Όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος στα 93 του, μελαγχολείς, αναστενάζεις, μα δεν λυπάσαι. Έζησε μια ζωή μεγάλη, γεμάτη, χορταστική. Λυπάσαι μόνο αν αυτός που έφυγε, ήταν δικός σου άνθρωπος. Πολύ δικός σου. Ε, αυτός που έφυγε σήμερα, ήτανε άνθρωπος “δικός” ολόκληρου του κόσμου. Γιατί ήταν ο μπαμπάς των φίλων σου. Των κολλητών σου! Εκείνου του κοντού που δεν ερχόταν σπίτι σου ποτέ χωρίς να ‘χει στη ζώνη το παγούρι του, και του χοντρούλη άλλου με το χαμηλό στήθος, που έφερνε πάντα ένα μενίρ πεσκέσι…
Ο Άλμπερτ Ουντερζό έφυγε, και μαζί του πήρε κάτι απ’ τα παιδικά μας απογεύματα. Ο Άλμπερτ Ουντερζό έφυγε, αλλ’ άφησε πίσω του παιδιά ικανά να νικήσουν τον Καίσαρα, τη Ρώμη, την αυτοκρατορία και μαζί όλη τη μίζερη βαρβαρότητα του πραγματικού κόσμου. Κάθε φορά που ένιωθες άσχημα μικρός, κάθε φορά που ακόμα νιώθεις την καρδιά συννεφιασμένη, αρκεί μια βόλτα, μια εκδρομή για να ξεσκάσεις, για να ξεχάσεις, για να χαρείς. Αρκεί μια βόλτα στο χωριό…
…σ’ ένα χωριό Γαλατικό, ανυπόταχτο κι ατρόμητο!
Εκεί είχε φίλους που δεν σ’ αφήσανε ποτέ. Εκεί είχες μια παρέα έτοιμη για καυγά, τσακωμούς και τσιμπούσι. Εκεί ήξερες πως τίποτα μαύρο δεν περνάει, κι ακόμα πως τίποτα δεν υπάρχει ακατόρθωτο. Φτάνει να ‘χε ο δρουίδης έτοιμο το δρεπάνι και τη μαρμίτα του. Φτάνει να ‘χε μια κουταλιά ζωμό για σένα (που δεν έπεσες μικρός στη χύτρα). Και πάντα είχε! Ζωμό που όσο γυρνούσαν οι σελίδες, όλο και σ’ έπιανε, όλο και σ’ έβαζε πιο πολύ μέσα σ’ αυτό τον κόσμο των παράξενων ανθρώπων με τη μύτη “μελιτζάνα” και τα ονόματα σε -ιξ.
Δεν υπήρχαν πια Ρωμαίοι ικανοί να σε πληγώσουν. Δεν υπήρχαν πια Καίσαρες ικανοί να σε κερδίσουν. Όλα ήταν ανέμελα, ήταν χαρούμενα και χρωματιστά. Και τα προβλήματα όλα λύνονταν, με το μυαλό του Αστερίξ και την αθωότητα του Οβελίξ. Με τη σοφία του Πανοραμίξ και με τις φάλτσες νότες του Κακοφωνίξ που επέμενε να τραγουδήσει, κι ας ήξερε ότι το βράδυ θα τον βρει στο δέντρο. Τι έφταιγε η τέχνη του αν οι συγχωριανοί βγήκαν ολίγον τι “άξεστοι”; Κι ωστόσο, όλοι τον αγαπούσανε κι όλους τους αγαπούσε, σ’ ένα χωριό που ήταν όπως (θα ‘πρεπε να) είναι ο κόσμος:
Γεμάτο ξεροκέφαλους, καλόκαρδους και γελαστούς ανθρώπους!
Μ’ εκείνους έμαθες να γλεντάς, να χαίρεσαι τ’ απλά πράγματα, να μη φοβάσαι. Εκείνοι σου ‘δωσαν μαθήματα καλύτερα (δυστυχώς) από σχολεία και φροντιστήρια. Εκείνοι – τα παιδιά του Γκοσινί που τότε σου άνοιξαν την αγκαλιά τους και σου ‘δωσαν αγριογούρουνο ψητό και μπύρα. Εκείνοι – τα παιδιά του Ουντερζό που σήμερα εσύ, κι εγώ, κι όλος ο κόσμος τους ανοίγουμε μια τεράστια αγκαλιά. Είμαστε όλοι ένα Γαλατικό Χωριό, και μάλλον θα ‘ταν ευχή μεγάλη να μπορούσαμε να παραμείνουμε κι αύριο τέτοιο. Μα πάντα, μετά την περιπέτεια, μετά το τσιμπούσι, πάντα κάπου η ιστορία παίρνει τέλος.
Τέλος; Λοιπόν… όχι ακριβώς! Γιατί, κι όταν πια το ‘κλεινες το κόμικ, ο κόσμος ο δικός σου ήταν πολύχρωμος. Έβλεπες τους Γαλάτες γύρω σου, σε φίλους, σε γνωστούς, σε συγγενείς. Όταν ερχόταν πάλι Ρωμαίοι να σ’ απειλήσουν, δεν τους φοβόσουν τόσο, γιατί τους είχες ήδη δει να τρώνε τις σφαλιάρες κι από την τελευταία φάπα να σκίζουν τον αέρα. Φώναζαν, μα φοβόντουσαν. Φώναζαν γιατί φοβόντουσαν. Ήθελες να γελάσεις μαζί τους. Γιατί δεν ήξεραν αυτό που ήξερες εσύ: ότι όσο κι αν χαλάσουνε τον κόσμο αυτόν εδώ, εσύ θα έχεις πάντα το χωριό. Και θα μπορείς πάντα να επιστρέφεις σ’ αυτούς τους “φίλους απ’ το χωριό, που δεν τους ξέρουνε” – κι όποιος θέλει ας βγει να πει ότι λες ψέματα. Πάντα, μέχρι να γίνουμε πολλοί, να γίνουμε αρκετοί, να κάνουμε Γαλατικό Χωριό τον κόσμο όλο!
Και τότε πια, ένα πράγμα μόνο θα φοβόμαστε. Να μη μας πέσει στο κεφάλι ο ουρανός. Σήμερα, σαν να έπεσε, μα είπαμε: ο Ουντερζό άφησε πίσω του παιδιά ικανά να νικήσουνε. Κι όσο αυτά θα ζουν στις σελίδες και στη μνήμη σου, όσο θα ζουν μπροστά στα μάτια των παιδιών σου, ο Ουντερζό θα είναι δω, κι ο ουρανός θα μένει καρφιτσωμένος εκεί ψηλά, γι’ ακόμα μία μέρα…