“Η μουσική όμως του Ζαμπέτα δεν χρειάζεται στίχο. Εκεί είναι, που με αναιρεί ο Ζαμπέτας. Μου λέει: Κοίτα μάγκα, αλλά εκεί που μου λες πως πρώτα είναι ο στίχος, εγώ σου δείχνω ότι πρώτα είναι η μουσική“. Αυτά τα είπε ο Άκης Πάνου και κάπου εδώ, μπορούμε να κάνουμε ενός λεπτού σιγή πριν ξεκινήσουμε να γράφουμε για τον άνθρωπο, που άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο, πριν 28 χρόνια μια μέρα σαν κι αυτή. Για κάποιον που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αιγάλεω Σίτι όμως, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ήταν πολλά παραπάνω. Ήταν αυτός, που έδωσε στην πόλη το βρετανικό προσωνύμιο, που έγινε από ποδοσφαιρικό σύνθημα, μέχρι βιντεοκασέτα με τον Ταμτάκο.
Ο Γιώργος έμεινε στη ζωή 67 μόνο χρόνια, όμως τα τραγούδια του είναι ευλογημένα να μας συντροφεύουν μέχρι το τέλος του κόσμου. Μουσικός, στιχουργός και πάνω από όλα διασκεδαστής, ήταν ο μεγαλύτερος entertainer που είδε αυτή η χώρα. “Ως μπουζουκτσής, κατά τη γνώμη μου πάντοτε, υπήρξε ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου. Και ως σόουμαν ήταν μοναδικός! Ένα φαινόμενο! Ένας καλλιτέχνης, που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική, θα πρωταγωνιστούσε πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή“. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τα έγραψε καλύτερα από του λόγου μου, ωστόσο κάτσε λίγο να σου πω κι εγώ δυο πράγματα για τον Ζαμπέτα.
Η γνωριμία μας, ξεκινά μπροστά από μια ασπρόμαυρη τηλεόραση στο σαλόνι της γιαγιάς μου. Απέναντι μου η οθόνη, κρυμμένη κάτω από κάτι σεμεδάκια, έδειχνε έναν τρελό, τρελό Βέγγο να μπαίνει σε μια μπουζουκλερί της εποχής, παρέα με ένα άλογο. Κάπου εκεί ο Νίκος Φέρμας, διέταξε να βγει στη σκηνή ο Ζαμπέτας, μπας και σωθεί κάπως η κατάσταση. Μπουζουκοκρατώντας, ανεφώνησε ο τελευταίος: “να ζήσουν οι τρελοί” κι έριξε τις πενιές και το σόλο του. Έτσι τον έμαθα και λίγες μέρες αργότερα, έτυχε να βολτάρουμε έξω από το σπίτι του, οικογενειακώς. Κοντοστάθηκα λίγο και το χάζεψα σαν μουσείο. Λίγος καιρός πέρασε και στη γειτονιά συζητάγανε, ότι πέθανε ο Ζαμπέτας. Σαν να χάσανε ένα δικό τους άνθρωπο, αντιδρούσαν όλοι κι ας μην τον είχαν γνωρίσει ποτέ οι περισσότεροι.
Βλέπεις, όσο υπέρ-κλισέ κι αν ακούγεται, όλοι μεγάλωσαν με τα τραγούδια του. Ήταν ο δικός τους άνθρωπος. Αυτός, που εμφανίστηκε σε περισσότερες από 150 ταινίες του τιμημένου ελληνικού κινηματογράφου κι έκανε το μπουζούκι, “εθνικό” μας όργανο! Αντιγράφοντας τα λόγια του Σταύρου Ξαρχάκου: “Ο βίος και η πολιτεία του Γιώργου Ζαμπέτα είναι ένα οδοιπορικό τόσο του δικού του βίου όσο και του βίου των νεοελλήνων της τελευταίας εξηκονταετίας. Ένα οδοιπορικό που στη διαδρομή του, απεικονίζει τον κόσμο της ψυχαγωγίας, της νύχτας με όλα τα λαμπερά κι όλα τα σκοτεινά σημεία του“.
Η μαγκιόρικη εκφορά του τραγουδιστού του λόγου, έγινε το μουσικό σήμα κατατεθέν του Ζαμπέτα. Λες κι είχαν φυτρώσει οι κατάλληλες λέξεις στο μυαλό του, για να γίνουν “ρεφρέν” ή “κουπλέ” σε κάθε τραγουδάκι που σκάρωνε. Ξετρύπωνε λοιπόν, τύπους σαν τον “Πενηντάρη“, τον “Θανάση”, τον “Μιστοκλή” και τον “Κυρ Αλέκο“. Μέχρι και για εμάς τους Σπύρους, έβγαλε τραγούδι.
Ήταν το πρώτο όνομα, στα σπουδαιότερα κέντρα της εποχής κι είχε επίσημα αναγνωριστεί σαν τον “Πιο Καλό τον Μαθητή” στο ελληνικό τραγούδι. Πλάι του, πέρασαν όλοι οι θρύλοι του ελληνικού τραγουδιού. Κι η Μοσχολιού κι η Μαρινέλλα, ο Μητροπάνος κι ο Βοσκόπουλος. Κανένας, δεν μπορούσε να επισκιάσει όμως τον Ζαμπέτα. Ποιος μπορούσε να τα βάλει άλλωστε με ένα “Φίνο Φανταράκι” σαν κι εκείνον; Ήταν συνεπής κι όταν η κατάσταση πήγαινε να εκτραχυνθεί σου σπίκαρε ένα “Πατέρα Κάτσε Φρόνιμα” και σε έβαζε στη θέση σου.
“Μάλιστα Κύριε“, έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα. Ξεφυλλίζοντας το κόμικ του εγγονού του και τον “Βίο και Πολιτεία του“, από την Ελένη Κλειάσιου, έμαθα κι άλλα πολλά όχι τόσο γνωστά, όπως η περιβόητη λατρεία του, στο Αιγάλεω.
Έμαθα για τότε, στην Κατοχή που έπαιξε τερματοφύλακας, και έπιασε 2 καραβολίδες απέναντι σε μια ομάδα τρίτης κατηγορίας κι όταν έκανε στα ψέματα, τον λεπρό για να γλιτώσει από τους Γερμανούς. Έμαθα ιστορίες του, από τον ΕΑΜ, για την γνωριμία του με τον “Μπαγιαντέρα“, που τον σημάδεψε κι όλες τις μπουζουκλερέ αναμνήσεις. Κάπου εκεί, υπάρχει ακόμη κι η θρυλική ατάκα του πως είχε καπνίσει χωράφια ολόκληρα από χασίσι, μετά από ερώτηση δημοσιογράφου.
Στο άκουσμα του ονόματός του σήμερα, φαντάζομαι έναν αιωνόβιο γεροντάκι, να σκαλίζει με μια χιλιοπαιγμένη πένα, το μπουζούκι του. Σε ένα κιτρινισμένο χαρτί, λέξεις κακογραμμένες στη σειρά, έχουν πάρει τον δρόμο τους, για να γίνουν ένα ακόμη τραγούδι. Μια αλήτικη φωνή σπικάρει τα δέοντα, καταλήγοντας: “Κι η βρόχα έπεφτε στρέι θρου!“.