Η κουβέντα περί “ελληνικής φιλοσοφίας”, λειτουργεί περίπου σαν την κουβέντα περί “ελληνικού πολιτισμού”. Απ’ όπου και ν’ αρχίσει, γρήγορα θα πάρει δρόμο προς τα πίσω. Στο θέατρο θα πάει στη μπάντα ο Καμπανέλης κι ο Ψαθάς, για να βγουν μπροστά ο Σοφοκλής, κι ο Ευριπίδης, κι ο Αριστοφάνης. Τ’ αγάλματα του Φιδία και του Πραξιτέλη θ’ αφήσουν γρήγορα πίσω το Γαΐτη, τον Παρθένη και τον Εγγονόπουλο. Στην αρχιτεκτονική σχεδόν δεν υπάρχει κόντρα: ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης, ο Παρθενώνας. Κι αν κάνεις λοιπόν την κουβέντα της φιλοσοφίας, ε, γνωστό το έργο κι οι (σπουδαίοι!) πρωταγωνιστές του: ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης…

Πάνω λοιπόν που πάτησα πόδι στο πανεπιστήμιο, τότε που ανακάλυψα πόσο δεν μου κάνουν οι διαλέξεις της μικροοικονομίας και πόσο μ’ αρέσουν οι συζητήσεις γύρω απ’ το τραπέζι με το κρασί, τότε άνοιξε μια κουβέντα περί ελληνικής φιλοσοφίας. Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να παπαγαλίσω πάλι τις γνώσεις μου για τους “σούπερ σταρ” της αρχαίας σκέψης, ένας φίλος παπαγάλισε τις δικές του για έναν τύπο μ’ ονοματεπώνυμο. “Έχει κι η σύγχρονη Ελλάδα φιλοσόφους”, μου κάνει. “Υπάρχει κι ο…

…ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ της σύγχρονης ελληνικής διανόησης!”

Θες που εκείνο το παράξενο όνομα κούμπωνε καλά στο κεφάλι μου πάνω στον τύπο του στοχαστή; Θες που όσα μου παπαγάλισε ο φίλος είχαν μια σπάνια γοητεία ελευθερίας; Γύρισα σπίτι κι άρχισα να ψάχνω. Πληροφορίες, βιβλία, σκέψεις, εκπομπές. Τον είδα. “Αυτός είναι;” σκέφτηκα. Καθόλου δεν ταίριαζε μ’ εκείνη την εικόνα του μουσάτου, καλοχτενισμένου “καθηγητή” που ‘χα στο νου. Ένας φαλακρός τυπάκος με περίεργα, κάπως σχιστά μάτια, με παράξενο σουλούπι, που ‘γραφε στη γραφομηχανή του μονάχα με τους δείκτες. Ύστερα όμως ξεκίνησε να μιλάει. Ω διάολε, ξεκίνησε να μιλάει…

Ξάφνου ο τυπάκος έγινε ήρωας. Το αστείο σουλούπι χάθηκε πίσω από συναρπαστικές, κολοσσιαίες σκέψεις. Είχα μόλις γνωρίσει έναν άνθρωπο που ‘ταν υπέροχος γιατί όλα του τα ‘χε πραγματικά. Ήταν πραγματικά ελεύθερος, ήταν πραγματικά πρωτότυπος, ήταν πραγματικός φιλόσοφος! Ένας φιλόσοφος ικανός…

…να χωρέσει έναν ωκεανό γνώσεων κι αυθεντικών σκέψεων μέσα σ’ ένα μπουκάλι!

Κι έπειτα παίρνει το μπουκάλι, στο δίνει, κι ο,τι θελήσεις κάνε. Έπρεπε να διαβάσω. Η Φαντασιακή Θέσμιση. Από την Οικολογία στην Αυτονομία. Ο Θρυμματισμένος Κόσμος. Πελώριο εύρος γνώσεων. Γνώσεις που δεν αποκλείουν: η αρχαία Ελλάδα, ο μεσαίωνας, η αναγέννηση, τα σύγχρονα κινήματα, ο καπιταλισμός, τα ανατολικά καθεστώτα, η Βίβλος. Μια σκέψη που (όπως εκείνη του Φουκώ) σε παγιδεύει μέσα της. Μια σκέψη που ταυτόχρονα σ’ ανοίγει τους ορίζοντες, σε προκαλεί να κολυμπήσεις, να πας πιο πέρα. Μια σκέψη γεμάτη με ιδέες πρωτότυπες. Μια σκέψη που δεν αναμασά, μα προχωράει, συνθέτει, δημιουργεί ή κατακρίνει. Ο Καστοριάδης δεν ανήκει κάπου, γιατί ανήκει στον εαυτό του.

