικούς μας αγώνες στη μνήμη του. Για τη νιότη μας. Για τη νιότη του.
Δεν κλείνει αυτό το κείμενο, με βασανίζει ώρα. Βρίσκω εκείνο το ποίημα του, με τίτλο “Η Θεωρία των Παιγνίων”.
Αντί καλού ταξιδιού λοιπόν, αντί της πιο βαθιά μας υπόκλισης…
“Μου είπαν πως έφυγες
κι `αντέταξα τη φωνή
που δεν γνωρίζαμε πως είχαμε
κι αποκτήσαμε την ημέρα
π` αντικρύσαμε της αδικίας το προσωπείο.
Οι άνθρωποι της γενιάς μας
δεν πεθαίνουν. Γκρεμίζουν,
σκάβουν, χτίζουν, θεμελιώνουν
τα σπίτια τα ολάνοιχτα
στον ήλιο της λευτεριάς”.