Ο Κώστας Βουτσάς ήταν ο άνθρωπος που πίστευες ότι θα ζει για πάντα. Όχι μόνο δεν γέρασε ποτέ, δεν “έπεσε”, δεν βάρυνε, μα ούτε καν μεγάλωσε. Ένας Πήτερ Παν, πάντα χαμογελαστός, πάντα χαρούμενος, πάντα έτοιμος να κάνει “Φσσστ! Μπόινγκ!”, πάντα ζωντανός. Πάντα ζωντανός…
Αυτός είναι κι ο λόγος που, μοιάζει τόσο πολύ με ψέμα ότι ο Βουτσάς δεν είναι πια εδώ. Δεν είναι μαζί μας. Πώς γίνεται, ήταν ένας άνθρωπος υγιής, χαρούμενος, και πρώτα-πρώτα, πώς γίνεται να βάδιζε στα 89 του; Δεν είναι έτσι όσοι περπατάν σε τέτοιες ηλικίες. Καλά-καλά όσοι βαδίζουν στα μισά, και δεν είναι έτσι. Μα οι αριθμοί δεν λένε ψέματα: Ο Κώστας είχε πάνω σ’ αυτή τη γη κοντά 9 δεκαετίες…
…κι ωστόσο ήταν παλικάρι μεγαλύτερο απ’ ανθρώπους με το 1/4 των χρόνων του!
Πώς να μην είναι βέβαια παλικάρι, ένας άνθρωπος που μεγάλωσε με φτώχεια και κατοχή; Και πώς να μην είναι γεμάτος ζωντάνια και χαρά ένας άνθρωπος που πριν αγαπηθεί απ’ όλη την Ελλάδα, αγαπήθηκε από μια οικογένεια που τον μεγάλωσε με χαμόγελο μέσα στα ζόρια; Ο πατέρας του εργάτης, οδοποιός, η μάνα του στο σπίτι να τους μεγαλώσει. Κι ο Κώστας, από πιτσιρίκι να σκαρφίζεται τρόπους για να βοηθήσει, να βγάλει χαρτζιλίκια και να τα δώσει στη μάνα του. Κι αν έχεις δει ταινίες του (και πώς να μην τις έχεις δει;), τονε φαντάζεσαι εύκολα μικρό, να κάνει με τους Άγγλους φυλακισμένους της κατοχής εκείνη τη δουλειά, εκείνο το κόλπο με τα τσιγάρα (τους έδινε πολλά φτηνά ελληνικά, του δίνανε λιγότερα μα ποιοτικά, εγγλέζικα, κι έτσι μπορούσε να κερδίζει περισσότερο). Να κάνει τον τσιλιαδόρο στους παπατζήδες. Και να γυρνάει χαρούμενος στο σπίτι, ν’ αφήσει δυο χαρτονομίσματα στο τραπέζι και να φωνάξει: “Μάνα, κοίτα!”, αφού την πάρει αγκαλιά.
Εκείνη την αγάπη που, όπως έλεγε κι ο ίδιος έζησε στην οικογένεια, τη γύρισε στον κόσμο, στο κοινό, μέσα απ’ τους ρόλους του. Σ’ άρεσε ή όχι η μανιέρα του (απ’ την οποία βγήκε, ουκ ολίγες φορές), το παραδέχεσαι: ο Βουτσάς είχε μια ζέστη, μια αλήθεια. Δεν ήταν έτσι, απλά αστείοι οι ήρωές του. Δεν γέλαγες μόνο, μαζί τους. Τους συμπαθούσες, με μια συμπάθεια βαθιά. Μ’ αυτό τον τρόπο συμπαθούσες και τον ίδιο:
Έναν χαρισματικό κωμικό, ένα σπουδαίο καρατερίστα, έναν ουσιαστικό ερμηνευτή, μα πάνω απ’ όλα έναν ωραίο άνθρωπο!
Διόλου τυχαίο μ’ όλα αυτά δεν είναι ότι ξεκίνησε την καριέρα του στα μπουλούκια. Το “μεγάλο” θέατρο της εποχής και οι σχολές τον απέρριψαν. Στα μπουλούκια όμως, μπόρεσαν να δουν αυτή την πηγαία αλήθεια που κατάφερνε με τη σειρά της να κάνει το γέλιο ν’ αναβλύσει. Δεν το ‘ξερα πριν από σήμερα, μα ναι, μονάχα απ’ τα μπουλούκια θα μπορούσε να γεννηθεί ο Βουτσάς. Ο λαϊκός άνθρωπος, ο λαϊκός ηθοποιός, ο άνθρωπος που πρώτα τον αγάπησε η βάση, κι έπειτα τον παραδέχτηκε η “κουλτούρα” (σήμερα βέβαια, αυτός ο άνθρωπος διδάσκεται σε δραματικές σχολές της Γαλλίας). Το “έξυπνο μούτρο μας”, ο “έχω και κότερο”, ο “φίλος μας ο Λευτεράκης” που “άφραγκος Ωνάσης” πήγε “γαμπρός απ’ το Λονδίνο” κι είχε την έξυπνη ιδέα με την “κουδούνα”. Ο άνθρωπος που ενώ δεν δήλωνε κομμουνιστής, ψήφιζε ΚΚΕ για να “…δυναμώσει το ΠΑΜΕ και να κάνει αφόρητη τη ζωή αυτών που κυβερνάνε“. Ο ΑΕΚτζης που έπαιξε μπάλα στη Λεωφόρο και στο Χαριλάου, και το μοναδικό του γκολ επί της οθόνης το ‘βαλε με τα ερυθρόλευκα!
Με λίγα λόγια; Ο Κώστας ο Βουτσάς ήταν ένας άνθρωπος που δεν σου άφηνε περιθώρια να μην τον συμπαθείς. Όχι μόνο επειδή ήταν σημαντικός, καλός ηθοποιός, επειδή άφησε σημάδι στη δουλειά του κι έγινε σχολή για πολλούς ηθοποιούς των επόμενων ετών. Αλλά και γιατί, εκεί που άλλοι, με το μισό (κι ίσως ακόμα λιγότερο) ταλέντο του, με μια-δυο τόσες δα επιτυχίες καβαλάνε καλάμι κι ακριβοθώρητοι δεν ρίχνουν βλέμμα σε άνθρωπο, εκείνος σ’ όλη του τη δόξα, τη λάμψη και την επιτυχία, ήταν ακόμα ο Κώστας που μπορούσες να πιείς μαζί του μια μπύρα, να παίξεις ένα τάβλι και να μιλήσετε για τα πολιτικά, τη μπάλα, τα κορίτσια. Ο αιώνιος νεαρός, που τα μαλλιά του άσπρισαν μ’ αυτός δεν έλεγε να μεγαλώσει. Μα τώρα πια…
Ο Κώστας Βουτσάς έφυγε, και μαζί του έφυγε κι η ελπίδα μας να ζήσουμε στη Χώρα του Ποτέ…