Πέρασε απ’ το μαρξισμό, τον άφησε πίσω, δημιούργησε τη δική του θεωρία. Αυτονομία. Αυτονομιστής, αλλά με μια ιδιοφυή, λεξιλογική μα κι ουσιαστική παρατήρηση μέσα στον όρο που ο ίδιος αναδημιουργεί. “Στη λέξη αυτονομία υπάρχουνε δύο ρίζες. Το ‘αυτός’, εγώ ο ίδιος, και ο ‘νόμος’. Οι περισσότεροι άνθρωποι σκέφτονται στην έκφραση αυτή τη ρίζα ‘αυτός’, και τη ρίζα ‘νόμος’ την ξεχνάνε“. Για τον Καστοριάδη, η Αυτονομία οδηγεί σε μια κοινωνία που διέπεται από νόμους. Μια κοινωνία που αναγνωρίζει εξουσία. Μα είναι η εξουσία της άμεσα δημοκρατικής απόφασης. Κι είναι οι νόμοι που συμφώνησαν οι ίδιοι οι πολίτες της κοινωνίας. Οι νόμοι και οι αξίες που οφείλουν να συμμερίζονται ή έστω να μην τους πολεμούν. Η Αυτονομία του Καστοριάδη έχει οργάνωση, έχει δομή, προσπαθεί (ανάμεσα σ’ άλλα) να δώσει μια δική της απάντηση στο μεγάλο ερώτημα των κοινωνιολόγων:

Έχει ανάγκη μια κοινωνία τους θεούς για να τηρούν οι άνθρωποι το νόμο;

Η αρχαία Ελλάδα, θ’ απαντήσει. Χωρίς ζηλευτή μετά θάνατον ζωή, με νόμους που δεν ήρθαν απευθείας απ’ το θεό (όπως σ’ όλες τις υπόλοιπες αρχαίες και μεσαιωνικές κοινωνίες). Κι εκεί πάτα για το βήμα προς την Αυτονομία. Η αρχαία Ελλάδα για τον Καστοριάδη δεν είναι πρότυπο γι’ αντιγραφή (τίποτα περασμένο δεν μπορεί να είναι μοντέλο ν’ αντιγράψεις), αλλά ένα “σπέρμα γονιμοποιό” για να χτίσουμε το δικό μας καλύτερο αύριο.

Ένα αύριο χωρίς το λογικοφανές παράλογο του καπιταλισμού. Ένα αύριο χωρίς εγκληματικούς σταλινισμούς κι απολυταρχίες. Ένα αύριο χωρίς φιλοσόφους που θα λένε μπούρδες, χωρίς “μεταμοντέρνα” κενή τέχνη, χωρίς κριτική γεμάτη εμμονές, χωρίς φαμφάρες, μπαρούφες και ψευτοκουλτούρες. Το αύριο ενός σπουδαίου νου, χωρίς φραγμούς, χωρίς ράγες, χωρίς παρωπίδες κάθε χρώματος. Το αύριο ενός διανοητικού ήρωα!

Υ.Γ. Αν έφτασες μέχρις εδώ, επίτρεψέ μου μια μικρή, ένοχη παιδική απόλαυση. Μικρός ήθελα να γίνω κάμποσα πράγματα που δεν θα κατάφερνα ποτέ: Σπάιντερμαν, Ζιοβάνι, Οδυσσέας και Ρομπέν των Δασών. Τώρα πια μεγάλωσα, όμως ακόμα ονειρεύομαι πράγματα ανέφικτα. Κι αν με ρωτήσεις σήμερα “τι θα ‘θελες να γίνεις;”, η απάντηση είναι πιο εύκολη απ’ το “Οδυσσέας”, κι ο στόχος πιο αδάμαστος από του “Σπάιντερμαν”. Κορνήλιος Καστοριάδης.

Υ.Γ. 2 Αυτό το κείμενο ήτανε σκόρπιες σκέψεις πάνω στην πελώρια διανόηση ενός αληθινού στοχαστή. Συγχώρα μου τις παραλείψεις, συγχώρα μου την άναρχη δομή, μα το έργο του Καστοριάδη δεν χωράει σε άρθρα, δεν χωράει σε κεφάλαια, είναι αμφίβολο αν χωράει σ’ ολόκληρα βιβλία. Βιβλία που, όπως και να ‘χει, υπάρχουν πιο κατάλληλοι από μένα για να γράψουν.