Αν ψάχνεις για Έλληνες σπουδαίους λογοτέχνες, θα βρεις στο δρόμο σου ονόματα κι ονόματα, άλλα πραγματικά σπουδαία κι άλλα λιγότερο. Θα βρεις τον Ταχτσή και τον Κουμανταρέα, το Χρόνη Μίσσιο, τον καταπληκτικό Σαμαράκη και τον εμβληματικό Βασιλικό. Θα βρεις Κοσμά Πολίτη, Μυριβήλη, Σικελιανό και Βενέζη. Ίσως να βρεις τον απολαυστικό Σκαρίμπα (κι αν δεν τον έβρεις, να τον ψάξεις!), ίσως να βρεις και τον υπέροχα σαρκαστικό Ροΐδη. Μάλλον θα βρεις και τον Κορνάρο, και το Χορτάτση, σίγουρα κάπου θα πετύχεις την καθαρή και άγρια γραφή του Καραγάτση. Πάνω απ’ όλους όμως, στην κορυφή θα ‘ναι ένας: ο Νίκος Καζαντζάκης.

Αυτό από μόνο του δεν είναι πρόβλημα, άμα σκεφτείς μόνο “ποιος είναι” (στην κορυφή, στη λίστα…). Μα είναι πρόβλημα πελώριο, άμα σκεφτείς το “ποιος δεν είναι”. Δεν είναι αυτός που η γενιά του ’30 τον εκτιμούσε πολύ, μα το κοινό της σχεδόν καθόλου. Δεν είναι αυτός που οι πρωτοπόροι της εποχής του τον κατηγορούσαν για τη γλώσσα, κι οι συντηρητικοί τον απέφευγαν για το ύφος και την ατμόσφαιρα. Ένας νησιώτης, ένας μάστορας της γραφής, ένας σπουδαίος του διηγήματος, ένας κοσμοκαλόγερος τόσο ευσεβής αλλά και τόσο ερωτικός (απεριγράπτως λάγνος, θα πει για τ’ “Όνειρο στο Κύμα” ο Ρένος Αποστολίδης). Δεν χωράει αμφιβολία, μ’ έναν σεβασμό πελώριο σ’ όλα τα ονόματα που ακούστηκαν πιο πάνω…

…ο Παπαδιαμάντης είναι ο πιο σπουδαίος “σύγχρονος” Έλληνας που καταπιάστηκε με τα γράμματα!

Γλώσσα δική του, ίσως ο συγγραφέας με την πιο δική του, την πιο χαρακτηριστική γλώσσα απ’ όσους γράψανε στα ελληνικά. Μια γλώσσα τόσο όμορφη, τόσο προσωπική, που τονε κάνει αμετάφραστο σε άλλες γλώσσες – ακόμα και στα δικά μας, σύγχρονα, “απλά” ελληνικά δεν γίνεται να μεταφράσεις στ’ αλήθεια τα γραπτά του. Δεν τον χωράει η δημοτική, ίσως ούτε κι η καθαρεύουσα. Είναι η προσωπική του, η “παπαδιαμαντική” γλώσσα, η μόνη με υλικά γλαφυρά που να μπορούν να χτίσουν το ζεστό περιβάλλον των ιστοριών του.

Αφήγηση που συνθέτει περισσότερο, παρά ανήκει. Ο ρεαλισμός του είναι γεμάτος ρομαντισμό. Μα ο ρομαντισμός του, ακριβώς επειδή είναι… ρεαλιστικός (!), δεν κουβαλάει τα μεγάλα προβλήματα του είδους. Η θρησκευτικότητά του, γεμάτη παράφορες εικόνες. Οι ήρωές του ειλικρινείς, απλοί, πραγματικοί. “Κλισέ και τυποποιημένοι”, είπαν κάποιοι. Μα είν’ αυτοί οι κάποιοι που είπανε το ίδιο για τον Πόε ή για το Μπαλζάκ. Κι ίσως να το ‘πανε δικαίως, αλλά το δάσος είναι αλλού. Μέσα από (όχι την τυποποίηση, αλλά) την απλότητα των ηρώων του, ο Παπαδιαμάντης καταφέρνει να ‘ναι “λαϊκός”, να ‘χει αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα της εποχής του, την ώρα που η υπαρξιακή διάσταση των έργων του…

…δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απ’ τον Ντοστογιέφσκι!

Με το “χριστιανό αναρχικό” της ρωσικής λογοτεχνίας τους συνδέει η θρησκευτικότητα (παρόλο που ‘ναι αρκετά διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο βιώνει ο καθένας τους τη σχέση με το Θείο), μα στην πραγματικότητα ο Παπαδιαμάντης κι η ψυχαναλυτική διαχείριση των ηρώων του, έχει ομοιότητες και μ’ άλλους σπουδαίους Ρώσους – τον Τολστόι, τον Τσέχοφ. Κι αν την ανοίξεις την κουβέντα, κατά καιρούς πολλοί και διάφοροι έχουν βρεθεί μέσα στον τρόπο του, μέσα στα θέματα (κατ’ αναλογία), τα είδη και κυρίως στην ψυχανάλυση των χαρακτήρων του. Πολλοί, διάφοροι, χαρακτηριστικοί.

Είναι γνωστή άλλωστε η ιστορία. Τονε ρωτήσαν κάποτε αν η λογοτεχνία του μοιάζει περισσότερο με του Μπαλζάκ, του Πόε, του Ντίκενς ή κι εγώ δεν ξέρω ποιου άλλου. Κι ο πάντα ήρεμος Παπαδιαμάντης θυμώνει κι απορεί:

Μα δεν μπορώ να μοιάζω απλώς με τον Παπαδιαμάντη;

Κι ενώ μπορείς πραγματικά να βρεις ομοιότητές του με τον Ντίκενς και τους άλλους, δεν μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει πως ο Παπαδιαμάντης τη λογοτεχνία του την έχτισε. Όχι τη γλώσσα μόνο, αλλά τον τρόπο, το ρυθμό, την τεχνική του, αυτό που λένε οι κριτικοί: “τη μουσικότητα”. Όχι, ο Παπαδιαμάντης δεν είναι κανενός αντίγραφο. Είναι η σπουδαία, ειλικρινής κι αυθεντική φωνή των ελληνικών γραμμάτων. Τυχαίο δεν είναι πως, αν ψάξεις τους κατακριτές του, δεν θα ‘βρεις εκεί μέσα πολλούς λογοτέχνες. Κι ούτε σοβαρά λογοτεχνικά επιχειρήματα θα βρεις, παρά μονάχα κοινωνιολογικές, θρησκευτικές, πνευματικές φοβίες. Θα βρεις κοινωνιολόγους που τους ενοχλούσαν τα “σταυροκοπήματα” κι οι προσευχές των ηρώων, θα βρεις κι ευσεβείς φωνές που τον απέρριψαν ως… βλάσφημο!

Όμως αν έχουν δίκιο οι επικριτές του, ένας “θρησκευόμενος βλάσφημος” με τέτοια γλώσσα, πώς γίνεται Θεέ μου να μην είναι ο πιο σπουδαίος λογοτέχνης;